Κατηγορηματικό «όχι» εργοδοτών στην αύξηση κατώτατου μισθού, προειδοποιώντας για απολύσεις
Εντός της ημέρας αναμένεται να γίνει η συνάντηση των κοινωνικών εταίρων στο πλαίσιο της προφορικής διαβούλευσης για τον προσδιορισμό του νέου κατώτατου μισθού, με το σύνολο των εργοδοτικών οργανώσεων να δηλώνουν ωστόσο την πλήρη αντίθεση τους στην αύξηση. Η καταληκτική ημερομηνία για την υπογραφή της νέας υπουργικής απόφασης που θα καθορίζει το ύψος του κατώτατου μισθού για το 2021 είναι η 30ή Ιουνίου, ενώ στη συνέχεια και μέχρι τα τέλη Ιουλίου, ο υπουργός Εργασίας πρέπει να κάνει την εισήγησή του.
Στη διαβούλευση θα συμμετάσχουν για λογαριασμό των εργαζομένων ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ Γ. Παναγόπουλος και για λογαριασμό των εργοδοτών οι επικεφαλής των εργοδοτικών οργανώσεων Δ. Παπαλεξόπουλος από τον ΣΕΒ, Γ. Καββαθάς από τη ΓΣΕΒΕΕ, Γ. Καρανίκας από την ΕΣΕΕ, Γ. Ρέτσος από τον ΣΕΤΕ και Αθ. Σαββάκης από το ΣΒΕ, υπό τον συντονισμό του προέδρου του ΟΜΕΔ καθηγητή Δ. Παπαδημητρίου.
Αύξηση του κατώτατου μισθού με μείωση μη μισθολογικού κόστους πρότεινε το Ιδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), στην Εκθεση Αξιολόγησης του Ισχύοντος Νομοθετημένου Κατώτατου Μισθού που ήδη κατατέθηκε στην αρμόδια επιτροπή, σηματοδοτώντας την έναρξη της διαδικασίας. Στην έκθεση αξιολόγησης επισημαίνεται πως οι αγορές εργασίας, που χαρακτηρίζονται από μεγάλο μη μισθολογικό κόστος, όπως η ελληνική, δεν λειτουργούν αποδοτικά, αφού το κόστος αυτό αποτελεί στην ουσία μια στρέβλωση στη λειτουργία της αγοράς. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ε.Ε., η χώρα μας εμφανίζεται στην 6η θέση των χωρών με τον υψηλότερο συντελεστή ασφαλιστικών εισφορών του εργαζομένου στην περίπτωση ενός χαμηλόμισθου μισθωτού, 5,9 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από τον μέσο όρο των ανεπτυγμένων οικονομιών του ΟΟΣΑ. Αντίστοιχα, το 2019 η Ελλάδα είχε το έβδομο υψηλότερο ποσοστό εισφορών των εργοδοτών στις χώρες της Ε.Ε., κατά 14,1 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο από τον μέσο όρο των ανεπτυγμένων οικονομιών του ΟΟΣΑ. Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, ένας λελογισμένος συνδυασμός με αμετάβλητο τον κατώτατο μισθό ή μικρή αύξησή του αλλά και μικρή μείωση των εισφορών μπορεί να αποδώσει αύξηση έως και 7% στις καθαρές αποδοχές των χαμηλόμισθων.
Υπέρ της αύξησης κατώτατου μισθού η ΓΣΕΕ
Όπως προκύπτει από τα υπομνήματα που έστειλαν στον Οργανισμό Μεσολάβησης και Διαιτησίας οι κοινωνικοί εταίροι, μόνο η ΓΣΕΕ έχει ταχθεί υπέρ της αύξησης του κατώτατου μισθού μέσα στο 2021 και μάλιστα υπέρ της επαναφοράς του στα 751 ευρώ και στη συνέχεια ,να προσαρμοστεί στο 60% του διάμεσου ακαθάριστου μισθού πλήρους απασχόλησης, δηλαδή στα 809 ευρώ. Το σκεπτικό με το οποίο η ΓΣΕΕ έχει υποστηρίξει την πρότασή της είναι ότι ο ισχύων σήμερα κατώτατος μισθός (650 ευρώ μικτά, 558 ευρώ καθαρά), βρίσκεται «κάτω από το όριο της σχετικής και της απόλυτης φτώχειας, αφού αντιστοιχεί στο 48,2% του διάμεσου μισθού και δεν μπορεί να θεωρηθεί μισθός αξιοπρεπούς διαβίωσης».
Η πρόταση της ΓΣΕΕ περιλαμβάνει επέκταση της νομικής προστασίας, έτσι ώστε να αυξηθεί η πρόσβαση των εργαζομένων σε προστασία με τη μορφή του κατώτατου μισθού, λήψη μέτρων για την προώθηση της συμμόρφωσης των εργοδοτών με τη νομοθεσία περί κατώτατου μισθού και προσδιορισμό ενός επαρκούς επιπέδου κατώτατου μισθού που θα διασφαλίζει ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης για τους εργαζόμενους και τις οικογένειές τους. Παρά το γεγονός ότι οι συνέπειες της πανδημικής κρίσης ήταν οριζόντιες, 3 κράτη μέλη τον διατήρησαν σταθερό στο ύψος του 2020, ενώ μόνο στην Ελλάδα οι διαπραγματεύσεις αναβλήθηκαν την προηγούμενη χρονιά και ο κατώτατος μισθός εξακολουθεί να είναι παγωμένος στο ύψος του 2019.
Κατηγορηματικά αντίθετοι οι εργοδότες
Οι εργοδοτικές οργανώσεις έχουν ταχθεί μαζικά κατά της αύξησης του κατώτατου μισθού με το επιχείρημα ότι τυχόν αύξησή του μπορεί να οδηγήσει σε απολύσεις ειδικά από την πλευρά των πολύ μικρών επιχειρήσεων των κλάδων που επλήγησαν από την πανδημία, ενώ ο ΣΕΒ έχει ζητήσει το «πάγωμα» του κατώτατου μισθού τουλάχιστον ως το 2024. Από το σύνολο των εργοδοτών, οι πιο σκληρές θέσεις έχουν διατυπωθεί από την ένωση των εμπόρων, ΕΣΕΕ, και τον ΣΕΒ. Στο υπόμνημά της, η ΕΣΕΕ έχει διατυπώσει την άποψη ότι «ενδεχόμενη αύξηση του κατώτατου μισθού μοιάζει να μην λαμβάνει υπόψη της την πραγματικότητα» ενώ παράλληλα έχει καταγγείλει ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 10% το 2018, επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, δεν είχε λάβει υπόψη της τη δική της αρνητική θέση ούτε των άλλων εργοδοτών. Να σημειωθεί πως η ΓΣΕΒΕΕ είναι η μόνη εργοδοτική οργάνωση που θέτει την ανάγκη επαναφοράς στις ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις αλλά δεν προτείνει αύξηση του κατώτατου.
«Κίνδυνος απώλειας θέσεων εργασίας»
Αν αυξηθεί ο κατώτατος μισθός, οι επιχειρήσεις και μάλιστα «οι πολύ μικρές επιχειρήσεις που απασχολούν το 54% των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα, υπό τον οικονομικό αντίκτυπο της πανδημίας θα αναγκαστούν να προχωρήσουν σε απολύσεις», τονίζει η ΕΣΕΕ περιλαμβάνοντας στο υπόμνημά της και ειδικό κεφάλαιο με τις θέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης μικρομεσαίων επιχειρήσεων (SMEumited) κατά του σχεδίου ευρωπαϊκής οδηγίας που δημοσίευσε η Κομισιόν το περασμένο φθινόπωρο για «επαρκείς κατώτατους μισθούς» ώστε όλοι οι εργαζόμενοι να έχουν τα απαραίτητα μέσα διαβίωσης και με την παρατήρηση ότι η SMEunited αμφισβητεί τόσο τη νομική βάση της πρότασης της Κομισιόν όσο και τον ορισμό «επαρκείς μισθοί».
Στο πόρισμα της Τράπεζας της Ελλάδας αναφέρεται πως «μια αύξηση του κατώτατου μισθού που οδηγεί σε αύξηση της πίεσης στο μισθολογικό κόστος δύναται να έχει αρνητικές επιδράσεις στην απασχόληση και να αυξήσει την πίεση σε κλάδους που ήδη πλήττονται από την πανδημία. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα συνιστούσε μία πρόσθετη αρνητική διαταραχή στο κόστος ενός μεγάλου εύρους επιχειρήσεων, και ιδιαίτερα των πιο ευάλωτων στην παρούσα συγκυρία (όπως μικρές επιχειρήσεις, επιχειρήσεις στο εμπόριο, στα καταλύματα και στην εστίαση), επιτείνοντας τον κίνδυνο απώλειας θέσεων εργασίας ή μετατροπής θέσεων πλήρους απασχόλησης σε ευέλικτες μορφές απασχόλησης. Ο κίνδυνος απώλειας θέσεων εργασίας αυξάνεται περαιτέρω από το ενδεχόμενο να μην επιβιώσουν οι πιο ευάλωτες επιχειρήσεις στους κλάδους που πλήττονται περισσότερο από την πανδημία».
«Θα επιβαρυνθεί το λειτουργικό κόστος των επιχειρήσεων»
Ανάλογη κατηγορηματική άρνηση προήλθε και από τον ΣΕΒ, με το σκεπτικό ότι τυχόν αύξηση του κατώτατου μισθού «συνήθως συμπαρασύρει και τον μέσο μισθό (σσ: που σήμερα βρίσκεται στα 1365 ευρώ μεικτά ή 1056 ευρώ καθαρά), με σημείο εκκίνησης του επηρεασμού προς τα πάνω το τμήμα των εργαζομένων που βρίσκονται μισθολογικά λίγο περισσότερο από τον κατώτατο μισθό». «Άρα, μη λελογισμένη αύξηση του κατώτατου μισθού μπορεί να λειτουργήσει επιβαρυντικά στο ήδη βεβαρυμένο λειτουργικό κόστος των επιχειρήσεων», τονίζει ο ΣΕΒ, για να καταλήξει μάλιστα στην πρόταση ο κατώτατος μισθός να «παγώσει» στα 650 ευρώ μικτά όχι μόνον για φέτος αλλά και για το 2023 και η όποια αύξηση του εισοδήματος των εργαζομένων που αμείβονται με τον κατώτατο να επιδιωχθεί με φορολογικές ελαφρύνσεις και με μείωση ασφαλιστικών εισφορών. «Όχι» στην αύξηση και από τον ΣΕΤΕ, ο οποίος προτάσσει τον κίνδυνο να οδηγήσει προς τα πάνω και τους μέσους μισθούς λόγω και της υψηλής αναλογίας του «που φτάνει στο 80,2% του αντίστοιχου μέσου μισθού στις πολύ μικρές επιχειρήσεις».
«Η όποια απόφαση για αναπροσαρμογή είναι σκόπιμο να μην είναι ξαφνική» αναφέρει το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) σε δικό του πόρισμα, σημειώνοντας πως «λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι ο κατώτατος μισθός είναι ιδιαίτερα διαδεδομένος σε κλάδους που είναι ανοιχτοί στο διεθνή ανταγωνισμό, οι όποιες προσαρμογές του πρέπει να είναι προσεκτικές και μετρημένες και να μην ξεπερνάνε την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας στους συγκεκριμένους κλάδους. Οποιαδήποτε αλλαγή στο ύψος του κατώτατου μισθού προφανώς θα ενσωματώσει, τις πρόσφατες φορολογικές και ασφαλιστικές αλλαγές μισθωτών και επιχειρήσεων».