Η Deutsche See, η οποία διαθέτει στην αγορά τα προϊόντα της μέσω δικτύου λιανεμπόρων και σε εστιατόρια σε όλο τον κόσμο, κατέθεσε αγωγή εναντίον της μεγαλύτερης αυτοκινητοβιομηχανίας της Ευρώπης, γιατί παρουσίασε παραπλανητικά έναν στόλο από επαγγελματικά οχήματα, τα οποία η γερμανική εταιρεία είχε προμηθευτεί με λίζινγκ, θεωρώντας τα φιλικά προς το περιβάλλον.
Ήδη η Volkswagen είναι αντιμέτωπη για το «dieselgate» με πολλές αγωγές από ιδιώτες κατόχους αυτοκινήτων, ρυθμιστικούς φορείς, προμηθευτές, κυβερνήσεις, πολλές μάλιστα με τη μορφή συλλογικών αγωγών, στις ΗΠΑ. Η Deutsche See, η οποία εδρεύει στο Μπρέμενχάφεν και προμηθεύεται με λίζινγκ περίπου 500 επαγγελματικά οχήματα από την Volkswagen, δήλωσε ότι δεν κατάφερε να καταλήξει σε εξωδικαστική συμφωνία.
Οι συνομιλίες κατέρρευσαν μετά την αντικατάσταση, από την πλευρά της Volkswagen, των μάνατζερς με δικηγόρους και υπεύθυνους δημοσίων σχέσεων. Η γερμανική ταμπλόιντ Bild am Sonntag έγραψε ότι η Deutsche See διεκδικεί αποζημίωση 11,9 εκατομμυρίων ευρώ. Ωστόσο, η Deutsche See δεν ήταν άμεσα διαθέσιμη να σχολιάσει το ποσό.
«Η Deutsche See συνεργάστηκε με την VW, μόνο επειδή η αυτοκινητοβιομηχανία υποσχέθηκε το πιο φιλικό προς το περιβάλλον σχέδιο βιώσιμης κινητικότητας», αναφέρει ανακοίνωση της Deutsche See, η οποία το 2010 απέσπασε βραβείο βιωσιμότητας.
Η Volkswagen ανακοίνωσε την Κυριακή, ότι δεν έχει δει τα σχετικά έγγραφα κι ως εκ τούτου δεν μπορεί να σχολιάσει επί του θέματος. Η Deutsche See ανακοίνωσε ότι κατέθεσε καταγγελία για κακόβουλη εξαπάτηση, σε περιφερειακό δικαστήριο του Μπράουνσβαϊγκ, κοντά στα κεντρικά της Volkswagen, στην πόλη Βόλφσμπουργκ.
Σήμερα το δικαστήριο δεν ήταν διαθέσιμο να επιβεβαιώσει αν έχει λάβει τα σχετικά έγγραφα.
Η Volkswagen παραδέχτηκε τον Σεπτέμβριο του 2015 ότι είχε εγκαταστήσει κρυφό λογισμικό σε 475.000 δίλιτρα πετρελαιοκίνητα αυτοκίνητα στις ΗΠΑ, για να εξαπατά στους ελέγχους για τις εκπομπές καυσαερίων, κάνοντάς τα να φαίνονται πιο καθαρά. Στην πραγματικότητα, τα αυτοκίνητα είχαν εκπομπές έως και 40 φορές μεγαλύτερες από τα επιτρεπόμενα επίπεδα.
Οι νομικές συνέπειες έχουν κοστίσει στην εταιρεία πάνω από 20 δισ. ευρώ μέχρι στιγμής και ο πρώην επικεφαλής της υποβάλλεται σε έρευνες από τους γερμανούς εισαγγελείς, καθώς θεωρείται ύποπτος για απάτη και χειραγώγηση της αγοράς.