Στην ελληνική δημόσια σφαίρα, οι, πάντα επιρρεπείς στη δημιουργία ηθικού πανικού, εκπρόσωποι του Ακραίου Κέντρου και όλων των νεοφιλελεύθερων παραλλαγών (της κυβέρνησης συμπεριλαμβανομένης) άρχισαν να στήνουν μια σειρά από ατυχείς συγκρίσεις: «τι θα λέγατε αν ήθελε να ανεξαρτητοποιηθεί η Θράκη ή η Κρήτη;» κοκ. Στο παρόν άρθρο θα προσπαθήσω να περιγράψω πού βρισκόμαστε σήμερα, μια εβδομάδα περίπου μετά το δημοψήφισμα και, με μια αναδρομή στην καταλανική σύγχρονη ιστορία, να εξετάσω το ζήτημα από την πλευρά διάφορων δρώντων παραγόντων. Τελικά, θέλω να εξηγήσω ότι το ζήτημα της ανεξαρτητοποίησης της Καταλονίας δε μοιάζει με κανένα άλλο που έχουμε δει ως σήμερα και πως, για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία του δυτικού κόσμου, ένα εθνικό κράτος -το οποίο δεν ανήκει σε κάποια πρώην σοσιαλιστική χώρα- δοκιμάζει την αντοχή της εθνικής του ενότητας, χωρίς απαραίτητα να έχει περάσει από πόλεμο. Τούτων δοθέντων, πρέπει να γίνει αντιληπτό πόσο ιστορική είναι η στιγμή που συμπυκνώθηκε στις φωτογραφίες και τα βίντεο από το δημοψήφισμα της 1ης Οκτωβρίου στην Καταλονία και πως, οποιαδήποτε σύγκριση με καταστάσεις που κρίνονται παρεμφερείς, πολύ γρήγορα θα αποδειχτεί ανεπαρκής.

Η απαρχή της συγκρότησης της καταλανικής εθνικής ιδέας

Η δεξιά και η ακροδεξιά αφήγηση του καταλανικού εθνικισμού, τοποθετεί την έναρξη του αγώνα για την ανεξαρτησία της Καταλονίας στον 15ο αιώνα. Η αφήγηση αυτή απολαμβάνει μιας σχετικής δημοφιλίας στην καταλανική επαρχία και βασίζεται στο κίνημα Renaixença (που θα πει «Αναγέννηση») το οποίο εμφανίστηκε τον 19ο αιώνα και είναι συγγενές με τον γερμανικό ιδεαλισμό και τις αντίστοιχες αντιλήψεις για το Έθνος. Συνεπώς πρόκειται για μια αφήγηση εθνικής παλιγγενεσίας που έχει πολλά κοινά στοιχεία με το ιταλικό Ριζορτζιμέντο και την ελληνική επανάσταση του 1821. Από την άλλη, υπάρχει μια αριστερή αφήγηση η οποία, παρότι μειοψηφικότερη, είναι αρκετά πιο πραγματική. Τοποθετεί τη συγκρότηση του καταλανικού εθνικισμού στα χρόνια του καθεστώτος του Φράνκο, όπου εις βάρος των Καταλανών γίνονται τρομερές διώξεις και πόλεμος ενάντια στην κουλτούρα τους, τη γλώσσα και τα έθιμα, όπως έγινε και με την κουλτούρα των τσιγγάνων και άλλων μειονοτήτων (πράγμα το οποίο συνήθως αποσιωπάται).

Η καταλανική αριστερά και το ζήτημα της ανεξαρτησίας της Καταλονίας, καθορίζονται πάρα πολύ από το «φάντασμα» του 1978, δηλαδή τη συγκρότηση του καθεστώτος μετά τον Φράνκο. Στις πρώτες ελεύθερες εκλογές μετά το θάνατο του Φράνκο, το 1977, το PSUC (το Καταλανικό Κομμουνιστικό Κόμμα) το οποίο είχε οργανώσει την αντίσταση ενάντια στον Φράνκο τα προηγούμενα χρόνια, έλαβε ένα σημαντικό 20% των ψήφων και πυροδότησε την αντίδραση του αστικού πολιτικού κόσμου της Ισπανίας. Η μεταβατική κυβέρνηση της Μαδρίτης υπό τον Αδόλφο Σουάρεζ και ο συντηρητικός καταλανικός εθνικισμός έδρασαν από κοινού για να θέσουν τον Γιόζεπ Ταραντέγιας στη θέση του προέδρου της πρώτης καταλανικής Γενικής Κυβέρνησης (Ζενεραλιτάτ) χωρίς εκλογές. Ο Ταραντέγιας, υπουργός της τελευταίας γενικής κυβέρνησης του 1930 πριν το καθεστώς του Φράνκο -και πολιτικός παράγοντας στην εξορία-παρουσιάστηκε στον καταλανικό λαό ως ζωντανός σύνδεσμος με το παρελθόν και ταυτόχρονα ως η μοναδική συνέχεια των καταλανικών θεσμών που εγγυήθηκε ότι θα άφηνε για πάντα πίσω το φρανκικό καθεστώς. Αν σας θυμίζουν αυτά τον Γεώργιο Παπανδρέου το 1944 ή τον Κωνσταντίνο Καραμανλή το 1974, καλώς συμβαίνει.

Δυστυχώς η καταλανική Αριστερά αποδέχτηκε τη λύση Ταραντέγιας και στις πρώτες αυτόνομες καταλανικές εκλογές το 1980 (όπως ήταν αναμενόμενο) θα επικρατήσει η συντηρητική πτέρυγα και ο εθνικισμός στο πρόσωπο του Ζορντί Πουγιόλ, ενός χριστιανού τραπεζίτη που είχε σχέσεις με την Εκκλησία και είχε φυλακιστεί και βασανιστεί κατά τη δεκαετία του ’60 με την κατηγορία ότι υπήρξε ο βασικός οργανωτής μιας πανκαταλανικής διαμαρτυρίας ενάντια στον Φράνκο. Με αυτές τις «περγαμηνές» ο Πουγιόλ θα κυβερνήσει 23 χρόνια στην Καταλονία. Έτσι, μπορεί να γίνει εύκολα κατανοητό ότι η λύση Ταραντέγιας οδήγησε σε αυτό που ήταν η καταλανική αυτονομία μέχρι σήμερα, με όλες τις καμπές και αλλαγές της: Ένα πλέγμα εξουσίας, που περιλαμβάνει μια τυπική αστική δημοκρατία στη μορφή, με μια σχετικά συντηρητική κυβέρνηση ή έναν (τελικά) συντηρητικό κυβερνητικό συνασπισμό (με σοσιαλιστές εντός του),την οποία υποστήριζε κυρίως το κατασκευαστικό κεφάλαιο, το οποίο έδινε την κατευθυντήρια γραμμή για μια σχέση αλληλεξάρτησης με την κεντρική ισπανική κυβέρνηση. Για να καταλάβουμε αυτή τη σχέση καλύτερα, να αναφερθεί ότι εκτός από τον Ζορντί Πουγιόλ, ο δεύτερος μακροβιότερος υπουργός στη μετά-Φράνκο Καταλονία ήταν ο Γιοακίμ Μόλινς, που ήταν παράλληλα και ο κύριος κατασκευαστής τσιμέντου στη χώρα.

Από την πλευρά της, η κεντρική ισπανική κυβέρνηση, ακολούθησε ένα ιδιαίτερο παράδειγμα για να διατηρήσει την ισπανική εθνική ενότητα. Σε αντίθεση με τις πρώην σοβιετικές σοσιαλιστικές δημοκρατίες ή με την κατάσταση στη Γιουγκοσλαβία, όπου όλοι οι πολίτες ορίζονταν πρώτα από την εθνικότητά τους και απογράφονταν έπειτα ως ενιαίο σύνολο -κάτω από ένα συγκεκριμένο στάτους κβο- η πολιτική παράδοση στην Ισπανία είναι πιο κοντά σε αυτή της Γαλλίας. Αυτό δεν αποτελεί έκπληξη, δεδομένης της υψηλής πολιτικής και κοινωνικής θέσης της Γαλλίας στη Δυτική Ευρώπη και του γεγονότος ότι οι Ισπανοί μονάρχες είναι από τον οίκο των Βουρβόνων για σχεδόν τρεις αιώνες. Έτσι λοιπόν δεν υπήρχε, μέχρι πρόσφατα, κάποια επίσημη αναφορά στην εθνικότητα κανενός. Είναι ο τόπος κατοικίας που ορίζει τα πολιτικά δικαιώματα, δηλαδή το πού ψηφίζει κάποιος.

Το ισπανικό εκλογικό σύστημα βασίζεται στην αρχή της αναλογικής εκπροσώπησης. Οπότε αντί για περισσότερες από 600 εκλογικές περιφέρειες, που θα υπήρχαν αν ακολουθούνταν το βρετανικό σύστημα της απλής αναλογικής -όπου ο πρώτος παίρνει και την έδρα (first-past-the-post)- η Ισπανία ταυτίζει τις εκλογικές περιφέρειες με τις επαρχίες της. Έτσι, για παράδειγμα, στις γενικές βουλευτικές εκλογές, κάθε επαρχία εκλέγει τουλάχιστον τρεις βουλευτές, και οι μεγαλύτερες επαρχίες εκλέγουν έναν αριθμό που σχετίζεται μαθηματικά με το μέγεθος του εκλογικού σώματος. Αυτό δίνει στις μεγάλες επαρχίες (Μαδρίτη και Βαρκελώνη) πάνω από 30 βουλευτές στην κάθε μία, αλλά επειδή οι μικρές εκλογικές περιφέρειες έχουν μικρότερο αριθμό εκλογέων ανά βουλευτή, το 16% του εκλογικού σώματος που ζει και μπορεί να ψηφίζει στην Καταλονία επιλέγει μόνο το 13% του συνολικού αριθμού των Ισπανών βουλευτών (350). Μια παρόμοια διαδικασία ακολουθείται κι όταν εκλέγονται τα 135 μέλη του Κοινοβουλίου της Καταλονίας. Αυτή η διαδικασία -εν μέρει- εξηγεί και το γεγονός ότι σοβεί συνέχεια μια αίσθηση «αδικίας» στη σχέση κεντρικής ισπανικής κυβέρνησης και Καταλονίας, την οποία οι τοπικές καταλανικές κυβερνήσεις τόσα χρόνια καναλιζάρουν μέσω μιας συντηρητικής μορφής εθνικισμού.

Το δημοψήφισμα ως εργαλείο αναπροσαρμογής των σχέσεων Ισπανίας-Καταλονίας

Θα ήταν αφελές να πιστεύει κανείς ότι αυτή η δυναμική αλληλεπίδραση μεταξύ Καταλανών και κεντρικής ισπανικής κυβέρνησης θα ήταν μια διαδικασία σταθερή και παγιωμένη στο χρόνο. Στην πράξη, το πολιτικό σύστημα σε όλη τη μετα-Φράνκο περίοδο επεξεργάζεται διάφορους τρόπους να κρατά την εθνική ενότητα σε συνδυασμό με τους βαθμούς ελευθερίας και αυτονομίας κάθε περιοχής. Οι τάσεις πλήρους ανεξαρτητοποίησης της Καταλονίας, αν και ήταν πάντα παρούσες στο δημόσιο λόγο, για πρώτη φορά αποκτούν μεγάλη δυναμική με την όξυνση της οικονομικής κρίσης στην Ισπανία το 2012. Ωστόσο, αυτό δεν ξεπήδησε σαν από θαύμα. Είναι αποτέλεσμα του καθεστώτος που εγκαθιδρύθηκε μετά το 1978 και στο οποίο, όπως εξήγησα παραπάνω, οι Καταλανοί δεν ήταν ποτέ ικανοποιημένοι από τον τρόπο με τον οποίο ορίζονται στο Ισπανικό Σύνταγμα και αντιμετωπίζονται από την κεντρική κυβέρνηση. Ο πρώτος καταστατικός χάρτης της Αυτονομίας της Καταλονίας (1979), όριζε την έννοια της καταλανικής εθνικότητας (nacionalitat) συστατικό μέρος του ενός και αδιαίρετου ισπανικού έθνους (nació). Η πρώτη μεγάλη τροποποίηση αυτού του βασικού ορισμού σε σχέση με το έθνος και την ξεχωριστή εθνική ομάδα των Καταλανών σημειώνεται το 2006. Σε αντίθεση με όσους και όσες είδαν το τωρινό δημοψήφισμα και κρίνουν κυρίως βάσει αυτού, οι σχέσεις Καταλονίας και Ισπανίας ορίζονται κατά βάση από μια διαρκή διεργασία που περιλαμβάνει αγώνες και δημοψηφίσματα. Η πρώτη προσπάθεια καταγραφής ενός καταστατικού για ανεξάρτητη Καταλονία γίνεται στην Ισπανία το 1919, ενώ η πρώτη προσπάθεια που κάνουν Καταλανοί εθνικιστές καταγράφεται από μια ομάδα εξόριστων το 1928, στην Αβάνα. Η δεύτερη Ισπανική Δημοκρατία πρόλαβε να κατοχυρώσει μια βραχύβια αυτονομία στην Καταλονία το 1932, η οποία καταργήθηκε από το καθεστώς του Φράνκο. Στις 18 Ιουνίου 2006 πραγματοποιήθηκε ένα δημοψήφισμα για την τροποποίηση του Καταστατικού της Αυτονομίας της Καταλονίας (1979) το οποίο περιλάμβανε -μεταξύ άλλων- δύο αλλαγές. Την αναφορά σε αυτόνομο καταλανικό έθνος κι όχι εθνικότητα και την επέκταση των εξουσιών της Ζενεραλιτάτ.

Το δημοψήφισμα ως εργαλείο διαμαρτυρίας και πολιτικής πίεσης, έχει χρησιμοποιηθεί πολλές φορές από το 2006 και μετά. Το 2009 και το 2011 πραγματοποιήθηκαν ανεπίσημα δημοψηφίσματα σε εκατοντάδες καταλανικές πόλεις, ως μία από τις πολλές δράσεις που διακήρυξαν οι πλατφόρμες των κομμάτων που τάσσονται υπέρ της ανεξαρτησίας. Στα δημοψηφίσματα αυτά η επιλογή υπέρ της ανεξαρτησίας κέρδισε τη συντριπτική πλειοψηφία των ψηφισάντων, αν και το ποσοστό συμμετοχής ήταν χαμηλό, περίπου στο 40%, κάτι που παρατηρήθηκε ως τάση και στο δημοψήφισμα της 1ης Οκτωβρίου.

Το τελευταίο δημοψήφισμα τέτοιου τύπου, έγινε το 2014 και είχε πολλές ομοιότητες με το τωρινό. Η προπαρασκευαστική του διαδικασία είχε ξεκινήσει από το 2012. Με μια μαζική διαδήλωση στις 11 Σεπτεμβρίου 2012, στη Βαρκελώνη, που ήταν ανοιχτά υπέρ της καταλανικής ανεξαρτησίας, πρώτη φορά έπεσε το σύνθημα «Καταλονία, επόμενο κράτος στην Ευρώπη». Ο Αρτούρ Μας, τότε πρόεδρος της Ζενεραλιτάτ, διακήρυξε τη λεγόμενη «Συμφωνία για την Ελευθερία», μια πολιτική πλατφόρμα στην οποία σιγά-σιγά ενσωματώθηκαν όλες οι φωνές που ήταν υπέρ της Ανεξαρτησίας. Με αυτή την πλατφόρμα, τίθεται το ερώτημα του Ανεξάρτητου Καταλανικού Κράτους σε δημοψήφισμα στις 9 Νοεμβρίου 2014. Και τότε, η ισπανική κυβέρνηση του Μαριάνο Ραχόϊ είχε θελήσει να εμποδίσει το δημοψήφισμα και το Συνταγματικό Δικαστήριο το είχε κηρύξει παράνομο. Τι άλλαξε λοιπόν από τότε;

Καταλονία για ποιους;

Ο συνδυασμός του παραπάνω αγώνα οδήγησε σε δύο «τάσεις» μέσα στο πολιτικό και κοινωνικό μέτωπο της Καταλανικής Ανεξαρτησίας, οι οποίες διαπλέκουν μεταξύ τους διάφορες πλευρές της μίας και της άλλης, γι’ αυτό δεν μπορούμε πάντα να ξεδιαλύνουμε την κατάσταση μέσα από το παραδοσιακό δίπολο «αριστερής» και «δεξιάς» στρατηγικής. Η μία θεωρεί ότι η Καταλονία δεν πρέπει να είναι μια εθνικά ομογενής κρατική οντότητα, καθώς υπάρχουν και γηγενείς ισπανόφωνοι που μετανάστευσαν στην Καταλονία κατά την περίοδο του Φράνκο. Η άλλη πάλι θεωρεί ότι η γλώσσα και ο πολιτισμός της Καταλονίας απειλούνται από την επέλαση των καστιγιάνικων και του παγκοσμιοποιημένου lifestyle και θα ήθελαν να είναι ελεύθεροι από τα παραπάνω. Μια κοινή γραμμή, η οποία έχει φέρει πολλές αντιδράσεις, αναπτύχθηκε την περίοδο της κρίσης και σύμφωνα με αυτή, η Καταλονία θα πρέπει να είναι ελεύθερη να διαθέτει τα αγαθά που παράγει όπως νομίζει και να τα χρησιμοποιεί σύμφωνα με τις ανάγκες της Αυτονομίας. Όμορα με αυτή την αντίληψη, που υποστηρίζει η τωρινή Ζενεραλιτάτ που είναι νεοφιλελεύθερη, παρουσιάζεται και μια αριστερή προσθήκη (κυρίως από το CUP) που ζητά πιο δίκαιη διανομή αγαθών και πλούτου, ισχυρότερο δίχτυ ασφαλείας για τους πολίτες και αύξηση του λεγόμενου κοινωνικού κράτους. Το άθροισμα των παραπάνω αντιλήψεων δίνει και τον γενικό τόνο σήμερα, που συνοψίζεται σε ένα εντελώς αντιφατικό πρόταγμα ανεξάρτητου κράτους, εντός της Ε.Ε.

Ένα προδιαγεγραμμένο αδιέξοδο

Εφόσον υπήρχε το παράδειγμα του 2014, με ένα δημοψήφισμα που τελικά δεν δίχασε όσο το σημερινό και τα αποτελέσματά του αποσοβήθηκαν και δεν οδήγησαν σε ανοιχτή κρίση, γιατί ο Μαριάνο Ραχόϊ αυτή τη φορά δεν κατάφερε να έχει το ίδιο αποτέλεσμα; Στην ουσία, αυτό που έχει αλλάξει είναι το διεθνές μείγμα πολιτικής σε επίπεδο Ε.Ε και η ευθυγράμμιση των εθνικών κυβερνήσεων σε αυτό, φέρνει τα ανάλογα προβλήματα στο εσωτερικό των κρατών. Με απλά λόγια, η Γερμανία της περιόδου 2012-2016 είναι ένα οικονομικό και πολιτικό υπόδειγμα για τις κυβερνήσεις των κρατών-μελών της Ε.Ε. Η οικονομική πολιτική που ακολουθείται είναι μια πολιτική λιτότητας για τον λαό, που συνεπάγεται βέβαια φοροελαφρύνσεις για το κεφάλαιο και επίθεση στην εργασία (ελαστικότητα, μείωση μισθών, κοκ) ώστε να βγαίνουν θετικά τα κρατικά πλεονάσματα. Αυτό το μείγμα πολιτικής ακολούθησε κι ο Ραχόϊ κι ως γνωστόν «η φτώχεια φέρνει γκρίνια» και για την Καταλονία.

Οι Καταλανοί, ενισχυμένοι από το επιχείρημα ότι η ανεξαρτησία θα φέρει καλύτερο διαμοιρασμό των δικών τους πόρων (αυτό που μεταφράστηκε ως «δεν θέλουμε να πληρώνουμε τους φτωχούς Ανδαλουσιανούς» σε μεγάλο τμήμα της κοινωνίας) πίεσαν στην πραγματικότητα, πέρα από όσο θα ήθελε ο ίδιος, τον Πουτζδεμόν (τον πρόεδρο της Καταλονίας) να οξύνει την αντίθεσή του με την ισπανική κυβέρνηση. Στη στιγμή του δημοψηφίσματος της 1ης Οκτωβρίου συμπυκνώθηκαν οι αντιθέσεις ανάμεσα στις πολιτικές όλων των χρόνων της κρίσης και εμφανίστηκε ένα νέο επίδικο για την ισπανική κοινωνία: η δημοκρατία, ως δυνατότητα της κοινωνίας των πολιτών να ορίζουν τη δημόσια σφαίρα. Κατά μία έννοια λοιπόν, είχαμε μια προδιαγεγραμμένη σύγκρουση που σοβούσε.

Οι εικόνες που έδειχναν ανθρώπους να ψηφίζουν στην Καταλονία, τυλιγμένοι με την ισπανική σημαία και να χειροκροτούνται υπό το σύνθημα «votarem!» («θα ψηφίσουμε!») -ενώ θα περίμενε κανείς μια σχετική πόλωση μεταξύ του ΝΑΙ και του ΟΧΙ- δείχνουν ότι το ερώτημα του συγκεκριμένου δημοψηφίσματος είχε ξεπεράσει το ζήτημα της ανεξαρτησίας της Καταλονίας και μετατράπηκε -έστω και στιγμιαία- σε αίτημα για μια δημοκρατικότερη κοινωνία. Ο αυταρχισμός των επόμενων ημερών από τον Ραχόϊ έδειξε ότι έχουν πλέον συσσωρευθεί όλα εκείνα τα στοιχεία που ορίζουν τη διαιρετική τομή μεταξύ των ελίτ και των κυβερνήσεων από τη μία και του κόσμου της εργασίας από την άλλη. Το ερώτημα, πλέον, είναι ξεκάθαρο: «Και τώρα τι;».

Στην Καταλονία έχουν αρχίσει να προετοιμάζουν τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας, η οποία παρεμποδίζεται με κάθε τρόπο από την πλειοψηφία των κομμάτων της κεντρικής Ισπανικής βουλής. Επίσης, υπάρχει σε εξέλιξη μια διελκυστίνδα μεταξύ τμημάτων του καταλανικού κεφαλαίου που αποζητά επενδυτική σταθερότητα και ενός κομματιού του πολιτικού προσωπικού που βλέπει το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ως χαρτί διαπραγμάτευσης μιας καλύτερης θέσης σε σχέση με την κεντρική ισπανική κυβέρνηση. Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, ήδη η Banco Sabadell και η Caixa Bank, έχουν δηλώσει την πρόθεσή τους να μετακινηθούν εκτός Καταλονίας.O Αρτούρο Μας, πρώην πρόεδρος της Καταλονίας και ταγός του δημοψηφίσματος του 2014, έκανε δήλωση ότι η Καταλονία δεν είναι έτοιμη για πραγματική ανεξαρτησία, ενώ ο Κάρλες Ριέρα, από το ριζοσπαστικό CUP, υπογράμμισε ότι η επόμενη ολομέλεια του καταλανικού κοινοβουλίου που αναμένεται την Τρίτη 10 Οκτωβρίου, είναι «μια ευκαιρία, μια βασική στιγμή» για την επικύρωση των αποτελεσμάτων του δημοψηφίσματος του περασμένου Σαββατοκύριακου και την αρχική διακήρυξη της Ανεξαρτησίας.

Ένας παράγοντας-κλειδί, ο οποίος δεν έχει ως τώρα ξεκάθαρη θέση, και μάλλον θα κληθεί να διαχειριστεί μεγάλο εσωτερικό διχασμό, είναι η Καθολική Εκκλησία. Η Εκκλησία της Καταλονίας, ως σήμερα δεν είχε κάποια επίσημη θέση σχετικά με το θέμα της Ανεξαρτησίας, δηλώνοντας από καιρού εις καιρόν, μέσω της Διάσκεψης των Επισκόπων Καταλονίας, ότι η Εκκλησία θα ακολουθήσει τον καταλανικό λαό αν λάβει ειρηνικά την απόφασή του, αλλά θεωρεί την ενότητα της Ισπανίας μια αξία που πρέπει να προστατευθεί, εφόσον βρίσκονται σε αδελφική ενότητα όλοι οι πολίτες που ζουν στην επικράτεια της Ισπανίας. Από την άλλη, δε λείπουν και οι φωνές που ορίζονται με βάση μια «καταλανική» εκδοχή της χριστιανοσύνης, στην οποία κάθε έθνος πρέπει να παλεύει και να ορίζεται με βάση τη γλώσσα του, η οποία γλώσσα δίνει θεμελιώδη έκφραση στους κοινωνικούς δεσμούς που συνδέουν τους ανθρώπους μεταξύ τους κι έτσι, η ευθύνη που απορρέει για την πατρίδα, επεκτείνεται στην προστασία της γλώσσας και στην ιστορία, τις παραδόσεις και τις κοινές εμπειρίες που μεταδίδονται μέσω της γλώσσας. Ακολουθούν δηλαδή, μια αντίληψη που εξέφρασε πρώτος ο Πάπας Ιωάννης Παύλος ο Β’, σύμφωνα με την οποία «τα έθνη έχουν το δικαίωμα να καθορίσουν το πεπρωμένο τους για να εκπληρώσουν την ευθύνη τους».

Αντί επιλόγου… κρέμα catalana

Για το διάσημο καταλανικό γλυκό υπάρχουν πολλές παραδόσεις. Η πιο εθνικιστική, αναφέρει ότι γεννήθηκε σε ένα μοναστήρι τον 18ο αιώνα. Κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψης ενός επισκόπου σε αυτό, οι καλόγριες θέλησαν να τον φιλέψουν μια κρέμα η οποία όμως δε βγήκε καλή και για να γίνει πιο εύγευστη και πηχτή πρόσθεσαν καμένη ζάχαρη. Η καμένη ζάχαρη έκαψε τη γλώσσα του επίσκοπου, ο οποίος αναφώνησε «κρέμα» (στα καταλανικά σημαίνει «καίει», από το ρήμα cremar), εξ ου και το όνομα. Η δεύτερη εκδοχή, αναφέρει την κρέμα catalana ως εβραϊκής καταγωγής και αποτέλεσμα του θρησκευτικού συγκρητισμού της Καταλονίας, μέσω του οποίου αραβικές, εβραϊκές και χριστιανικές παραδόσεις ενοποιήθηκαν σε κάτι αμιγώς ντόπιο.

Το ερώτημα πίσω από την ιστορία αυτή είναι το ερώτημα του εθνικού κράτους. Στην περίπτωση της Ισπανίας έχουμε για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία, μια κατάσταση κατά την οποία η εθνική ενότητα ενός κράτους είναι διακύβευμα. Μάλιστα δε μιλάμε για κράτος όπως αυτά του πρώην Ανατολικού μπλοκ ή με επεμβάσεις όπως στη Γιουγκοσλαβία, που η εκεί ενότητα διαταράχθηκε λόγω επιθετικών πολιτικών από την πλευρά του κεφαλαίου. Στην περίπτωση της Ισπανίας, έχουμε το κεφάλαιο να χάνει σε μια μάχη οπισθοφυλακής, στην οποία οι επιθετικές κινήσεις (πχ. αποχώρηση τραπεζών, απειλές για οικονομική ασφυξία κα.) αποτελούν περισσότερο αμυντικές τακτικές για να κερδηθεί χρόνος, περιμένοντας την επόμενη ιστορική καμπή.

Έτσι, ένα συγκεκριμένο μοντέλο εθνικής ενότητας, το οποίο βασίστηκε για περίπου μισό αιώνα σε ρυθμίσεις ειδικού καθεστώτος, οι οποίες περιλάμβαναν παραχωρήσεις από την κυβέρνηση ενός ενιαίου κράτους (συνέβη και στα ομοσπονδιακά) και τυπικά διακριτικού, αυτοδιοικούμενου καθεστώτος σε μία ή περισσότερες τοπικές αρχές που θεωρούνται ότι έχουν ξεχωριστή ταυτότητα, έχει φτάσει στο σημείο που δεν μπορεί να εξασφαλίζει την ενότητα αυτή. Η επίσημη ασυμμετρία που προκύπτει δημιουργεί διαφοροποιήσεις μεταξύ καθεστώτων και δικαιωμάτων ανάμεσα σε παρόμοιες υποκείμενες εδαφικές πολιτικές μονάδες, έτσι ώστε ένας ή περισσότεροι να έχουν διακριτικές σχέσεις με το κράτος ή και μεταξύ τους. Η περίπτωση της Ισπανίας είναι φωτογραφική αυτού του προβλήματος.

Τυπικά, οι ρυθμίσεις ειδικού καθεστώτος δημιουργούν εδαφικές αρχές με μεγαλύτερη τυπική αυτονομία από ό, τι οι ομόλογες τους που είναι σε τυπικό κρατικό καθεστώς. Γι’ αυτό και το παράδειγμα της μειονοτικής Θράκης δεν ευσταθεί καθόλου ως συγκριτικός πόλος με το καταλανικό ζήτημα. Επίσης υπάρχει και ένα άλλο ζήτημα: σε μια έξαρση απίστευτης σκληρότητας και εθνοκάθαρσης, το ελληνικό κράτος θα μπορούσε να απελάσει μερικούς χιλιάδες «μουσουλμάνους», το Ισπανικό κράτος δεν έχει αυτή την «πολυτέλεια». Η εδαφική υπηκοότητα λοιπόν που προκύπτει από τις ρυθμίσεις τέτοιου τύπου, δημιουργεί de facto δικαιώματα «διαφοροποιημένης ομάδας», ακόμα κι αν αυτή δεν έχει συνεκτικά χαρακτηριστικά πληθυσμού (γλώσσα, κουλτούρα κλπ.). Δηλαδή, το Κράτος προσπαθώντας να λύσει ένα πρόβλημα (εθνική ενότητα) αναγκάζεται να αναγνωρίσει τις διακριτές μορφές συμμετοχής και δικαιωμάτων για τους κατοίκους της μειονοτικής εδαφικής κοινότητας, πέρα από τα δικαιώματα ιθαγένειας που έχουν αυτά τα άτομα ως υπήκοοι του κράτους.

Το ζήτημα είναι όταν αυτές οι de facto ασυμμετρίες, πάνε να κάνουν το βήμα και να γίνουν νομικές υποστάσεις. Να αποκτήσουν δηλαδή το de jure δικαίωμά τους. Αυτό δεν το έχουμε συναντήσει ως τώρα ακριβώς γιατί, η επίσημη φύση μιας τέτοιας αναγνώρισης, την κάνει πιο πολιτικά και κανονιστικά αμφιλεγόμενη. Με λίγα λόγια, μια ανεξαρτητοποίηση της Καταλονίας, ακόμα και με όρους που δεν είναι άμεσα συμφέροντες για τον καταλανικό λαό, στην ουσία θα αντιπροσωπεύσει την αίρεση, πιο άμεσα από οποιαδήποτε άλλη πολιτική πράξη, των ιδανικών του μοντέλου των σύγχρονων εθνικών κρατών, των συνόρων και της έννοιας της υπηκοότητας, ως και τον θεσμό της μοναρχίας. Επιπρόσθετα, έχει περισσότερες πιθανότητες, από το να εξελιχθεί μια τέτοια κατάσταση σε «σύγκρουση εθνικισμών», να αποτελέσει μια εστία αμφισβήτησης για πολλά πράγματα που ως σήμερα ήταν θέσφατα. Από την άλλη, αν δεν ολοκληρωθεί ποτέ αυτή η κίνηση, τότε θα έχουν αλλάξει πολλά πράγματα, με το να παραμείνουν σταθερά κι αδιασάλευτα σε πρώτη ανάγνωση. Όπως και να έχει, το μέλλον διαρκεί πολύ.