Το δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καταδίκασε την Ελλάδα, λόγω της μη κατάθεσης συγκεκριμένων μέτρων και στόχων διατήρησης για προστατευόμενα είδη και οικοτόπους στις Ειδικές Ζώνες Διατήρησης (ΕΖΔ) του ευρωπαϊκού οικολογικού δικτύου Natura. Η απόφαση καταδεικνύει τη χρόνια αδυναμία της χώρας να ανταποκριθεί στις ανάγκες της προστασίας της φύσης, ενώ ακόμα και τα επιχειρήματα που προέβαλλε η ελληνική πλευρά προκειμένου να υπερασπιστεί τη θέση της, απορρίφθηκαν μεταξύ άλλων ως «υπερβολικά γενικά και αόριστα».
Ειδικότερα, το ευρωπαϊκό δικαστήριο έκρινε ότι ο καθορισμός των στόχων διατήρησης αποτελεί υποχρέωση για τα κράτη μέλη και συνιστά «υποχρεωτικό και αναγκαίο στάδιο μεταξύ του χαρακτηρισμού των ΕΖΔ και της εφαρμογής μέτρων διατήρησης». Μάλιστα, σε ό,τι αφορά τον υφιστάμενο καθορισμό στόχων για δύο εθνικά πάρκα εκείνα των «Σχινιά-Μαραθώνα» και «Κορώνειας-Βόλβης»), το δικαστήριο απεφάνθη ότι οι στόχοι αυτοί «είναι υπερβολικά γενικοί και αόριστοι», δεν αφορούν στους συγκεκριμένους οικοτόπους και είδη που απαντούν στην περιοχή και επί της ουσίας «δεν λαμβάνουν υπόψη τα χαρακτηριστικά ενδιαφέροντος των οικείων ζωνών».
Επομένως σύμφωνα με το ΔΕΕ, η Ελλάδα δεν έχει καθορίσει τους απαιτούμενους στόχους διατήρησης για τις ΕΖΔ του δικτύου Natura. Παράλληλα για τις «οργανωτικής φύσεως δυσκολίες», που έθεσε ως επιχείρημα η ελληνική πλευρά, το δικαστήριο ήταν ξεκάθαρο σημειώνοντας πως «κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επικαλούνται διατάξεις, πρακτικές ή καταστάσεις της εσωτερικής έννομης τάξης τους προκειμένου να δικαιολογήσουν τη μη εφαρμογή μιας οδηγίας εντός της ταχθείσας προθεσμίας».
Απροστάτευτες οι Natura
Συμπερασματικά το ΔΕΕ απεφάνθη ότι η Ελλάδα έχει αφήσει εντελώς απροστάτευτες τις περιοχές Natura, καθώς το μεγαλύτερο μέρος τους δεν καλύπτεται από κανένα προστατευτικό μέτρο. Επίσης έκρινε ότι «το εν λόγω κράτος μέλος υποστηρίζει ότι θέσπισε μέτρα διατήρησης μέσω “24 νομοθετημάτων”, υπό τη μορφή προεδρικών διαταγμάτων, κοινών υπουργικών αποφάσεων, υπουργικών αποφάσεων και σχεδίων διαχείρισης, τα οποία καλύπτουν το 18,5 % της συνολικής έκτασης των επίδικων ΤΚΣ», ωστόσο δεν πληροί και δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του άρθρου 6 παρ. 1 της οδηγίας για τους οικοτόπους, διότι έχουν «γενικό και κατευθυντήριο χαρακτήρα», διατυπώνονται «κατά τρόπο αόριστο και γενικό», δεν αφορούν συγκεκριμένα τις ΕΖΔ, έχουν αποσπασματικό χαρακτήρα και απαιτούν συγκεκριμένα μέτρα για την εφαρμογή τους.
Συνάμα, όσα μέτρα επικαλείται η ελληνική πλευρά ότι θέσπισε, αυτά δεν αντιστοιχούν στους στόχους διατήρησης και δεν έχουν καθοριστεί με «συστηματικό τρόπο, σε συνάρτηση με τις οικολογικές απαιτήσεις κάθε οικοτόπου και κάθε είδους». Τέλος, το ΔΕΕ έκρινε ότι για τη συμμόρφωση με το άρθρο 6 παρ. 1 της οδηγίας δεν αρκεί η θέσπιση μέτρων διατήρησης αλλά απαιτείται και η ουσιαστική εφαρμογή τους «μέσω πλήρων, σαφών και επακριβών μέτρων ώστε να μην καταστεί η διάταξη αυτή άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας».
Στην ίδια γραμμή
Το δικαστήριο αναφέρει μεταξύ άλλων ότι η Ελλάδα μέχρι σήμερα δεν έχει συμμορφωθεί με τους στόχους, ούτε έχει προτείνει τρόπους δράσεις, τους οποίου θα έπρεπε ήδη να έχει καταθέσει από το 2012. Παρ’ όλα αυτά, κάτι τέτοιο δεν αναμένεται σύντομα. Υπενθυμίζεται ότι δεν απέχει πολύ καιρό η ψήφιση του νομοσχεδίου Χατζηδάκη, που σε ό,τι αφορά τις περιοχές Natura, όχι απλά τις άφηνε παντελώς απροστάτευτες αλλά και έρμαια μεταλλευτικών και εξορυκτικών δραστηριοτήτων.
Το νομοσχέδιο είχε βρει απέναντί του, εκτός από την αντιπολίτευση, πλήθος περιβαλλοντικών οργανώσεων και φορέων, που έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου για την καταστροφή των προστατευόμενων περιοχών στις οποίες εντοπίζονται σπάνια είδη χλωρίδας και πανίδας.