Ανεξάρτητη έρευνα, η οποία διήρκεσε πέντε μήνες και είχε ανατεθεί από την Αρχιεπισκοπή της Κολωνίας σε γερμανική δικηγορική εταιρεία, μετά τις κατηγορίες περί συγκάλυψης περιστατικών κακοποίησης στους κόλπους της καθολικής εκκλησίας, αποκάλυψε πως υπήρχε συγκάλυψη από την εκκλησία σε πάνω από 300 περιπτώσεις σεξουαλικής κακοποίησης, μεταξύ των ετών 1946-2018, με δράστες ιερείς και άτομα που εργάζονται στην εκκλησία, ωστόσο μερικά από αυτά δεν εμπίπτουν στη δικαιοδοσία της αρχιεπισκοπής της Κολωνίας.

Σύμφωνα με τον επικεφαλής της έρευνας, Μπιόρν Γκέρκε, το επίκεντρο της έρευνας δεν ήταν τόσο τα περιστατικά κακοποίησης, αλλά περισσότερο το κατά πόσον τα στελέχη της καθολικής εκκλησίας της Γερμανίας, πρώην και νυν αρχιεπίσκοποι, γενικοί εκπρόσωποι και άλλοι υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι δρούσαν συγκαλύπτοντας κατηγορίες και περιστατικά τα οποία έρχονταν σε γνώση τους.

Όπως αναφέρει ρεπορτάζ του ABC, στο πόρισμα των 800 σελίδων της έρευνας αναφέρονται τα ονόματα αρκετών υψηλόβαθμων κληρικών, μεταξύ των οποίων ο νυν αρχιεπίσκοπος του Αμβούργου, ο οποίος τη δεκαετία του ’90 είχε την έδρα του στη Βόννη, κοντά στην Κολωνία, Για κατάχρηση εξουσίας κατηγορείται επίσης και ο Γιόακιμ Μάισνερ, προκάτοχος του Βόλκι στη θέση του αρχιεπισκόπου της Κολωνίας, ο οποίος πέθανε το 2017. Ο τελευταίος κατηγορείται για 24 περιπτώσεις παράβασης καθήκοντος, όπως η παράλειψη αναφοράς ή παρακολούθησης θυμάτων κακοποίησης, για μη επιβολή κυρώσεων στους δράστες και μη φροντίδα των θυμάτων. Από την πλευρά του, ο νυν αρχιεπίσκοπος του Αμβούργου, Στέφαν Έσσε, κατηγορείται για 11 περιπτώσεις παράβασης καθήκοντος, ωστόσο, ο ίδιος επιμένει να αρνείται τις κατηγορίες.

Μετά την ανακοίνωση του πορίσματος της έκθεσης, ο Βόλκι, σε μία αρκετά μετριοπαθή αντίδραση, ανακοίνωσε ότι πρόκειται να αποπέμψει δύο μέλη του κλήρου. Στα άτομα αυτά συμπεριλαμβάνεται ένας επίσκοπος, που σύμφωνα με την έκθεση έχει συγκαλύψει οκτώ περιπτώσεις μελών της εκκλησίας που καταχρώνται τη θέση τους. Ο ίδιος ανακοίνωσε ότι έχει ήδη θέσει την παραίτησή του στον Πάπα Φραγκίσκο. Σημειώνεται πως προκειμένου να δικαιολογήσει το γεγονός ότι για μήνες κρατούσε στο συρτάρι την προηγούμενη σχετική έρευνα*, επικαλέστηκε το δικαίωμα της ιδιωτικότητας των δραστών.

Σύμφωνα με το ίδιο ρεπορτάζ, ο Βόλκι είπε επίσης πως το επόμενο διάστημα θα εξετάσει κατά πόσο θα πρέπει να ληφθούν μέτρα και για άλλα άτομα και συμπλήρωσε πως η έρευνα επιβεβαίωσε τους φόβους του ότι υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι είναι ένοχοι συγκάλυψης των δραστών και έχουν εμποδίσει με αυτό τον τρόπο τη δίωξή τους. «Οι προκάτοχοί μου, επίσης, είναι ένοχοι. Από σήμερα δεν είναι πλέον δυνατό να πούμε ότι δεν γνωρίζαμε» είπε. Επίσης, ανακοίνωσε ότι πρόκειται να πραγματοποιηθούν αλλαγές στην οργανωτική δομή της εκκλησίας, οι οποίες θεωρητικά θα καθιστούν αδύνατη τη συγκάλυψη παρόμοιων φαινομένων και πως σκοπεύει να στείλει την έκθεση στην Αγία Έδρα της Ρώμης.

Η προσέγγιση του Βόλκι χαρακτηρίστηκε ως «καταστροφή» από τον πρόεδρο της γερμανικής διάσκεψης επισκόπων, ενώ το συμβούλιο της μητρόπολης στην Κολωνία δήλωσε ότι αρχιεπίσκοπος «έχει αποτύχει εντελώς ως ηθική αρχή».

Η Γερμανίδα υπουργός Δικαιοσύνης Κριστίν Λάμπρεχτ δήλωσε ότι η έκθεση ανέδειξε ξανά την τρομακτική σεξουαλική βία που υπέστησαν τα παιδιά και οι έφηβοι στα καθολικά ιδρύματα. «Η κακοποίηση παιδιών δεν είναι εσωτερικό ζήτημα της εκκλησίας, αλλά έγκλημα που πρέπει να εξεταστεί και να αποφασιστεί στα ποινικά δικαστήρια», δήλωσε.

Ο Τζενς Βίντελ, 46 ετών, και ιδρυτής μιας ομάδας υποστήριξης των επιζώντων κατάχρησης εξουσίας από κληρικούς δήλωσε πως η έκθεση «μειώνει τη σοβαρότητα των συγκαλύψεων που έλαβαν χώρα».

Σημειώνεται ότι το 2018, σύμφωνα με πόρισμα αντίστοιχης έκθεσης* τουλάχιστον 3.677 άτομα έχουν κακοποιηθεί από κληρικούς στη Γερμανία μεταξύ των ετών 1946 και 2014. Πάνω από τα μισά θύματα ήταν 13 ετών ή νεότερα όταν συνέβη το περιστατικό της κακοποίησης, και σχεδόν το ένα τρίτο από αυτά ήταν αγόρια που συμμετείχαν στην τέλεση των λειτουργιών. Τον Ιανουάριο τέθηκε σε εφαρμογή ένα νέο σύστημα από την εκκλησία για την αποζημίωση των επιζώντων, το οποίο προβλέπει αποζημιώσεις έως περίπου 50.000 ευρώ (σχεδόν 60.000 $) σε κάθε θύμα, ενώ στο παρελθόν έφταναν μέχρι και τα 5.000 ευρώ.