“Ο πατριωτισμός είναι το τελευταίο καταφύγιο των παλιανθρώπων”
Samuel Johnson – Άγγλος συγγραφέας (1709-1784)

Είναι γνωστή η ρήση του Ντε Γκωλ: «Πατριωτισμός είναι όταν βάζεις πάνω απ’ όλα την αγάπη για τη χώρα σου. Εθνικισμός είναι όταν βάζεις πάνω απ’ όλα το μίσος για τις άλλες». Πλέον, βέβαια, ακριβώς επειδή ο εθνικισμός έχει ευρέως αυτή την αρνητική χροιά, ακροδεξιοί χρησιμοποιούν τον όρο του πατριωτισμού. Έχουμε άλλωστε και το πρόσφατο παράδειγμα του καταδικασμένου Χρυσαυγίτη Νίκου Μιχαλολιάκου που περιέφερε το αφήγημα ότι είναι πατριώτης, όχι ναζιστής.

Εδώ και μήνες, οι πολιτικοί καυχιούνται για το πόσο εξοπλισμένοι είμαστε στρατιωτικά, για τον μαχητικό εξοπλισμό μας που μπορεί να κατατροπώσει τους πάντες -εν προκειμένω την Τουρκία-. Στις ενημερωτικές εκπομπές και στα δελτία ειδήσεων το μεγαλύτερο μέρος της ώρας καλύπτεται από το τι έκαναν οι Τούρκοι στα χωρικά μας ύδατα, ποιο πλοίο πέρασε πιο κοντά από το Καστελόριζο, τι δήλωσε ο Ερντογάν. Η Τουρκία πουλάει «πατριωτισμό» στους πολίτες της και η Ελλάδα στους Έλληνες. «Ο κακός ο ξένος, κι από την άλλη, εμείς που υπερασπιζόμαστε την πατρίδα μας». Αυτό το αφήγημα δεν είναι σημερινό και δεν είναι ελληνικό. Υπήρχε πάντα, σε πολλές χώρες και ανάλογα με την εκάστοτε συνθήκη, «έβγαινε από την κατάψυξη» και ανακυκλωνόταν σε πολιτικές συζητήσεις και ΜΜΕ.

Ο Δημήτρης Λυβάνιος είναι Επίκουρος Καθηγητής στο ΑΠΘ, με αντικείμενο τη Νεότερη Ελληνική κι Ευρωπαϊκή Ιστορία. Μιλήσαμε για τον μηχανισμό που ενεργοποιείται από τους παράγοντες επιρροής σε περιόδους κρίσης, έναν μηχανισμό που σκοπό έχει να εντείνει το εθνικό αίσθημα των πολιτών, υπό την έννοια ότι οι ξένοι είναι οι κακοί, που θέλουν να μας ληστέψουν, να εκμεταλλευτούν τις πλουτοπαραγωγικές μας πηγές, να μη μας επιστρέψουν τις γερμανικές αποζημιώσεις, να μας τιμωρήσουν κ.α. Αυτό συμβαίνει διαχρονικά και διακρατικά.

«Ένα αντι-ευρωπαϊκό, αντι-γερμανικό πνεύμα υφίσταται ως διαθεσιμότητα στην ελληνική κοινωνία κι οτιδήποτε συμβαίνει, μπαίνει σ’ αυτό το πλαίσιο. Η πρώτη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, με Πρόεδρο της Βουλής τη Ζωή Κωνσταντοπούλου, έκανε ολόκληρο θέμα για τις γερμανικές αποζημιώσεις και πατούσε συνεχώς πάνω στο αφήγημα ότι τα μνημόνια είναι παράλογα. Η πλειοψηφία των πολιτών το δεχόταν. Η αντίδραση και στο δημοψήφισμα του 2015 ήταν επίσης μια αντίδραση προς την ξένη δύναμη που θεωρούσαν ότι απειλεί τη χώρα, τη Γερμανία» αναφέρει και σχολιάζει πως αυτό το αντιγερμανικό πνεύμα υπήρχε ανέκαθεν, φέρνοντας ως παραδείγματα την περίοδο της Μικρασιατικής καταστροφής, «που υπήρχε το πνεύμα ότι φταίνε οι ξένοι, Ιταλοί, Άγγλοι, Γάλλοι», την περίοδο της Χούντας, «όπου έχει ακόμη και σήμερα μείνει ψευδώς η εντύπωση ότι την έφεραν οι Αμερικανοί -οι Αμερινακοί βοήθησαν, τη στήριξαν για τους δικούς τους λόγους, όμως οι Συνταγματάρχες την έφεραν».

Η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα που έχει την έκφραση «ξένος δάκτυλος». Έχει αυτή τη μοναδικότητα να επιρρίπτει τις ευθύνες για οτιδήποτε συμβαίνει σ’ αυτήν σε κάποιον άλλο. Στον ξένο. Αποποιούνται πολιτικοί και πολίτες των ευθυνών τους και το μπαλάκι πετάγεται στον ξένο. Κρίσιμο σ’ αυτό το σημείο, είναι να γίνει ο διαχωρισμός ανάμεσα στον εθνικισμό υπέρ της χώρας μας και στο ζήτημα του «φταίνε οι ξένοι».

«Αγαπάμε να μισούμε τον ξένο» σχολιάζει ο καθηγητής. «Ο αντι-γερμανισός έχει ιστορικό βάθος. Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Στα τέλη του 190υ αιώνα ξαναφούντωσε με τους “Γερμανούς τραπεζίτες που ήρθαν να πάρουν τα λεφτά μας”. Σ’ όλες τις ευρωπαϊκές έρευνες για τον αντι-γερμανισμό και τις χώρες που τον εκφράζουν, η Ελλάδα είναι στην κορυφή της λίστας. Μην ξεχνάμε ότι το ελληνικό κράτος από την ίδρυσή του είχε επαφή με τους “ξένους”. Οι Μεγάλες Δυνάμεις, που κάποιοι τις λένε προστάτιδες, στην πραγματικότητα είναι εγγυήτριες. Υπό την εγγύησή τους ιδρύθηκες το ελληνικό κράτος. Η κόντρα με τον ξένο βγαίνει στην επιφάνεια γενικά σε περιόδους μεγάλης κρίσης. όπως, για παράδειγμα με το Κυπριακό και τον αντι-αμερικανισμό που ανέπτυξε η Ελλάδα από τα μέσα του 1950, όταν η Ελληνική κυβέρνηση έκανε προσπάθεια να διεθνοποιήσει το Κυπριακό και Άγγλοι και Αμερικανοί αντέδρασαν. Τότε, ο αντι-αμερικανισμός έγινε κτήμα και την ελληνικής Δεξιάς».

«Η επίθεση προς τον ξένο υπάρχει και στη λογική των γειτόνων μας, της ευρύτερης βαλκανικής περιοχής. Στην Τουρκία γίνεται κατά κόρον, όχι μόνο τώρα, αλλά διαχρονικά υπάρχει το αφήγημα ότι οι Ευρωπαίοι με τη Συνθήκη των Σεβρών το 1920 διέλυσαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία και μας έφεραν Έλληνες κι ότι η Ελλάδα είναι απειλή -μια απειλή για την οποία θα φροντίσει ο Ερντογάν, κάνοντας τη χώρα ξανά μεγάλη (και γι’ αυτό έκανε και την Αγία Σοφία τζαμί). Οι Αμερικανοί θεωρούν τον εαυτό τους ότι είναι ένα έθνος πολιτικό και άρα ότι όποιος επιτίθεται στις ΗΠΑ -που θεωρούν ότι υποστηρίζουν την ελευθερία και τη Δημοκρατία, πλήττει και εν γένει τη Δημοκρατία. Ο Πούτιν ως ξένο θεωρεί τη Δύση, γι΄αυτό χρησιμοποιεί το αφήγημα ότι η Δύση θέλει να διαλύσει τη Ρωσία (η Δύση των γκεί, όπως έχει πει), μια Ρωσία που είναι -όπως βροντοφωνάζει ο Πούτιν- υπέρ της ορθόδοξης παράδοσης, της οικογένειας. Ο λόγος του είναι αντιδυτικός. Υπάρχουν βέβαια και κουκίδες στον χάρτη που αποφεύγουν τον εθνικιστικό λόγο, όπως η Γερμανία, λόγω του παρελθόντος της.

«Εθνικά θέματα είναι και η οικονομία και η ακρίβεια στις τσέπες μας»

Τα ΜΜΕ, οι πολιτικοί που εμφανίζονται σ’ αυτά, ο κυρίαρχος λόγος αναφέρονται συνεχώς στην «Τουρκική προπαγάνδα». Έχουν σημασία οι λέξεις που χρησιμοποιούμε, οι όροι που επιλέγουμε. «Λένε “είναι εθνικό θέμα”. Δηλαδή, η οικονομία δεν είναι;» διερωτάται ο κ. Λυβάνιος, διαπιστώνοντας πως «όπως βλέπουμε τελικά, εθνικό θέμα είναι μόνο τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής», ενώ σημειώνει πως όποιος εκφέρει μια διαφορετική άποψη πάνω σε εθνικά θέματα, του μπαίνει η ταμπέλα του προδότη.

«Ζούμε σε μα εποχή όξυνσης των ελληνοτουρκικών, όντως, αλλά το θέμα είναι πώς παρουσιάζεται όλο αυτό. Όταν βαφτίζεις τα πάντα “τουρκική προκλητικότητα”, θέτεις ήδη το θέμα προβοκατόρικα κι αυτό εμποδίζει τον πολίτη να δει το ζήτημα σε όλες του τις διαστάσεις, να δοθεί η δυνατότητα για έναν ουσιαστικό διάλογο» υπογραμμίζει ο ίδιος, αναφορικά με τη συνεχή ενασχόληση των ΜΜΕ σχεδόν αποκλειστικά με αυτό. Και φυσικά αυτό δεν είναι τυχαίο με την υπόλοιπη επικαιρότητα. Είναι το φαινόμενο του αποπροσανατολισμού. Υπάρχει οικονομική κρίση, κρίση αξιών, περιβαλλοντική, ενεργειακή, σκάνδαλα, αλλά τα φιλοκυβερνητικά Μέσα (η τεράστια πλειοψηφία δηλαδή) επιλέγουν να πουλήσουν «αγάπη για την πατρίδα» σε αντιδιαστολή με τον «κακό ξένο».

Ο κ. Λυβάνιος σημειώνει, δε, πως υπάρχει μια «κάβα» εθνικών θεμάτων και ανάλογα με την εκάστοτε συνθήκη, οι αρμόδιοι ξεπαγώνουν το κατάλληλο. «Το 1991 με το Μακεδονικό υπήρχαν μεγάλες αντιδράσεις, γίνονταν μεγάλες διαδηλώσεις κατά του ονόματος της χώρας. Μετά ηρέμησε και πριν το τουρκικό θέμα, ήταν το Μακεδονικό στο προσκήνιο. Υπάρχει μια κάβα με θέματα που έχουν ως αφήγημα ότι οι ξένοι θέλουν να μας διαλύσουν, κι αυτό το αφήγημα βγαίνει στην επιφάνεια κάθε φορά που έχουμε κρίση. Για παράδειγμα, με τα μνημόνια και την οικονομική κρίση, είχε βγει το εθνικό θέμα με τις γερμανικές αποζημιώσεις και τους κακούς ξένους Γερμανούς που θέλουν να μας διαλύσουν. Με τα Ίμια και τώρα, χρησιμοποιείται το θέμα με την κακή ξένη Τουρκία. Την ίδια λογική συναντάμε και σε χώρες με την ίδια κουλτούρα με εμάς, όπως Βαλκάνια, Σερβία (για το θέμα του Κοσόβου) ή και σε μικρές χώρες που δέχτηκαν από την αρχή της ίδρυσής τους ξενική παρέμβαση».

Και διαχρονικά υπάρχει το θέμα με τους «ξένους πρόσφυγες». «Υπάρχει το αφήγημα που ανακυκλώνεται ανά καιρούς ότι όποιος θέλει τους πρόσφυγες είναι προδότης. Κι απ΄ την πλευρά των χωρών, έχουν γίνει έρευνες που δείχνουν ότι όλες οι Ευρωπαϊκές κοινωνίες και η Αμερικανική υπερτονίζουν τον αριθμό των ξένων. Σκεφτείτε ότι υπάρχουν άνθρωποι που νομίζουν ότι η Γαλλία έχει 30% πρόσφυγες» καταλήγει ο καθηγητής.