«Θα σας μιλήσω σήμερα, ενώ δεν θα έπρεπε να είμαι εδώ, γιατί σύμφωνα με το πρωτοσέλιδο της Κόντρα News που είχε βγει στις 13 Αυγούστου του 2015, την ημέρα δηλαδή που συζητείτο το τρίτο Μνημόνιο, θα έπρεπε να με έχει μαζέψει ο άντρας μου και να έχουν πάει οι γονείς μου στον ψυχίατρο. Αυτό ήταν το πρωτοσέλιδο εφημερίδας ως πολιτική απάντηση στην πολιτική στάση μιας γυναίκας Προέδρου της Βουλής». Έτσι ξεκίνησε την ομιλία της στην εκδήλωση με τίτλο «ΓΥΝΑΙΚΟΚΤΟΝΙΑ: Πες την με το όνομά της»,  που έλαβε χώρα στις 23 Σεπτεμβρίου, στο Σεράφειο του Δήμου Αθηναίων, στο πλαίσιο του τριήμερου φεστιβάλ (23,24,25/09) για την καταπολέμηση και την πρόληψη της έμφυλης βίας.

Η Ζωή Κωνσταντοπούλου μίλησε με τις ιδιότητες της δικηγόρου και της ιδρύτριας της Αστικής Μη Κερδοσκοπικής Εταιρείας «Δικαιοσύνη για όλους», μια πρωτοβουλία -νομική, κινηματική και πολιτική, όχι κομματική-, από το 2016. «Προαγάγουμε μείζονα ζητήματα, τα διεκδικούμε και τα υπερασπιζόμαστε με αποτελεσματικό τρόπο» λέει η ίδια. Μίλησε για τις γυναικοκτονίες, τη θυματοποίηση της γυναίκας της οποίας αφαιρείται η ζωή. «Δεν είναι υπόθεση των γυναικών έναντι των ανδρών η αναγνώριση της γυναικοκτονίας, είναι μια υπόθεση όλης της κοινωνίας. Δεν είναι μια σταυροφορία των γυναικών έναντι των ανδρών και γι’ αυτό και είναι άκυρα εντελώς και άνευ αντικειμένου ερωτήματα όπως, εάν σκοτώνανε πιο πολύ άνδρες θα λέγαμε ανδροκτονία; Ναι. Εάν είχαμε ένα τέτοιο φαινόμενο θα λέγαμε ανδροκτονία, δεν έχουμε όμως ένα τέτοιο φαινόμενο. Έχουμε το φαινόμενο των γυναικοκτονιών και το να το ονοματίσουν, να το κατονομάσουμε, να μην το νερώσουμε, να μην το κουκουλώσουμε, να μην το συγκαλύψουμε, έχει να κάνει με την αποφασιστικότητά μας να το προλάβουμε, να το πατάξουμε, να το καταστείλουμε και να το τιμωρήσουμε» υπογραμμίζει.

Θύμισε μάλιστα τα πρόσφατα λόγια του Πρωθυπουργού, όταν, στο πλαίσιο της φετινής ΔΕΘ, ρωτήθηκε σχετικά. «Ως Δικαιοσύνη για Όλους έχουμε ταχθεί και έχω προσωπικά ταχθεί υπέρ της απολύτου αναγνώρισης του όρου γυναικοκτονία. Όχι με αστερίσκους, ούτε με εξυπνακισμούς σαν αυτούς που ακούσαμε και από τον Πρωθυπουργό τις προάλλες, να το αναγνωρίσουμε, λέει, τον δέχομαι τον όρο να τον χρησιμοποιώ, αλλά δεν δέχομαι να τον θεσμοθετήσουμε. Γιατί; Είναι, λέει, οι γυναικοκτονίες “αυτά που ονομάζαμε άλλοτε εγκλήματα πάθους”! Αλήθεια; Δηλαδή, εν έτει 2022 λέμε ότι οι γυναικοκτονίες είναι αυτά που ονομάζαμε άλλοτε εγκλήματα πάθους; Εν έτει 2022 ακόμη και ο Πρωθυπουργός της χώρας δεν έχει καταλάβει ότι δεν είναι αυτό; Δεν έχει καταλάβει ότι αυτό είναι η συγκάλυψη της ανθρωποκτονίας γυναίκας επειδή είναι γυναίκα, για την ιδιότητά της ως γυναίκας συνήθως από εκείνον ο οποίος αισθάνεται εξουσία επάνω της και διεκδικεί αυτήν την εξουσία επάνω της, εξουσία η οποία φθάνει να είναι εξουσία ζωής ή θανάτου;».

Πηγαίνει στα δικαστήρια από μικρή ηλικία, παρακολουθούσε τον πατέρα της που δικηγορούσε από όταν ήταν 10 χρονών και «ένα από τα πρώτα πράγματα που μου είχαν κάνει φοβερή εντύπωση στη συμπεριφορά των Δικαστών ήταν, παρακολουθώντας τη δίκη της Βαγγελιώς της Βογιατζή, να ακούω έναν Πρόεδρο που ήθελε να ευνοήσει την κατηγορουμένη, ήθελε κάπως να τη βοηθήσει και βρήκε να πει το εξής στον μάρτυρα. Και γιατί κύριε, δεν ήρθε να ρωτήσει εσάς που είστε και άντρας στο κάτω-κάτω….».

Η Ζωή Κωνσταντοπούλου έφερε στο τραπέζι δύο χαρακτηριστικές υποθέσεις, για να επισημάνει όχι μόνο το πόσο θυματοποιείται και πάλι το θύμα μέσα στις δικαστικές αίθουσες αλλά και από την κοινωνία, αλλά να τονίσει και το γεγονός ότι οι αρχές του Κράτους είναι ράθυμες, εξαιρετικά αργές, ανεπαρκέστατες και υποδεέστερες των περιστάσεων.

«Την ξυλοκόπησε άγρια, βρέθηκε με σπασμένο πλευρό και πολλαπλούς μώλωπες και σωματικές βλάβες – Από τον Γενάρη του ’21, από την Εισαγγελία και την αρμόδια αρχή δεν έχει γίνει το παραμικρό για να προστατευθεί αυτή η γυναίκα»

«Το ένα παράδειγμα που θα σας πω αφορά μια κοπέλα εκπαιδευτικό, μια νέα γυναίκα 40 ετών περίπου, που το Γενάρη του 2021, την Πρωτοχρονιά, την ώρα που άλλαζε το δεκάμηνο μωρό της, δέχτηκε πολλοστή σωματική επίθεση από τον σύζυγό της, ο οποίος την ξυλοκόπησε, την έριξε κάτω, κατάφερε να καλέσει το 100 και έτσι διασώθηκε. Αποτέλεσμα αυτού του γεγονότος ήταν ότι βρέθηκε με σπασμένο πλευρό και πολλαπλούς μώλωπες και σωματικές βλάβες σε ολόκληρο το σώμα της και ευτυχώς, αποφάσισε εκείνη τη στιγμή ότι διακόπτει αυτή την κακοποιητική σχέση, διότι συνειδητοποίησε ότι η επόμενη φορά θα μπορούσε να είναι και η τελειωτική και αυτό είναι κάτι για το οποίο καμία γυναίκα βέβαια, δεν πρέπει να ψέγεται, για το πότε βρίσκει τα κουράγια της και παίρνει αυτήν την απόφαση και αυτό το οποίο ακούσαμε από τις εισηγήσεις, δηλαδή, να στοχοποιούνται και να ενοχοποιούνται οι γυναίκες από έδρας γιατί δεν αντιδρούσαν, γιατί δεν το είπαν νωρίτερα, είναι μια πρακτική και μια τακτική αντιστροφής της πραγματικότητας και επαναθυματοποίησης του θύματος. Σ’ αυτήν την υπόθεση, ο δράστης ομολόγησε την πράξη του, απομακρύνθηκε από την οικία και ουσιαστικά δεν υπήρξε κάποια αντιδικία σχετικά με το ότι έγινε αυτό το περιστατικό. Παρόλ’ αυτά, η ποινική υπόθεση από τον Γενάρη του 2021 βρίσκεται ακόμα στην προκαταρκτική εξέταση. Ποινικά δηλαδή, από την Εισαγγελία και την αρμόδια αρχή δεν έχει γίνει το παραμικρό για να προστατευθεί αυτή η γυναίκα, η οποία προστατεύεται μόνο χάρη σε μια απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, η οποία διατάσσει τον δράστη κακοποιητή να μην την πλησιάζει. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι ακόμα και σε μια ομολογημένη περίπτωση, που δεν συναντά αντιδικία και σύγκρουση, ακόμη και εκεί, οι αρχές του Κράτους είναι ράθυμες, εξαιρετικά αργές, ανεπαρκέστατες και υποδεέστερες των περιστάσεων. Εάν δεν είχε γίνει αυτό που ιδιωτικά κάνεις, δηλαδή ως διάδικος ιδιώτης ασφαλιστικά μέτρα, δεν θα υπήρχε παρέμβαση του Κράτους. Είναι αυτό άραγε η αντίδραση μιας προηγμένης, ανεπτυγμένης, πολιτισμένης δυτικής χώρας; Όχι».

«Με την απόφαση που λέει ότι ο κατηγορούμενος για ασέλγεια δικαιούται να βλέπει τα παιδιά του, μεταξύ των οποίων το παιδί σε βάρος του οποίου ασέλγησε, ο κατηγορούμενος καταθέτει 120 μηνύσεις στη μητέρα που τον κατήγγειλε ότι δεν του επιτρέπει να βλέπει τα παιδιά…»

«Το δεύτερο παράδειγμα που θα χρησιμοποιήσω αφορά μια γυναίκα, η οποία το 2018 από αφήγηση του ανήλικου κοριτσιού της, 5 ετών τότε, ανακαλύπτει ότι το παιδί είναι θύμα ασέλγειας από τον πατέρα. Αυτό είναι το γεγονός το οποίο την ωθεί, να εγκαταλείψει τελικά μία κακοποιητική συζυγική σχέση, στο πλαίσιο της οποίας έχει υποστεί πολλαπλές κακοποιήσεις και βιασμό και παρέμενε μόνο χάριν των παιδιών, όπως έλεγε στον εαυτό της. Παίρνει τα παιδιά της και μετακομίζει σε άλλη πόλη, αφού πρώτα καταγγέλλει την κακοποίηση του παιδιού και γίνεται παιδοψυχιατρική εκτίμηση του παιδιού, η οποία διαπιστώνει ότι έχουν υπάρξει πολλαπλά γεγονότα ασέλγειας.

Ξεκινά διαδικασία ανάκρισης για τον δράστη στον τόπο του αδικήματος και ταυτόχρονα ξεκινά μία αγωνιώδης προσπάθεια της μητέρας αυτή η ανάκριση να είναι ουσιαστική. Επί τρία χρόνια που διαρκεί η ανάκριση, η Ανακρίτρια δεν καλεί τη μητέρα να καταθέσει, δεν καλεί ούτε την παιδοψυχίατρο να καταθέσει. Ο φάκελος κλείνει και βγαίνει ένα βούλευμα το οποίο λέει, δεν υπήρξε ασέλγεια διότι δεν κρίνεται αξιόπιστη η παιδοψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη χωρίς να κληθεί η ψυχίατρος, διότι δεν είχε διοριστεί τεχνικός σύμβουλος και ταυτόχρονα δεν χρειάζεται να κληθεί η μητέρα, ούτε η παιδοψυχίατρος, γιατί δεν ήταν τι; Αυτόπτες μάρτυρες της ασέλγειας. Άρα, δεν χρειάζεται να κληθούν λέει το βούλευμα. Το κερασάκι στην τούρτα είναι ότι ο ίδιος Δικαστής που βγάζει αυτό το βούλευμα, έχει 6 μήνες νωρίτερα βγάλει και μια απόφαση με την οποία επιτρέπει για πρώτη φορά να υπάρχει επικοινωνία του κατηγορουμένου με τα παιδιά και ταυτόχρονα λέει ότι αυτή μητέρα και για αυτά τα παιδιά δεν δικαιούται και δεν χρειάζεται διατροφή, γιατί αφού πήρε τα παιδιά της και έφυγε, μια χαρά τα καταφέρνει.

Σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν θα μπορούσαμε να έχουμε τελειώσει και να κάνουμε έναν επικήδειο της αξίωσης για δικαιοσύνη, ισότητα, προστασία των παιδιών, των γυναικών και της αξιοπρέπειας όλων μας, εάν ευτυχώς, ο Εισαγγελέας Εφετών δεν ασκούσε έφεση και αν η υπόθεση δεν ξανά άνοιγε, με αποτέλεσμα να συνεχίζεται η ανάκριση για την κατηγορία της ασέλγειας σε βαθμό κακουργήματος και να κληθεί τελικώς και η μητέρα και η παιδοψυχίατρος. Με την απόφαση που λέει ότι ο κατηγορούμενος για ασέλγεια δικαιούται να βλέπει τα παιδιά του, μεταξύ των οποίων το παιδί σε βάρος του οποίου ασέλγησε, ο κατηγορούμενος καταθέτει 120 μηνύσεις στη μητέρα ότι δεν του επιτρέπει να βλέπει τα παιδιά.

Οι Εισαγγελείς του Βόλου παίρνουν κάθε μία από αυτές τις μηνύσεις και την μετατρέπουν σε κατηγορητήριο. Κατά κυριολεξία υπάρχουν εκατό τουλάχιστον κατηγορίες εναντίον αυτής της γυναίκας.  Αυτή η βιομηχανική παραγωγή κατηγορητηρίων εναντίον της μητέρας κλιμακώνεται τώρα, τον Ιούνιο, που η μητέρα καλείται να καταθέσει ως μάρτυρας στην ανάκριση και εκεί γίνεται το εξής: η μητέρα συλλαμβάνεται στο πλαίσιο του αυτοφώρου και το Αυτόφωρο Δικαστήριο που συγκροτείται επί τούτου ένα Σάββατο, της λέει ότι ναι, θέλετε αναβολή για να προετοιμαστείτε, όπως παίρνει και ο καθένας που κατηγορείται για κλοπή, απειλή ή οτιδήποτε. Αν θέλετε αναβολή αυτόν που κατηγορείται για κλοπή, απειλή, οτιδήποτε άλλο, τον αφήνουμε ελεύθερο. Εσάς θα σας κρατήσουμε στο Τμήμα επί τριήμερο, για να δούμε αν αύριο τα παιδιά θα πάνε με τον πατέρα τους. Κι έτσι αυτή η μητέρα που έχει υποστεί όλα αυτά, καταγγέλλει αυτά και καλείται να στηρίξει και τα παιδιά της και την κατηγορία, βρίσκεται κρατούμενη. Σα να μην έφταναν όλα αυτά, στη συνέχεια δικάζεται χωρίς δικηγόρο. Σα να μην έφταναν όλα αυτά, στη συνέχεια, σε επόμενο επεισόδιο η Εισαγγελία του Βόλου διατάσσει να ανοίξει η οικία της μητέρας με τρυπάνι, ανοίγουν την πόρτα του σπιτιού με τρυπάνι, ένας κλειδαράς, ένας αστυνομικός, ένας αυτοσυστηνόμενος ως Πταισματοδίκης και ο πατέρας-κατηγορούμενος για ασέλγεια, ενώ τα παιδιά ουρλιάζουν και κλαίνε. Αυτά γίνανε το έτος 2022 στο Βόλο, στην Ελλάδα, σε βάρος μιας γυναίκας κακοποιηθείσας, καταγγήλασας και κακοποίηση και ασέλγεια σε βάρος του παιδιού της και γίνονται με πρωτοβουλία ενός κατηγορουμένου για ασέλγεια σε βαθμό κακουργήματος και με πλήρη ανταπόκριση των εισαγγελικών και αστυνομικών αρχών, που σε καμία περίπτωση δεν τις έχουμε δει να ανταποκρίνονται έτσι, όταν μια γυναίκα καταγγέλλει ότι κακοποιείται ή ότι κινδυνεύει.

Στις 22 Σεπτεμβρίου, μετά από μία πολυήμερη διαδικασία που υπερασπιστήκαμε αυτή τη γυναίκα στο Βόλο μαζί με το Νίκο τον Κωνσταντόπουλο, ένα δικαστήριο και μια γυναίκα Δικαστής είπε το αυτονόητο. Αυτές οι υποθέσεις δεν μπορούν να δικαστούν εάν δεν κριθεί το κακούργημα και αρνήθηκε ουσιαστικά να δικάσει την μητέρα. Όμως, δεν ξέρω ποια θα ήταν η έκβαση αν δεν είχε υπάρξει όλη αυτή η αντίδραση και η δημοσιότητα που δώσαμε και η πολύ-πολύ σθεναρή αντίσταση σε αυτούς τους μηχανισμούς που κινήθηκαν για να συνθλίψουν έναν άνθρωπο και που θα μπορούσαν και ήταν έτσι σχεδιασμένοι και ενεργοποιημένοι για να τον συνθλίψουν αυτόν τον άνθρωπο, αυτή τη γυναίκα».

«Από την εμπειρία μου ως δικηγόρος του Κέντρου Διοτίμα κατά την εκπροσώπηση γυναικών γυναικών- επιζησασών έμφυλης βίας και ιδίως ενδοοικογενειακής βίας, έχω διαπιστώσει ότι το νομοθετικό πλαίσιο εφαρμόζεται με πολλές δυσκολίες στην πράξη. Επίσης, κατά την αντιμετώπιση των ζητημάτων ενδοοικογενειακής βίας παρεισφρέουν συχνά όχι μόνον θέματα προστασίας της γυναίκας αλλά και των παιδιών της, τα οποία συνήθως είναι έμμεσα θύματα ενδοοικογενειακής βίας και για τα οποία, ωστόσο, ο αστικός κώδικας προβλέπει ότι κατά κανόνα θα πρέπει να εξακολουθήσουν να επικοινωνούν με τον άλλο γονέα ή και να τελούν υπό την συνεπιμέλειά του, ανεξάρτητα από την βία που έχει μεσολαβήσει εις βάρος της μητέρας τους» ανέφερε εισαγωγικά η Μαρίνα Φαρμακίδη, δικηγόρος του κέντρου Διοτίμα και παρέθεσε συγκεκριμένα παραδείγματα από τα οποία να προκύπτουν οι στην θεωρία σχετικά επαρκείς και στην πράξη ανεπαρκείς νομοθετικές προβλέψεις.

Μία επίπονη δικαστική διαδικασία…

«Είναι μεσημέρι, κάποια χρόνια πριν. Κατόπιν επείγουσας παραπομπής από συμβουλευτικό κέντρο, συναντώ σε ένα καφέ μία γυναίκα κρυφά από τον σύζυγό της, με μεγάλη προφύλαξη για να μην δώσει υποψίες ότι επισκέπτεται δικηγόρο, καθώς έχει την βάσιμη πεποίθηση ότι παρακολουθείται. Λαμβάνω ιστορικό στην διάρκεια μόλις μισής ώρας. Μου αναφέρει χρόνια ενδοοικογενειακή βία, με συνεχείς εξυβρίσεις, απειλές και σωματική βία που καταλήγει συχνά σε τραυματισμούς, ενίοτε και σοβαρούς. Μου αναφέρει επίσης σωματική και ψυχολογική βία εις βάρος του παιδιού της. Λόγω του βάσιμου φόβου της ότι οποιαδήποτε απεύθυνσή της στην αστυνομία θα σήμαινε σοβαρότερο κίνδυνο για εκείνη και για το παιδί της, δεν έχει καταθέσει ποτέ μήνυση για τα περιστατικά αυτά. Μάρτυρες δεν υπάρχουν παρά μόνον ένας μάρτυρας για ένα μόνο εκ των δεκάδων περιστατικών. Το ίδιο απόγευμα συντάσσω τη μήνυση όσο πληρέστερα μπορώ καθώς μου έχει απαγορεύσει να την καλέσω για τυχόν συμπληρωματικές πληροφορίες, αφού πιστεύει ότι παρακολουθείται το κινητό της.

Καταθέτουμε την επομένη ημέρα την έγκληση στην εισαγγελία, με μοναδικά αποδεικτικά έγγραφα μία ιατρική εξέταση κατόπιν τραυματισμού της και του σύντομο ιστορικό που έχει ληφθεί από το παραπέμπον συμβουλευτικό κέντρο. Αργότερα στα πολλά ποινικά ακροατήρια που θα κληθεί να καταθέσει θα ακούσει πολλές φορές το ερώτημα: κι εσείς τι κάνατε τόσον καιρό; Γιατί δεν απευθυνθήκατε στην αστυνομία; Θα ερωτηθεί: μία γυναίκα με επαγγελματική εμπειρία, πώς είναι δυνατόν να ανέχεται τέτοιες συμπεριφορές
από τον σύζυγό της;  Την επόμενη ημέρα της κατάθεσης της μήνυσης η γυναίκα με το παιδί της κυριολεκτικά φυγαδεύεται σε ξενώνα εκτός Αττικής. Εγώ αμέσως καταθέτω αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ανάθεσης της επιμέλειας του παιδιού της σε αυτήν. Η υπόθεση εκδικάζεται μετά από τρία χρόνια από την κατάθεση της μηνύσεως. Στον πρώτο βαθμό ο δράστης αθωώνεται λόγω αμφιβολιών. Με μία διαδικασία εμφανώς εχθρική και αμφισβητητική προς την γυναίκα και την αφήγησή της, σε μία προσπάθεια απομόνωσης των ελάχιστων
συμβάντων βίας του κατηγορητηρίου σε σχέση με το σύνολο των συμβάντων που συνιστούσαν την χρόνια βία, τα οποία δεν
πρόλαβα να συμπεριλάβω στην έγκληση που συνέταξα, το δικαστήριο δεν πείθεται για την τέλεση των πράξεων. Η γυναίκα πιέζεται να ανακαλέσει λεπτομέρειες που δεν θυμάται. Στον δεύτερο βαθμό όμως ευτυχώς όλα ανατρέπονται ο δράστης καταδικάζεται. Η έδρα ακούει την γυναίκα με προσοχή, δεν την διακόπτει, δεν την αμφισβητεί, δεν αρνείται να ακούσει και συμβάντα που δεν περιλαμβάνονται στο κατηγορητήριο».

«Μέχρι και σήμερα ελεύθερος»

«Γυναίκα επιζήσασα ενδοοικογενειακής βίας, η οποία δε διαμένει πλέον με τον σύζυγό της προβαίνει σε επανειλημμένη κατάθεση εγκλήσεων στο αστυνομικό τμήμα. Μετά από κάθε συμβάν κάνει ακριβώς ό,τι προβλέπει ο νόμος: καταθέτει έγκληση στο αρμόδιο αστυνομικό τμήμα. Σε δύο από τις περιπτώσεις αυτές και με την κίνηση της διαδικασίας του αυτοφώρου ο δράστης συλλαμβάνεται, κρατείται, οδηγείται στον εισαγγελέα και ακολούθως δικάζεται και καταδικάζεται πλην όμως δίδεται στην έφεση ανασταλτικό αποτέλεσμα. Μάλιστα, στην μία από τις δύο περιπτώσεις όπου εφαρμόστηκε η διαδικασία του αυτοφώρου η γυναίκα συνελήφθη και αυτή μετά από ταυτόχρονη κατάθεση εγκλήσεως του συζύγου της για συκοφαντική δυσφήμιση και ψευδή καταμήνυση, κρατήθηκε ολόκληρο το βράδυ στο αστυνομικό τμήμα και οδηγήθηκε και αυτή με χειροπέδες ενώπιον του εισαγγελέα. Η γυναίκα είχε εξετασθεί από ιατροδικαστή και έχουν εντοπισθεί ευρήματα. Οι πρώτες δύο μηνύσεις εκδικάζονται αμέσως λόγω της διαδικασίας του αυτοφώρου και ο δράστης καταδικάζεται.

Οι υπόλοιπες όμως δικάζονται πολύ αργότερα. Περνούν τρία με τέσσερα χρόνια. Και ξαφνικά προσδιορίζονται για να εκδικασθούν όλες μαζί σε πολύ σύντομα χρονικά διαστήματα, η μία μετά την άλλη. Η γυναίκα δεν έχει χρήματα προκειμένου να καταβάλει τα υψηλά έξοδα της δίκης, δηλαδή το γραμμάτιο προείσπραξης του δικηγόρου. Εννοείται ότι ο κακοποιητής δεν καταβάλλει διατροφή. Όντας πολύ επιβαρυμένη ψυχικά ως επιζήσασα μακροχρόνιας, ασταμάτητης και ιδιαίτερα επικίνδυνης ενδοοικογενειακής βίας, αναγκάζεται να εμφανισθεί στο δικαστήριο χωρίς δικηγόρο και να καταθέσει ως μάρτυρας κατηγορίας. Ωστόσο, τα περιστατικά είναι τόσα πολλά που δεν θυμάται ποιο αντιστοιχεί σε κάθε υπόθεση. Καταθέτοντας άλλα περιστατικά αντί αυτών που αναφέρονται στο εκάστοτε κατηγορητήριο, παρ’ ότι συναφή ως προς τον χρόνο και τις ειδικότερες περιστάσεις, θεωρείται από το δικαστήριο ότι δεν αποδεικνύει την έγκλησή της. Κατ’ αποτέλεσμα ο δράστης αθωώνεται. Μάλιστα, παρά την ήδη καταδίκη του για δύο εκ των καταγγελθεισών πράξεων παραμένει μέχρι και σήμερα ελεύθερος».

Ποιος θα τις ακούσει;

«Αν δεν έχουν υποστηρικτικό οικογενειακό ή/και κοινωνικό περίγυρο και δεν έχουν επίσης οικονομική ανεξαρτησία, ο δισταγμός αυτός αυξάνεται. Ο φόβος τους συνίσταται στα αντίποινα που πιστεύουν ότι θα υποστούν εάν οι κακοποιητές μάθουν ότι έχει ασκηθεί εις βάρος τους μήνυση ή, ακόμη περισσότερο, εάν συλληφθούν επ’ αυτοφώρω, δεδομένου ότι για τα αδικήματα αυτά οι ποινές δεν οδηγούν τελικώς σε φυλάκιση του δράστη» σημειώνει η Μαρίνα Φαρμακίδη και συνεχίζει να παραθέτει λόγους που κρατούν τις γυναίκες πίσω στο να μιλήσουν.

«Γνωρίζουν ότι θα πρέπει να απομακρυνθούν για να είναι ασφαλείς, ωστόσο ένας αποτρεπτικός παράγοντας είναι ότι τα παιδιά, όταν υπάρχουν, έχουν το δικό τους περιβάλλον και πηγαίνουν στο σχολείο κοντά στο σπίτι. Έπειτα, πολλές γυναίκες δεν έχουν χρήματα για να νοικιάσουν άλλο σπίτι και γνωρίζουν ότι η διατροφή που θα τους καταβληθεί δεν θα είναι αρκετή για να ξεκινήσουν μία νέα ζωή.

Άλλος ένας ανασταλτικός παράγοντας για την καταγγελία της ενδοοικογενειακής βίας και την απομάκρυνση από το κακοποιητικό περιβάλλον είναι ο καινούριος νόμος για την λεγόμενη συνεπιμέλεια, σύμφωνα με τον οποίο ορίζεται ο κανόνας της από κοινού άσκησης της επιμέλειας των παιδιών και από τους δύο γονείς και δίνεται και η δυνατότητα της εναλλασσόμενης κατοικίας. Η εφαρμογή του κανόνα αυτού θα σημάνει συνέχιση έκθεσης της μητέρας μικρών παιδιών στο κακοποιητικό περιβάλλον, το οποίο ωστόσο αυτή θέλει να
αποφύγει και από το οποίο θέλει να απομακρυνθεί οριστικά, ενώ δυστυχώς, μέχρι και να εκδοθεί οριστική καταδικαστική απόφαση δεν θεωρείται ως αποδεδειγμένη βία για να οδηγήσει σε περιορισμό των δικαιωμάτων επικοινωνίας του κακοποιητή γονέα.

Έπειτα ο δισταγμός της καταγγελίας προέρχεται και από την έλλειψη μαρτύρων και άλλων αποδεικτικών εγγράφων, ενώ η βία πολλές φορές δεν αφήνει ορατά σημάδια στο σώμα, πολύ περισσότερο όταν είναι ψυχολογική, ώστε να αποδειχθεί με μία ιατρική εξέταση» επισημαίνει.

Καταλήγει, τονίζοντας πως η  γυναίκα στην πορεία ανεξαρτητοποίησής της και εξασφάλισης ενός ασφαλούς περιβάλλοντος θα έρθει ενίοτε σε επαφή με την αμφισβήτηση της αλήθειας της ιστορίας της, κάτι που την θυματοποιεί εκ νέου και προσθέτει και άλλους ανασταλτικούς παράγοντες στην απόφασή της αυτή. «Η δικαιοσύνη εξακολουθεί να αντιμετωπίζει την βία με τρόπο αποσπασματικό, δηλ. η ψυχολογική βία θα εκτιμηθεί μόνον ως τέτοια και όχι ως βία που μπορεί να εξελιχθεί και σε σωματική βία, η βία κατά ενός ανθρώπου θα εκτιμηθεί ως τέτοια και όχι ως βία που μπορεί να στραφεί και κατά άλλων ανθρώπων στην ίδια οικογένεια, η βία ως αιτία σωματικής βλάβης θα εκτιμηθεί ως τέτοια και όχι ως βία που μπορεί να οδηγήσει σε αφαίρεση της ζωής. Οι δομές φιλοξενίας των γυναικών θυμάτων βίας είναι περιορισμένες στον αριθμό και δεν επιλέγονται εύκολα από γυναίκες με εδραιωμένη επαγγελματική ζωή και κοινωνικό περιβάλλον, ενώ δεν δέχονται για φιλοξενία αγόρια στην εφηβεία. Τα συμβουλευτικά κέντρα που λειτουργούν στους Δήμους δεν ανταποκρίνονται άμεσα σε αιτήματα φιλοξενίας. Μετά από μία καταγγελία, μέχρι και την καταδίκη του αλλά και μετά από αυτήν ο δράστης θα παραμείνει ελεύθερος και ακόμη και αν έχουν επιβληθεί εις βάρος του περιοριστικά μέτρα πρακτικά δεν μπορεί κανείς να τον σταματήσει από το να τα παραβιάζει».

Εκείνες που είχαν ζητήσει βοήθεια από τις Αρχές πριν δολοφονηθούν

«Είχε απευθυνθεί στην Αστυνομία, καταγγέλλοντας ότι κινδυνεύει». Νεκταρία, δολοφονημένη από τον εν διαστάσει σύζυγό της. Ιεράπετρα Κρήτης, 2021.

«Αντιμέτωπη με τον βασανιστή δολοφόνο της, την ώρα που τον αναζητούσαν οι αστυνομικοί βρέθηκε 41χρονη, μέσα στο ίδιο της το σπίτι. Μισή ώρα πριν είχε απευθυνθεί στις αρχές και είχε υποβάλει μήνυση καθώς για ακόμα μια φορά ο γυναικοκτόνος την ξυλοφόρτωσε». Ζάκυνθος, 2022.

«”Σήμερα βράδυ κάλεσα το 100 για ενδοοικογενειακή βία σε γειτονικό διαμέρισμα που ζει και ανήλικο .Τα κουδούνια αλλαχτηκαν τη Παρασκευή και έδωσα το δικό μου φυσικά για να μπουν στην πολυκατοικία. Το περιπολικό ήρθε μετά από 25 λεπτά δεν μπήκαν καν στο κόπο να κατέβουν άνοιξαν απλά τα παράθυρα και έφυγαν!!! ΔΕΝ ΕΚΑΝΑ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΓΙΑ ΠΑΡΤΥ ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ. ΣΑΣ ΚΑΛΕΣΑ ΕΝΩ ΕΙΧΕ ΘΟΡΥΒΗΘΕΙ ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ Η ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑ. ΟΧΙ ΑΓΧΟΣ ΠΑΙΔΕΣ ΜΟΝΟ ΤΑ ΠΤΩΜΑΤΑ ΜΕΤΡΑΝΕ ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΑ. ΟΤΑΝ ΤΗΝ ΣΦΑΞΕΙ ΛΟΙΠΟΝ ΘΑ ΕΝΗΝΕΡΩΣΩ ΠΡΩΤΑ ΚΑΝΑ ΚΑΝΑΛΙ ΓΙΑ ΝΑ ΣΑΣ ΦΩΝΑΞΟΥΝ»”. Λίγες ώρες μετά τη δολοφονία, η κατά τα φαινόμενα γειτόνισσα του ζευγαριού μοιράστηκε την παλιότερη ανάρτησή της, καταγγέλλοντας πως το σημερινό θύμα, ήταν η ίδια γυναίκα: Τη σκότωσε τελικά. Μόνο αυτό έχω να πω». Δάφνη, 2021.

Δεν ήταν οι μοναδικές που είχαν ενημερώσει τις Αρχές. Μεγάλο ποσοστό των θυμάτων, σχεδόν οι μισές, όπως αποδεικνύεται από τα ρεπορτάζ, είχαν ενημερώσει τις Αρχές για τον κίνδυνο που διέτρεχαν, όπως είχε χαρακτηριστικά επιβεβαιώσει σε ρεπορτάζ της στην Καθημερινή η Ιωάννα Φωτιάδη.

Είναι πλέον σαφές και χιλιοειπωμένο σε όλους τους τόνους πως το πέπλο προστασίας που χρειάζονται τα θύματα χρειάζεται ενίσχυση.