Μιλώντας στο Kontra, ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εργαζόμενων Δημόσιων Νοσοκομείων (ΠΟΕΔΗΝ) Μιχάλης Γιαννακός, τόνισε: «Το μεγαλύτερο πρόβλημα των δημόσιων νοσοκομείων είναι η αιμορραγία σε ειδικούς γιατρούς. Δεν κλείνουν μόνο χειρουργικές κλινικές, ήδη είναι υποστελεχωμένες πάρα πολλές παθολογικές κλινικές στην περιφέρεια και το πρόβλημα επεκτείνεται και στο κέντρο, γιατί γίνονται “μεταφορές” γιατρών από νοσοκομεία του κέντρου σε νοσοκομεία της περιφέρειας, π.χ. στο νοσοκομείο Δράμας, το νοσοκομείο Γιαννιτσών, κτλ. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα κλινικές μεγάλων νοσοκομείων να αρχίζουν να αποδυναμώνονται, αλλά και να επιδεινώνεται περισσότερο το εργασιακό στρες των παθολόγων».
Για τις χειρουργικές αίθουσες επανέλαβε ότι «το 40% είναι κλειστές λόγω έλλειψης νοσηλευτικού προσωπικού και αναισθησιολόγων. Το αποτέλεσμα είναι αναμονή ως 3 χρόνια ή και περισσότερο. Στο Αττικό Νοσοκομείο π.χ. δουλεύουν οι 7 στις 14 χειρουργικές αίθουσες. Στη Θεσσαλονίκη έχουμε 70 χειρουργικές αίθουσες, λειτουργούν 43. Υπάρχουν καρδιοχειρουργικά περιστατικά που περιμένουν πάνω από 2 χρόνια να χειρουργηθούν».
Αναφερόμενος στον θεσμό του προσωπικού γιατρού που προσπαθεί να επιβάλλει η κυβέρνηση, τόνισε ότι «ο θεσμός του προσωπικού γιατρού απέτυχε. Έχουν εγγραφεί μέχρι τώρα λιγότεροι από 3.500, εκ των οποίων μόνο 1.200 από τον ιδιωτικό τομέα, παρότι είναι περισσότερες οι ειδικότητες (αρχικά ήταν παθολόγοι και γενικοί γιατροί, μετά προστέθηκαν καρδιολόγοι, γαστρεντερολόγοι, πνευμονολόγοι). Οι 2.300 από την ΠΦΥ, είναι επιφορτισμένοι να κάνουν τον προσωπικό γιατρό, να εφημερεύουν στα κοντινά νοσοκομεία, να εφημερεύουν στα Κέντρα Υγείας σε 24ωρη βάση και ταυτόχρονα να κάνουν και επισκέψεις κατ’ οίκον. Δεν μπορούν να τα κάνουν όλα αυτά. Το αποτέλεσμα είναι να μεγαλώνει η έλλειψη στην ΠΦΥ και όλοι οι ασθενείς να καταλήγουν στα νοσοκομεία. Γι’ αυτό και στα εφημερεύοντα μεγάλα νοσοκομεία έχουμε πάνω από 1.000 ασθενείς. Πολλοί θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν στην ΠΦΥ, αλλά επισκέπτονται τα Επείγοντα, με αποτέλεσμα ώρες αναμονής που πολλές φορές ξεπερνούν και τις 10-15 ώρες.
Τώρα, αντί να μπουν όρια στη λειτουργία του ιδιωτικού τομέα, η κυβέρνηση Μητσοτάκη λέει ότι οι αγροτικοί γιατροί θα γίνουν προσωπικοί γιατροί. Ένας γιατρός που τελειώνει το πανεπιστήμιο, χωρίς καν ειδικότητα, θα είναι ο προσωπικός γιατρός. Δεν είναι σοβαρό νομοθέτημα.
Υπάρχει μαζική φυγή υγειονομικών από το σύστημα. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη επιλέγει να υπάρχουν μισθολογικές ανισότητες στις ειδικότητες των γιατρών. Ένας επί πάρα πολλά χρόνια παθολόγος γιατρός του ΕΣΥ παίρνει 1.800-2.000 ευρώ, ένας που θα πηγαίνει στο εξωτερικό και θα έρχεται μετά θα παίρνει πολύ υψηλότερους μισθούς. Πρέπει να είμαστε σοβαροί, να αντιμετωπίσουμε σοβαρά το κύμα φυγής από τα νοσοκομεία, φέτος το Χειμώνα θα είμαστε 3.000 λιγότεροι. Αυτό αντιμετωπίζεται, με αύξηση μισθών, καλύτερες συνθήκες εργασίας, ειλικρίνεια της Πολιτείας απέναντι στους γιατρούς και το προσωπικό. Σήμερα ο γιατρός αμείβεται με 1.850 ευρώ, ο νοσηλευτής με 800 ευρώ, το κεντρικό σύστημα Υγείας δεν είναι ελκυστικό. Προτιμούν να δουλέψουν στον ιδιωτικό τομέα, στο εξωτερικό, όπου συνθήκες εργασίας και αμοιβές είναι πολύ καλύτερες».
Αναλυτικότερες πληροφορίες για το παρασκήνιο με τον προσωπικό γιατρό παρέθεσε o πρόεδρος της Επαγγελματικής Ένωσης Παθολόγων Ελλάδος (ΕΕΠΕ) Ευάγγελος Τούλης. «Είχαμε προτείνει να μην ενταχθούν οι γιατροί των Κέντρων Υγείας στον “προσωπικό γιατρό” γιατί δεν είναι αυτό το νόημα, ούτε όλες οι ειδικότητες, δεν είναι τόσο εύκολο. Ξεκινάμε με πυροτεχνήματα χωρίς συζήτηση με φορείς που έχουν εμπειρία στην ΠΦΥ. Στο ΔΣ της Ένωσης οι 5 που συμμετέχουμε έχουμε 80 χρόνια εμπειρίας στην ΠΦΥ. Είναι εμπειρία στην “πρώτη γραμμή”. Πρέπει και στα νοσοκομεία και στον ιδιωτικό τομέα και στους γιατρούς της ΠΦΥ οι αποζημιώσεις να είναι ανάλογες της δουλειάς και της μεγάλης ευθύνης που έχει ο γιατρός. Χρειάζεται συζήτηση. Εδώ ξεκινήσαμε ανάποδα. Πετάμε πυροτεχνήματα και μετά; Να συζητήσουμε τι; Δυναμιτίζουμε το κλίμα».