Η καταδίκη των ηγετών του κινήματος για την καταλανική Ανεξαρτησία, στις 14 Οκτωβρίου 2019, σε εξοντωτικές ποινές, από το ανώτατο δικαστήριο της Ισπανίας, και το παράλληλο, νέο ισπανικό αίτημα προς το Βέλγιο, για την έκδοση του Κάρλες Πουτζδεμόν, έφερε πάλι, με πολύ έντονο τρόπο, στο προσκήνιο και στους δρόμους, το ζήτημα της αυτοδιάθεσης της Καταλωνίας, το οποίο κυριάρχησε και στις τηλεοπτικές αναμετρήσεις των ηγετών των κομμάτων.
Το προ διετίας δημοψήφισμα – παράνομο, κατά τις ισπανικές αρχές – έχει ανοίξει τους ασκούς του Αιόλου και πάλι, σε μια χώρα στην οποία η απόσχιση μιας και μόνο αυτονομίας είναι βέβαιο ότι θα κλιμακώσει αντίστοιχες διεκδικήσεις και κινήματα και αλλού.
Για τη Μαδρίτη, μια ανεξάρτητη Καταλωνία απειλεί με διάλυση την Ισπανία ολόκληρη στα εξ ων συνετέθη. Η βιαιότητα και η σκληρότητα των αντιδράσεων της Ισπανικής κρατικής μηχανής μόνο υπό αυτό το πρίσμα μπορεί να αιτιολογηθεί. Ειδικά με την επανάκαμψη στο πολιτικό προσκήνιο της ακροδεξιάς (Vox), που, με ρητορική που θυμίζει Φράνκο, κερδίζει έδρες ζητώντας την βίαιη και άμεση καταστολή κάθε εκδήλωσης και φωνής υπέρ της Ανεξαρτησίας της Καταλωνίας.
Παρ’ ότι από τα Μέσα αντιμετωπίζεται ως ένας και ενιαίος ο αγώνας για την Ανεξαρτησία, το εσωτερικό μέτωπο των υποστηρικτών της δεν είναι αδιάρρηκτο. Αντιθέτως, υπάρχουν πολλές και διαφορετικές προσεγγίσεις του ζητήματος – ο τρόπος που πρέπει να γίνει, η αμεσότητα και ιεράρχηση των αιτημάτων, οι σχέσεις με την Ισπανία και την ΕΕ, είναι θέματα που λαμβάνουν άλλες απαντήσεις από διαφορετικά κομμάτια του ευρύτατου και πολύχρωμου μωσαϊκού που αποτελεί το κίνημα. Και για αυτούς, τα αποτελέσματα των εκλογών της Κυριακής θα αποτελέσουν πυξίδα.
Το καταλανικό δημοψήφισμα , που μετά αναβολές, συγκρούσεις, συλλήψεις, πρόστιμα και κατασχέσεις, διεξήχθη τελικά την 1η Οκτωβρίου 2017, νομιμοποιημένο από την βουλή της Αυτονομίας της Καταλωνίας και παράνομο κατά το Ισπανικό κράτος, έθετε ξεκάθαρα το ερώτημα: “θέλετε η Καταλωνία να γίνει ανεξάρτητο κράτος, ως Δημοκρατία;” (Voleu que Catalunya sigui un estat independent en forma de república?). Πέραν του θέματος της Ανεξαρτησίας, το δεύτερο κομμάτι του ερωτήματος, περί δημοκρατίας, που πολύ συχνά αγνοήθηκε στις αναλύσεις, απευθυνόταν στη βαθιά και ιστορική αντιπάθεια του καταλανικού λαού προς το θεσμό της Βασιλείας. Οι επιλογές απάντησης ήταν δύο: Ναι – Οχι.
Η συντριπτική πλειονότητα (92%) όσων, παρά την κρατική βία και τις απειλές, προσήλθαν στις κάλπες – περίπου 43% του εκλογικού σώματος- ψήφισε υπέρ της Ανεξαρτησίας. Οι καταλανικές αρχές υπολόγιζαν ότι το ποσοστό θα ήταν ακόμη μεγαλύτερο, αν η ισπανική αστυνομία δεν εμπόδιζε τον κόσμο να ψηφίσει και δεν έκλεινε εκλογικά κέντρα (ως παράνομα), στέλνοντας περίπου χίλιους ανθρώπους στα νοσοκομεία. Η αντίπαλη πλευρά, ωστόσο, των ενωτικών, είχε καλέσει τους ψηφοφόρους της να μην εμφανιστούν και να μη ψηφίσουν σε ένα δημοψήφισμα που χαρακτήριζαν παράνομο και αντισυνταγματικό, ώστε να μη νομιμοποιηθεί το αποτέλεσμα.
Ο δρόμος για το Δημοψήφισμα
Η ανανέωση του αιτήματος της Ανεξαρτησίας ήρθε έντονα στο προσκήνιο, από το 2010 και μετά, λόγω των αλλαγών στο συνταγματικό status της Καταλωνίας που προώθησε η κεντρική κυβέρνηση.
Μετά το τέλος της δικτατορίας του Φράνκο, και με το σύνταγμα του 1978, η Καταλωνία έλαβε αυτονομία στο πλαίσιο της ενιαίας Ισπανίας. Το 2006 το πλαίσιο της αυτονομίας διευρύνθηκε ακόμη περισσότερο, με την παραδοχή, μεταξύ άλλων, και του γεγονότος ότι οι Καταλανοί είναι έθνος. Αυτές οι ελευθερίες ανακλήθηκαν το 2010, από το Συνταγματικό Δικαστήριο της Ισπανίας, προκαλώντας την οργή των Καταλανών και ανοίγοντας και πάλι το διάλογο περί ανεξαρτησίας. Το κύριο ζήτημα ήταν και παραμένει η εθνική ταυτότητα και η αναγνώρισή της.
H αυτονομία, όμως, ήταν πάντα μονίμως και πολλαπλώς υπό ανάκληση από το Συνταγματικό Δικαστήριο της Ισπανίας, το οποίο, με την πτώση του φρανκικού καθεστώτος, στήθηκε με τους δικαστές του Ειδικού Δικαστηρίου του Φράνκο. Είναι χαρακτηριστικό ότι, τα τελευταία χρόνια πριν το δημοψήφισμα, η τοπική κυβέρνηση της Καταλωνίας πέρασε 20 νόμους, μεταξύ των οποίων εκείνους που επέβαλαν ίσες αμοιβές μεταξύ ανδρών και γυναικών, αντιμετώπιζαν την ενεργειακή ένδεια, απαγόρευαν το φράκινγκ, φορολογούσαν τα καύσιμα ώστε να υποστηριχθεί η δωρεάν δημόσια υγεία κ.α.. Όλοι αυτοί οι νόμοι κηρύχθηκαν αντισυνταγματικοί από το συγκεκριμένο δικαστήριο, που ντε φάκτο αφαιρούσε το δικαίωμα σε κάθε αυτονομία ή ανεξάρτητη απόφαση της τοπικής κυβέρνησης. Η τοποθέτηση του δικαστηρίου των φρανκικών κατάλοιπων πάνω από τη λαϊκή εντολή, αποτελούσε και αποτελεί πρόκληση για κάθε δημοκρατικό πολίτη της Ισπανίας.
Παράλληλα, οι περικοπές των κονδυλίων προς την καταλανική τοπική κυβέρνηση και η επιβολή νέων φόρων με την αρχή της κρίσης, όχι μόνον έπληξε την οικονομία της Καταλωνίας, αλλά δυνάμωσε και τις αποσχιστικές φωνές: η Καταλωνία έδινε πολύ περισσότερα από όσα παίρνει και “έτρεφε” την υπόλοιπη χώρα, ενώ την ίδια ώρα της “έκλεβαν” την αυτονομία της.
Η Καταλωνία, τέταρτη πιο ισχυρή τοπική οικονομία της Ισπανίας, πληρώνει φόρους αλλά τα χρήματα τα διαχειρίζεται η Μαδρίτη, προς όφελος άλλων, επέμεναν όλο και περισσότερες φωνές. Όλοι οι επίσημοι αριθμοί “μετρούσαν” υπέρ της αυτονομίας: με 15% του πληθυσμού, η Καταλωνία παράγει το ένα τέταρτο των εξαγωγών της χώρας ολόκληρης, “φέρνει” το ένα τέταρτο των ξένων επενδύσεων, έχει το σημαντικότερο λιμάνι, και πάνω της στηρίζεται ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του τουρισμού, αφού η Βαρκελώνη παραμένει μέσα στους τοπ παγκόσμιους προορισμούς. Μόνο το 2014, η Καταλωνία πλήρωσε σε φόρους 10 δισεκατομμύρια ευρώ περισσότερα από ότι της επεστράφη σε παροχές και κεφάλαια. Το σύνθημα “η Μαδρίτη μας κλέβει” εμφανίζεται παντού.
Μετά το δημοψήφισμα
Η μονομερής ανακήρυξη της ανεξάρτητης δημοκρατίας της Καταλωνίας, στις 27 Οκτωβρίου 2019, οδήγησε τη Μαδρίτη σε ανοικτή επίθεση κατά των Καταλανών αυτονομιστών και της ηγεσίας τους, με βάση το άρθρο 155 του ισπανικού Συντάγματος, που προβλέπει ότι αν η τοπική κυβέρνηση δρα κατά τρόπο που υπονομεύει τα συμφέροντα της Ισπανίας, η Μαδρίτη έχει το δικαίωμα να “λάβει κάθε απαραίτητο μέτρο για την προστασία των συμφερόντων της”. Η χρήση του άρθρου, ο τρόπος αντιμετώπισης των διαδηλώσεων, οι παρεμβάσεις στην επιλογή ηγεσίας, γενικότερα η δράση της κεντρικής κυβέρνησης, υπό τον Μαριάνο Ραχόι, “προς αποκατάστασιν της τάξεως”, με πλήρη ανάκληση των δικαιωμάτων της Καταλωνίας, δίωξη των ηγετών του κινήματος, άρση των δημοκρατικών ελευθεριών, αναζωπύρωσε μνήμες φρανκισμού και καταδικάστηκε διεθνώς.
Στις 31 Οκτωβρίου 2019, ο πρόεδρος της αυτοανακηρυχθείσας ανεξάρτητης Καταλωνίας, Κάρλες Πουτζδεμόν, διαφεύγει στο Βέλγιο, και εγκαθίσταται στο Βατερλώ, όπου ζει και σήμερα. Το Βέλγιο του παραχωρεί πολιτικό άσυλο, αμφισβητώντας την πιθανότητα μιας δίκαιης δίκης, αν τον παρέδιδε στην Ισπανία.
Δύο μέρες μετά τη διαφυγή Πουτζδεμόν, διατάζεται η σύλληψη όλων των ηγετών – εκλεγμένων ή μη- του κινήματος, για πραξικόπημα και διασπάθιση δημοσίου χρήματος, μεταξύ άλλων. Πρόκειται για τους ανθρώπους που καταδικάστηκαν με βαριές ποινές τον Οκτώβριο του 2019 – η κατηγορία του πραξικοπήματος ήταν η μόνη που κατέπεσε.
Στις εκλογές που προκηρύχθηκαν στην Καταλωνία, στις 21 Δεκεμβρίου 2017, τα ισπανικά δικαστήρια εμπόδισαν την κάθοδο του, υπόδικου και ήδη φυγάδα, Κάρλες Πουτζδεμόν. Παρ’ όλα αυτά, τα κόμματα υπέρ της ανεξαρτησίας κέρδισαν τις περισσότερες έδρες και λίγους μήνες μετά, η κυβέρνηση Ραχόι έπεσε, έχοντας απεναντί της όλα τα καταλανικά κόμματα. Η εφαρμογή του άρθρου 155 ανακλήθηκε μετά την ορκομωσία της νέας κυβέρνησης, υπό τον σοσιαλιστή Πέδρο Σάντσεθ.
Μια ιστορία αιώνων
Οι δύο γνωστότερες περιοχές με αυτονομιστικά αιτήματα στην Ισπανία, η Χώρα των Βάσκων και η Καταλωνία, αποτελούν δύο πολύ διαφορετικά κεφάλαια. Και ενώ, χάριν ΕΤΑ, το βασκικό ζήτημα είναι γνωστό από δεκαετίες και έχει πολλαπλά αναλυθεί, η περίπτωση της Καταλωνίας είναι σχετικά “καινούριο κοσκινάκι” των διεθνών αναλυτών, παρ’ ότι αποτελεί αίτημα τουλάχιστον δύο αιώνων. Η απόπειρά μας για μια μικρή ανασκόπηση της ιστορίας του καταλανικού αυτονιμιστικού κινήματος, θα αποφύγει της αναφορές στους Καρλιστές και τους Καρλικούς Πολέμους, κρατώντας μόνον τις βασικές γραμμές κάθε περιόδου.
Η Καταλωνία βρισκόταν ήδη σε καθεστώς ημιαυτονομίας μέχρι το 1700, οπότε και οι φόβοι πιθανής απόσχισής της και ένταξής της στη Γαλλία (που πολύ την επιθυμούσε), έκαναν αυστηρότερη την εξουσία της Μαδρίτης και την έφεραν πιο κοντά στην καταλανική ελίτ.
Από το 19ο αιώνα, η ανερχόμενη και ισχυρή αστική τάξη της βιομηχανικής και πλούσιας Καταλωνίας (μαζί με τη χώρα των Βάσκων ήταν τότε οι πλουσιότερες περιοχές της χώρας) εντάσσεται στο σύστημα εξουσίας, μιλά την ισπανική (καστιγιάνο), και τα πάει πολύ καλά με το Βατικανό.
Σε αντίθεση, ο απλός λαός, αγροτικοί πληθυσμοί και κακοπληρωμένοι εργάτες, μιλά καταλανικά και βλέπει με πολύ κακό μάτι τον κλήρο. Μεταξύ των διανοουμένων, ένα μικρό προοδευτικό κομμάτι ασπάζεται την λαϊκή γλώσσα και γεννιέται, το 19ο αιώνα, η λογοτεχνία στην καταλανική, μαζί με τις πρώτες δημόσιες κουβέντες για το “καταλανικό ζήτημα”.
Σημαντικό ρόλο παίζει η έκδοση της πρώτης ημερήσιας εφημερίδας στην καταλανική γλώσσα, που αποτελεί και μέρο επίσημης έκφρασης του αυτονομιστικού αιτήματος. Κάτω από την ομπρέλα της εφημερίδας, οργανώνονται οι διάσπαρτες μικρές ομάδες αντίστασης και ιδρύουν το Καταλανικό Κέντρο. Οι ομάδες αυτές δεν έχουν συγκεκριμένη ιδεολογία και πολύ γρήγορα το Κέντρο αντιμετωπίζεται από τη Μαδρίτη, με νέα οικονομικά προνόμια στην ελίτ. Το ταξικό χάσμα βαθαίνει και η διαφθορά κυβερνά από το 1890 – διαφθορά που πριμοδοτείται από το κεντρικό κράτος.
Στις αρχές του 20ου αιώνα, το υγιές κομμάτι της μικρομεσαίας και μεσαίας τάξης συνδέεται με το αυτονομιστικό κίνημα, ως απάντηση στη διαφθορά. Επιδιώκεται, από τις αυτονομιστικές κοινότητες και ομάδες της Καταλωνίας, η επίτευξη αυτονομίας μέσα στο ισπανικό πλαίσιο, με κύριο στόχο τη διάσωση της ιδιοπροσωπείας των καταλανών, της ιδιαίτερης κουλτούρας, τη γλώσσας και των εθίμων τους.
Αν και αυτονομιστικά ή τοπικιστικά κινήματα αρχίζουν να εμφανίζονται σε όλη την Ισπανία, στην Καταλωνία το πνεύμα της Αυτονομίας ενισχύεται πρωτοφανώς, και πλέον διαπερνά τις τάξεις. Η Χώρα των Βάσκων και η Καταλωνία έχουν το μόνο αληθινό προλεταριάτο στην Ισπανία εκείνης της εποχής, λόγω βιομηχανικής παραγωγής. Στα τέλη του 19ου με αρχές του 20ου αιώνα, στο καταλανικό προλεταριάτο κερδίζει έδαφος ο Αναρχοσυνδικαλισμός, κίνδυνος για την αστική τάξη, μεγάλο κομμάτι της οποίας, ως απάντηση, στρέφεται και πάλι προς τον παν-ισπανισμό και τη Μαδρίτη. Ο “καταλανισμός”, οι προσπάθειες για την αυτονομία, χωρίζονται επίσημα πια σε “Μπουρζουά” και “Ριζοσπαστικό”. Οι αστοί καταλανοί αγκαλιάζουν τη Μαδρίτη, με το ταξικό συμφέρον τους να υπερτερεί του εθνικού. Εν τω μεταξύ, η ανάπτυξη της βιομηχανίας και η ανάγκη για περισσότερα εργατικά χέρια, φέρνει στην Καταλωνία εργάτες από όλη τη χώρα, και την σχετική αλλοίωση του πληθυσμού.
Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Γαλλία στηρίζει στην καταλανική παραγωγή την πολεμική της προσπάθεια. Ο πλουτισμός, μέσω του πολέμου, των καταλανών, δεν αφήνει αδιάφορη τη Μαδρίτη, που επιβάλλει στην Καταλανική βιομηχανία ένα νέο ειδικό φόρο. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, η πλειοψηφία των αυτονομιστών επιδιώκει αυτονομία εντός της Ισπανίας. Ο φόρος αυτός γεννά τις πρώτες ιδέες για ανεξαρτησία, για τη δημιουργία ενός νέου κράτους, γιατί η θιγόμενη αστική τάξη θυμάται ότι στηρίζει την αυτονομία. Ωστόσο, και πάλι η πλειοψηφία παραμένει με την ιδέα της αυτονομίας εντός της Ισπανίας, μέσω ευρείας συνταγματικής αναθεώρησης. Το 1917 γίνεται η πρώτη γενική απεργία με αυτονομιστικά αιτήματα. Η Μαδρίτη απαντά με μεγαλύτερη συμμετοχή των Καταλανών στην κυβέρνηση και εξετάζει μέτρα μερικής αυτονομίας.
Αν η Αστική τάξη παραδοσιακά άλλαζε πλεύση, αναλόγως του αέρα των συμφερόντων της, τώρα και ένα κομμάτι της αριστεράς δεν βλέπει με καλό μάτι τη στάση του Παλατιού και την πιθανή προσφορά αυτονομίας στην Καταλωνία, από τα πάνω. “Δεν δεχόμαστε λύση από τη Μαδρίτη”. Η πρώτη διάσπαση της Καταλανικής Αριστεράς είναι γεγονός και μια καινούρια λέξη γεννιέται, που θα επανέρχεται πάντα σε περιόδους κρίσης και θα ταυτιστεί με το καταλανικό αυτονομιστικό κίνημα: Τotorresisme – ή όλα η τίποτε.
Από το 1923 ως το 1930 η Ισπανία πέφτει στα χέρια του ελέω Βασιλέως δικτάτορα – “Πατρίς, Θρησκεία, Μοναρχία”- Μιγκέλ Πρίμο ντε Ριβέρα, ιδεολογικού γεννήτορα του Φράνκο και απόλυτου εκφραστή των ελίτ, χωρίς καμμία λαϊκή βάση. Οι δικτατορίες της Ισπανίας είναι πάντα εχθροί των αυτονομιστικών κινημάτων.
Στις 14 Απριλίου του 1931, η Βασιλεία πέφτει και, αμέσως, η καταλανική Αριστερά κηρύσει την Αυτονομία της Καταλωνίας “εντός της Ομοσπονδιακής Ισπανίας”. Η πρώτη τοπική κυβέρνηση είναι γεγονός. Οι αναρχοσυνδικαλιστές τάσσονται κατά της αυτονομίας, επιμένοντας στο διεθνιστικό εργατικό όραμα, αλλά η υπόλοιπη αριστερά αγκαλιάζει το όνειρο της αυτονομίας/ ανεξαρτησίας. Ο καταλανικός αγώνας, εν τω μεταξύ, γίνεται το εφαλτήριο για τον αγώνα των Βάσκων και των Γαλικιανών για αυτονομία.
Οι εκλογές του ’36 γίνονται σε πολεμικό κλίμα. Την περίοδο 1936-1937 η Καταλωνία είναι ντεφάκτο ανεξάρτητη. Οι αναρχοσυνδικαλιστές (CNT), παρ’ ότι ενάντιοι στις αυτονομιστικές τάσεις, συμμετέχουν στην κυβέρνηση. Την ίδια εποχή, οι ιταλοί φασίστες του Μουσολίνι πλησιάζουν την καταλανική αυτονομιστική δεξιά, προσφέροντας αυτονομία έναντι ένταξης στην Ιταλία.
Η νίκη του χενεραλίσιμο Φράνκο σημαίνει τη βίαιη καταστολή κάθε αυτονομιστικού κινήματος, αλλά και όλων των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των λαών που συνυπάρχουν στην Ισπανία. Με σύνθημα “Μιλείστε τη Γλώσσα της Αυτοκρατορίας!”, έρχεται και για τους Καταλανούς η απαγόρευση της γλώσσας τους, των εθίμων τους και της καταλανικής παιδείας, γενικά. Η άνθιση της βιομηχανίας φέρνει και άλλους εργάτες από μη καταλανικές περιοχής της χώρας, αλλοίωση του πληθυσμού που οι φρανκιστές ενθαρρύνουν και εδώ και στη Χώρα των Βάσκων. Οι Καταλανοί μιλούν κρυφά τη γλώσσα τους στο σπίτι. Τη δεκαετία του 1960, μετά την ίδρυση και ενδυνάμωση της ΕΤΑ στη Χώρα των Βάσκων και υπό το φόβο αντίστοιχης καταλανικής αντίδρασης, επιτρέπεται μία ώρα εκμάθησης της καταλανικής γλώσσας στα σχολεία.
Το τέλος της Δικτατορίας του Φράνκο έφερε το δημοκρατικό ισπανικό Σύνταγμα του 1978, με το οποίο αναγνωρίστηκε επίσημα η αυτονομία της Καταλωνίας.