Την περασμένη Τρίτη, η είδηση της ερώτησης βουλευτών του Κινήματος Αλλαγής προς τον υπουργό Δικαιοσύνης για το «πότε θα κινηθεί η διαδικασία για την κα Τουλουπάκη;» έκανε τον γύρω του διαδικτύου. Σύντομα, η παράλληλη πληροφορία της απόφασης του Κώστα Τσιάρα για την ενοποίηση της Εισαγγελίας Διαφθοράς και της Εισαγγελίας Οικονομικού Εγκλήματος, σύντομα συνόδευε την παραπάνω είδηση, με την πλειοψηφία των συστημικών μέσων να τις εμπλουτίζουν με την συναγωγή του «τέλους της Τουλουπάκη».

Μετά και τις προ δύο μηνών τελευταίες εξελίξεις στην υπόθεση της «σκευωρίας» της υπόθεσης Novartis που από την πρώτη στιγμή χαρακτηρίζουν Νέα Δημοκρατία και ΚΙΝΑΛ την διερεύνηση της πιθανής εμπλοκής πολιτικών προσώπων, η Εισαγγελίας Διαφθοράς παραπέμπεται με απόφαση της Βουλής στο Ειδικό Δικαστήριο ως συμμέτοχος του τέως αναπληρωτή υπουργού Δικαιοσύνης, Δημήτρη Παπαγγελόπουλου. Για την παραπομπή τους αναμένεται να αποφασίσει το δικαστικό συμβούλιο του Ειδικού Δικαστηρίου, ενώ συγκεκριμένα για την Ε. Τουλουπάκη εκκρεμεί το ερώτημα της θέσης της σε αργία, το οποίο θα πρέπει να θέσει ο υπουργός στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο.

Με τα παραπάνω, αναμένεται να κλείσει ένας τρομακτικός και προσβλητικός για το κοινό περί δικαίου αίσθημα κύκλος στοχοποίησης και παραγκωνισμού της ανώτερης δικαστικού που τόλμησε να διερευνήσει τις πιθανές ευθύνες ανωτάτων πολιτικών προσώπων για το σκάνδαλο που φέρεται να κόστισε στην Υγεία της χώρας περισσότερα από 30 δισ. ευρώ, και για το οποίο η Novartis Hellas συμφώνησε με τις αμερικανικές αρχές να καταβάλει ποσό τουλάχιστον 225 εκατ. ευρώ, στο πλαίσιο εξωδικαστικού διακανονισμού. Ένας κύκλος που είχε πλήθος επιθέσεων σε μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος και επιχειρήσεις κατατρομοκράτησης δικαστικών, μηνύσεις από τους ελεγχόμενους πολιτικούς, αντίστοιχες από συναδέλφους της δικαστικούς και εκ των υστέρων κατηγορίες, σκαιές προσωπικές επιθέσεις, ορυμαγδό στοχευμένων δημοσιευμάτων, πλήρης απαξίωση της δικαστικής συνδρομής από ΗΠΑ και FBI, δύο εκ διαμέτρου αντίθετα πορίσματα δύο αντεισαγγελέων, πριν καταλήξει με την ληστεία στο σπίτι της, την υποβάθμιση του περιστατικού από το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη και την απόρριψη των αιτημάτων της για παροχή αστυνομικής προστασίας.

Αναμφίβολα, παρότι κατ’ ουσίαν η κυβέρνηση και οι αρμόδιες αρχές εκπληρώνουν τις προεκλογικές υποσχέσεις επιπέδου Άδωνι Γεωργιάδη πως «θα τους λιώσω» και Αντώνη Σαμαρά πως «θα τους πάω μέχρι τέλους», είναι σίγουρο πως τα επεισόδια που αναμένεται να γραφτούν στην υπόθεση Novartis είναι ακόμα αρκετά. Όμως, η εργαλειοποίηση της ενοποίησης της Εισαγγελίας Διαφθοράς με την Εισαγγελία Οικονομικού Εγκλήματος που συντελείται σήμερα για να βγει από τη μέση η Εισαγγελέας και να φύγουν οι επίμαχες υποθέσεις από τα χέρια της σκορπά ακόμα μεγαλύτερο προβληματισμό, δεδομένων των καταστροφικών για τη Δικαιοσύνη στη χώρα, αποτελεσμάτων που θα έχει μία τέτοια απόφαση.

Ένα πάγιο αίτημα σημαντικού μέρους Δικαστών και Εισαγγελέων, καθώς και της Ένωσής τους, ήταν πράγματι εδώ και χρόνια η κατάργηση των ειδικών «επίλεκτων» ομάδων εντός του Δικαστικού Σώματος, όπως οι δύο Εισαγγελίες που πρόκειται να ενοποιηθούν. Πλήθος δικαστικών και νομικών χαρακτήριζαν αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης την ίδρυση των Εισαγγελιών αυτών, με δεδομένη όχι μόνο την απουσία νομικής εξειδίκευσης στο συγκεκριμένο αντικείμενο, αλλά και το γεγονός πως μπορούν να λειτουργήσουν ως νεκροταφείο σκανδάλων. Όπως υπενθυμίζει σε άρθρο της η Εφημερίδα των Συντακτών, η ίδρυση της Εισαγγελίας κατά της Διαφθοράς, με πρώτη επικεφαλής την εκλεκτή Σαμαρά, Ελένη Ράικου, κατάφερνε την αφαίρεση της υπόθεσης Siemens από τα χέρια των οικονομικών εισαγγελέων. Η σημερινή διαδρομή είναι αντίστροφη, για την αφαίρεση της υπόθεσης Novartis από την Εισαγγελία Διαφθοράς, όμως πηγαίνει και αρκετά βήματα παρακάτω.

Η ενοποίηση των δύο Εισαγγελιών που ευαγγελίζεται η κυβέρνηση και έχει ήδη ανακοινώσει ο υπουργός Δικαιοσύνης, δεν είναι τίποτα άλλο από την δημιουργία μίας «Υπερεισαγγελίας», αφού ένας εισαγγελέας με υπερεξουσίες πλέον θα έχει στα χέρια του όλες τις μεγάλες υποθέσεις διαφθοράς και οικονομικών σκανδάλων. Με ότι αυτό συνεπάγεται τόσο για τη διερεύνησή τους, όσο και για την χειραγώγηση των όποιων ερευνών.

Όπως εξηγούν στο TPP ανώτατοι δικαστικοί, η παρούσα εξέλιξη σημαίνει πως όλες οι υποθέσεις των δύο Εισαγγελιών θα περάσουν στα χέρια ενός εισαγγελέα, με πληροφορίες του κυβερνητικού Τύπου να θέλουν ως εκλεκτό τον εισαγγελέα Εφετών Χρήστο Μπαρδάκη, ο οποίος μόλις τον περασμένο Ιούνιο επελέγει από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο (ΑΔΣ) Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης (Άρειος Πάγος). Έτσι, το παιχνίδι εξουσίας και επιρροής που ξεκίνησε με την ίδρυση των δύο «ειδικών» Εισαγγελιών το 2012, όχι μόνο δεν θα σταματήσει, αλλά θα κορυφωθεί, με την εκάστοτε κυβέρνηση να πασχίζει να προωθήσει τα δικά της πρόσωπα για την πλήρωση των κρίσιμων -πλέον- αυτών θέσεων.

Συνεπώς, η ενοποίηση των δύο Εισαγγελιών που προωθεί η κυβέρνηση κάθε άλλο παρά πορεύεται στον δρόμο της διαφάνειας και της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, και φυσικά, είναι πρακτικά αδύνατο να «συμβάλλει στην αντιμετώπιση φαινομένων διαφθοράς και οικονομικής εγκληματικότητας», όπως σπεύδουν να στηρίξουν τις κυβερνητικές μεθοδεύσεις τα ίδια δημοσιεύματα. Αντί να καταργηθούν οι δύο αυτές θέσεις, με παράλληλη ενίσχυση θεσμών όπως η οικονομική αστυνομία, των ειδικών επιστημόνων και άλλοι κρίσιμοι κλάδοι του δικαστικού και του εισαγγελικού σώματος, κατασκευάζεται μία θέση που θα χωράει όλες τις κρίσιμες πολιτικές υποθέσεις και τα μεγάλα σκάνδαλα κάτω από μία μασχάλη. Αποτέλεσμα, να γίνει απλώς ευκολότερο να ελεγχθεί η Δικαιοσύνη από την κυβέρνηση, με ότι αυτό συνεπάγεται.