Αρχικά, αναφέρεται πως το έτος 2022 οι απειλές για τους δημοσιογράφους αλλά και για τις πηγές τους αυξήθηκαν, αφού προέκυψαν νέες καταγγελίες σχετικά με τη χρήση λογισμικών spyware από κυβερνήσεις της περιοχής.

Η έκθεση του Συμβουλίου της Ευρώπης τονίζει άλλωστε πως η παρακολούθηση δημοσιογράφων συνιστά «άνευ προηγουμένου απειλή για την ελευθερία του Τύπου», ενώ προσθέτει πως αποδυναμώνει την προστασία των πηγών και της ίδιας της ιδιωτικότητας, λειτουργώντας ως ανασταλτικός παράγοντας.

Ωστόσο, τονίζεται πως «το ερευνητικό ρεπορτάζ έχει αποκαλύψει τη σχέση μεταξύ του πρώην γενικού γραμματέα του πρωθυπουργού (σ.σ. Γρηγόρη Δημητριάδη), της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΕΥΠ), η οποία είχε τεθεί υπό την εποπτεία του γραφείου του πρωθυπουργού στο 2019 και της Intellexa».

Η έκθεση συνεχίζει με το ιστορικό της υπόθεσης:

Τον Απρίλιο του 2022 αποκαλύφθηκε ότι πριν από τη μόλυνση με το Predator, ο Κουκάκης είχε ήδη πέσει θύμα παρακολούθησης από την ΕΥΠ, τον Μάιο του 2020. Όταν ο Κουκάκης υποψιάστηκε ότι παρακολουθούνταν, υπέβαλε αίτημα στην Αρχή Ασφάλειας και Προστασίας των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ). Λίγο μετά το αίτημά του, η κυβέρνηση τροποποίησε τον νόμο ώστε η ΑΔΑΕ να μην μπορεί πλέον αναδρομικά να ενημερώνει τους πολίτες εάν είχαν παρακολουθηθεί για λόγους εθνικής ασφάλειας. Την παρακολούθηση του Κουκάκη παραδέχθηκε ο επικεφαλής της ΕΥΠ, ο οποίος αργότερα παραιτήθηκε (σ.σ. Παναγιώτης Κοντολέων). Δεν δόθηκε καμία αιτιολόγηση ως προς το γιατί ένας οικονομικός δημοσιογράφος κατασκοπεύτηκε για λόγους εθνικής ασφάλειας.

Αναφέρεται επίσης ότι υπάρχουν στοιχεία ότι ένας άλλος Έλληνας δημοσιογράφος, ο Σταύρος Μαλιχούδης παρακολουθούνταν από την ΕΥΠ σε σχέση με το ρεπορτάζ του για τους πρόσφυγες και το μεταναστευτικό για την ερευνητική πλατφόρμα Solomon.

Η έκθεση καταγράφει ακόμη ότι στις 24 Οκτωβρίου, ο Έλληνας δημοσιογράφος Τάσος Τέλλογλου, ο οποίος εργάζεται για το ερευνητικό δίκτυο Inside Story, υποστήριξε σε άρθρο του ότι τον ακολούθησαν και φέρεται να τέθηκε υπό παρακολούθηση σε σχέση με την αναφορά του για το σκάνδαλο υποκλοπών.

Στη συνέχεια η έκθεση αναφέρει πως στις 6 Νοεμβρίου, σε μια ακόμη εξέλιξη αυτού που λέγεται το «ελληνικό Watergate», η εφημερίδα Documento δημοσίευσε άρθρο υποστηρίζοντας ότι πολλοί δημοσιογράφοι, ιδιοκτήτες μέσων ενημέρωσης και προσωπικότητες που συνδέονται με την ελληνική βιομηχανία των μέσων ενημέρωσης ήταν μεταξύ των προσώπων που στοχοποιήθηκαν με το Predator.

Σύμφωνα με την εφημερίδα, συνεχίζει η έκθεση, τα παραπάνω πρόσωπα των μέσων ενημέρωσης δεν φαίνεται ότι ήταν ο κύριος στόχος της παρακολούθησης, αλλά φέρεται να χάκαραν τα τηλέφωνά τους για πρόσβαση σε δεδομένα, πληροφορίες ή επικοινωνίες σχετικά με πολιτικές και επιχειρηματικές δραστηριότητες, των οποίων τα δεδομένα ο χρήστης του spyware θεώρησε πολύ ριψοκίνδυνο να στοχεύσει άμεσα.
Επιπλέον, η έκθεση υποστηρίζει πως οι περιπτώσεις παρακολούθησης δύο δημοσιογράφων, έχουν αποκαλύψει τις ανεπάρκειες του ελληνικού νομικού πλαισίου.

Κανονικότητα η παρενόχληση, ο εκφοβισμός και η δυσφήμιση για τους δημοσιογράφους

Οι δημοσιογράφοι, όπως αναφέρεται, συνεχίζουν να υφίστανται παρενόχληση, εκφοβισμό και δυσφήμηση, σε μια κατάσταση που πάει να μετατραπεί σε «κανονικότητα».

Σύμφωνα με την έκθεση, συνολικά 94 ειδοποιήσεις αναρτήθηκαν στην Πλατφόρμα του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Προώθηση της Προστασίας της Δημοσιογραφίας και την Ασφάλεια των Δημοσιογράφων, σε σύγκριση με 110 το 2021. Σημειώνεται πως πίσω από τις απειλές βρίσκονταν ιδιώτες και εκπρόσωποι δημόσιων αρχών.

Η έκθεση καταγράφει ότι ο μεγαλύτερος αριθμός περιπτώσεων παρενόχλησης και εκφοβισμού καταγράφηκαν στη Ρωσία αλλά και στη Σερβία, την Ιταλία, την Πολωνία, την Κροατία και την Ελλάδα.

Συγκεκριμένα αναφέρει ότι ο Έλληνας δημοσιογράφος Θωμάς Σιδέρης έγινε στόχος εκφοβισμού και απειλών θανάτου, μετά το ραδιοφωνικό του ντοκιμαντέρ σχετικά με το ουκρανικό τάγμα Αζόφ. Στην έκθεση σημειώνεται ότι ο Θ. Σιδέρης δέχτηκε ανώνυμες προσβολές και απειλές από τρολ στα social media, κλήσεις από άγνωστους αριθμούς, ενώ δέχθηκε και πιέσεις από τη Διεύθυνση της Δημόσιας Ραδιοφωνίας Ελλάδος.

Η έκθεση αναφέρεται και στις συλλήψεις δημοσιογράφων, σημειώνοντας ότι ο αριθμός των συλλήψεων και κρατήσεων που έχουν αναφερθεί πρόσφατα έχει αυξηθεί σημαντικά. Καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, όπως αναφέρεται, η Πλατφόρμα απαριθμούσε 156 δημοσιογράφους που συνελήφθησαν, συμπεριλαμβανομένων 89 στη Ρωσία και 36 στην Τουρκία. Άλλες περιπτώσεις αναφέρθηκαν στο κατεχόμενα απ’ τη Ρωσία εδάφη της Ουκρανίας (12 δημοσιογράφοι), στο Αζερμπαϊτζάν (4), στη Σουηδία (4), στο Ηνωμένο Βασίλειο (4), στην Ελλάδα (2), στην Ισπανία (2) και στην Πολωνία (1).

Οι διώξεις για κατασκοπεία οδήγησαν επίσης στη σύλληψη δημοσιογράφων στην Ελλάδα και την Πολωνία.

Ξεχωριστό κεφάλαιο αφιερώνει η έκθεση και στις εκφοβιστικές αγωγές σε βάρος δημοσιογράφων και μέσων ενημέρωσης, δηλαδή στρατηγικές νομικές αγωγές, που είναι γνωστές ως SLAPPs. Η έκθεση τονίζει ότι είναι ένα αγαπημένο εργαλείο για ορισμένους πολιτικούς, επιχειρηματίες κι άλλα ισχυρά πρόσωπα. Το 2022 καταγράφηκαν τουλάχιστον 20 περιπτώσεις αγωγών για δυσφήμιση και άλλες μορφές νομικών διαδικασιών εναντίον δημοσιογράφων, με απαιτήσεις για αποζημιώσεις εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ περί πρόκλησης ηθικής βλάβης.

Για παράδειγμα, αναφέρεται η περίπτωση του δημοσιογράφου Γιάννη Στεβή, Διευθυντή της ιστοσελίδας Astraparis.gr που δέχτηκε αγωγή από διοικητή νοσοκομείου με απαίτηση 200.000 ευρώ.