Η Ίρμγκραντ Φούρχνερ επέλεξε τη σιωπή, όπως αναφέρει δημοσίευμα της efsyn.gr. Αμέτοχη, άκουσε το κατηγορητήριο για τη συνενοχή της στη δολοφονία 11.000 κρατουμένων στο ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης Στούτχοφ στην κατεχόμενη Πολωνία, αρνούμενη να κάνει οποιαδήποτε δήλωση πέρα από το να επιβεβαιώσει στους δικαστές της γερμανικής πόλης Ίστεχο το όνομα και τη διεύθυνσή της. Η 96χρονη, που κατάφερε να αναβάλει τη δίκη της για τρεις εβδομάδες, μετά τη φυγή της από το γηροκομείο όπου ζει, αλλά συνελήφθη λίγες ώρες αργότερα, έχει δηλώσει πως δεν μετείχε σε κανένα έγκλημα και δεν έχει σχέση με όσα την κατηγορούν.

Η Φούρχνερ ήταν 18 ετών τον Ιούνιο του 1943, όταν προσελήφθη ως γραμματέας του διοικητή του στρατοπέδου συγκέντρωσης, Πάουλ Βέρνερ Χόπε, αναλαμβάνοντας σημαντικά διοικητικά καθήκοντα, που «συνέβαλαν σε ολόκληρη την επιχείρηση εξόντωσης των κρατουμένων». Κατά τους δικαστές, λόγω των πολλών της αρμοδιοτήτων –ανάμεσά τους και η καταγραφή των διαταγών του Χόπε– ήταν απίθανο να μη γνωρίζει τις φρικαλεότητες που γίνονταν εκεί.

Ήταν αδύνατον, λένε, να μην ήξερε για εκείνον τον θάλαμο όπου μέλη των Ες Ες – ντυμένοι ως γιατροί – πήγαιναν τους αιχμαλώτους και τους έστηναν, ζητώντας να μείνουν ακίνητοι για να μετρήσουν δήθεν το ύψος τους, ενώ από τρύπα διπλανής αίθουσας άλλοι Ες Ες τούς πυροβολούσαν. Όπως ήταν αδύνατον να μην άκουγε τις απεγνωσμένες κραυγές των εγκλωβισμένων που θανατώνονταν στους θαλάμους αερίων.

Η Φούρχνερ έμεινε σε αυτή τη θέση μέχρι τον Απρίλιο του 1945, όταν στο στρατόπεδο είχαν πια εξοντωθεί περισσότεροι από 65.000 κρατούμενοι, Εβραίοι, μέλη της πολωνικής Αντίστασης και Ρώσοι αιχμάλωτοι πολέμου.

Ο συνήγορός της προσπάθησε να δείξει πως κρατά αποστάσεις από τους ναζί, πως ποτέ δεν προσέγγισε ακροδεξιούς κύκλους που επιχείρησαν να την κάνουν ηρωίδα τους και πως «δεν αρνείται το Ολοκαύτωμα, ούτε τις τρομακτικές πράξεις που έγιναν και ακούστηκαν. Αλλά απορρίπτει τις κατηγορίες εναντίον της: δεν είναι ένοχη για κάποιο έγκλημα».

Ο δικαστής Ντόμινικ Γκρος επέτρεψε να μαγνητοσκοπηθεί η δίκη για λόγους ιστορικούς, καθώς πρόκειται «για μία από τις τελευταίες δίκες διεθνώς για εγκλήματα που σχετίζονται με την εποχή των ναζί» και η Φούρχνερ είναι η πρώτη γυναίκα που δικάζεται για ναζιστικά εγκλήματα, εδώ και δεκαετίες. Αλλά κάθε άλλο παρά από τις λίγες που ενέχονται σε αυτά είναι.

Ανελέητες σαδίστριες

Χιλιάδες γυναίκες δούλεψαν για τους ναζί, ιδίως στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Τις προσηλύτιζαν με αγγελίες που υπόσχονταν καλούς μισθούς, δωρεάν φαγητό και ρούχα σε μια «στρατιωτική αποστολή». Στην πλειονότητά τους έγιναν μέλη των Ες Ες και φρουροί σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Εκτιμάται πως περισσότερες από 3.500 γυναίκες υπηρέτησαν ως φύλακες σε ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης και όλες τους ξεκίνησαν την «καριέρα» τους στο στρατόπεδο συγκέντρωσης γυναικών Ράβενσμπρουκ, κάπου 80 χιλιόμετρα βόρεια του Βερολίνου, που λειτούργησε από το 1939. Εκεί κρατήθηκαν κάπου 130.000 γυναίκες: περισσότερες από 30.000 (50.000 κατά κάποιες εκτιμήσεις) πέθαναν από την πείνα, την εξάντληση, το ψύχος, ενώ πολλές εκτελέστηκαν, απαγχονίστηκαν ή πέθαναν στους θαλάμους αερίων.

«Εδώ έγιναν τρομακτικά εγκλήματα φύλου, όπως αναγκαστικές αμβλώσεις, στείρωση, καταναγκαστική πορνεία, φρικτά πειράματα κατά των γυναικών. Είναι ένα ξεχωριστό κομμάτι της ιστορίας των ναζιστικών φρικαλεοτήτων», γράφει η Σάρα Χελμ, συγγραφέας ενός βιβλίου για την ιστορία του Ράβενσμπρουκ με τίτλο «Αν αυτό είναι η γυναίκα», εμπνευσμένο από το «Αν αυτό είναι ο άνθρωπος» του Πρίμο Λέβι.

Πολλές από τις γυναίκες που δούλεψαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, είχαν ήδη προσηλυτιστεί από τις ναζιστικές νεολαιίστικες οργανώσεις και προτιμούσαν να «υπηρετήσουν την πατρίδα πατάσσοντας τον εχθρό» παρά στα εργοστάσια. Εκεί, εκτός από τα οικονομικά προνόμια, ένιωθαν πως ήταν σημαντικές, όπως έλεγε προ ετών σε ρεπορτάζ του BBC η Σέλμα βαν ντε Πέρε, αγωνίστρια της ολλανδικής Αντίστασης και επιζώσα του Ράβενσμπρουκ. «Αυτές οι γυναίκες ήταν τρομακτικές, φρικτές… Πιθανά τους άρεσε να δουλεύουν εκεί γιατί τους έδινε και ένα αίσθημα εξουσίας, ιδίως πάνω στις κρατούμενες». Τις κακοποιούσαν, τις ξυλοκοπούσαν, τις βασάνιζαν ή και τις δολοφονούσαν, λέει, και ήταν τόσο ανελέητες που οι κρατούμενες τους είχαν δώσει παρωνύμια όπως «Μπριγκίντα η ματοβαμμένη» ή «Αννα, το ρεβόλβερ».

Από όλες αυτές τις ναζίστριες, μόνο 77 δικάστηκαν και ελάχιστες καταδικάστηκαν, γράφει ο δημοσιογράφος Ντέιμιεν ΜακΓκίνες. Ανάμεσά τους η Ίρμα Γκρέζε, η «ύαινα του Αουσβιτς», που το 1945 καταδικάστηκε για εγκλήματα πολέμου σε θάνατο με απαγχονισμό, μαζί με άλλες δύο φύλακες στρατοπέδων συγκέντρωσης, τη Γιοχάνα Μπόρμαν και την Ελίζαμπεθ Φόλκερατ.

Αμετανόητες

Το πιο τρομακτικό είναι πως ήταν συνηθισμένες γυναίκες, αλλά πρόθυμες να κάνουν τερατώδη εγκλήματα. Οι περισσότερες δεν λογοδότησαν. Όπως και η Φούρχνερ, παρουσιάστηκαν ως «βοηθητικό προσωπικό», εργαζόμενες που αγνοούσαν τα εγκλήματα που διαπράττονταν ή ευκολόπιστες απλές γυναίκες που χειραγωγήθηκαν ή εξαπατήθηκαν. Πολλές άλλαξαν όνομα για να κρύψουν το παρελθόν τους και τα ίχνη τους χάθηκαν. Και άλλες τόσες παρέμειναν αμετανόητες, παριστάνοντας πως δεν είχαν επιλογή. Όπως η Χέρτα Μπότε, γνωστή ως «η σαδίστρια του Στούτχοφ» (του στρατοπέδου όπου «υπηρέτησε» και η Φούρχνερ), που καταδικάστηκε σε κάθειρξη 10 ετών, αλλά απελευθερώθηκε από τους Βρετανούς το 1951. Έχοντας αλλάξει το επίθετό της σε Λάνγκε, σε συνέντευξή της το 1999, λίγο πριν πεθάνει, όταν ρωτήθηκε αν μετανιώνει απάντησε: «Το λάθος ήταν ότι (η δουλειά μου) ήταν ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης. Αλλά έπρεπε να πάω εκεί, αλλιώς θα με είχαν βάλει μέσα. Αυτό ήταν το λάθος».

Κάτι ανάλογο επικαλείται και η Φούρχνερ, χωρίς μέχρι τώρα να έχει πει έστω ένα «λυπάμαι»: απλά έκανε μια δουλειά…