Ρέιμον Κάρβερ, Τζον Τσίβερ και Τομπάιας Γουλφ, συγγραφείς οι οποίοι, σύμφωνα με τον παραπάνω χαρακτηρισμό, αποδίδουν με ωμότητα την απέλπιδα μοίρα των «αποστερημένων» (dispossessed), της μονίμως δοκιμαζόμενης κατώτερης και μικρομεσαίας τάξης Αμερικανών. Διαθέτοντας επίσης ως επιπλέον κοινό και οφθαλμοφανές χαρακτηριστικό έναν εξαιρετικά απέριττο και λιτό εκφραστικό λόγο, απαλλαγμένο από κάθε καλολογικό στοιχείο και εμφατικό προσδιορισμό, έναν λόγο που ενίοτε κινείται στα όρια, δοκιμάζοντας την τύχη του στην κόψη της αντιληπτής προφορικότητας.
Ωστόσο, οι γενεαλογικοί και όλοι εν γένει οι συναθροιστικοί προσδιορισμοί κυμαίνονται συνήθως σε ρηχά νερά, αποδίδοντας χονδροειδώς, χάριν κατάταξης, τα ειδοποιά χαρακτηριστικά των συγγραφέων που τοποθετούν κάτω απ’ τον ερμηνευτικό φακό τους, αλαφροκαύκαλοι φιλόλογοι. Κάτω από τα επιδερμικά κοινά χαρακτηριστικά, τα ενίοτε ευκόλως αντικρουόμενα (ιδίως όσον αφορά τα παγιωμένα ταξικά χαρακτηριστικά των ηρώων της ρεαλιστικής αυτής λογοτεχνίας), κρύβεται ένα άλλης τάξης υπαρκτικό βάθος στο οποίο συντείνουν, και συχνά συναντώνται, οι αγωνίες των συγκεκριμένων συγγραφέων.
Για να γίνουν ωστόσο πιο ξεκάθαρα τα παραπάνω, θα πρέπει κανείς να επιστρέψει στην πρώτη αναφορά, στον πατέρα – τολμώ να πω – του σύγχρονου αμερικανικού διηγήματος, τον συγγραφέα της Ανθολογίας του Σπουν Ριβερ, Έντγκαρ Λι Μάστερς. Πώς όμως και με ποιο τρόπο ένας ποιητής (για τον οποίο ο πολύς Έζρα Πάουντ αναφώνησε «επιτέλους η Αμερική ανακάλυψε έναν ποιητή!») μπορεί να εκληφθεί ως ο πατέρας της σύγχρονης αμερικανικής διηγηματογραφίας;
Βαθιά επηρεασμένος από τα μεσαιωνικά ποιήματα της Παλατινής Ανθολογίας, ο Εντγκαρ Λι Μάστερς δίνει φωνή στους θανόντες, τους κατοίκους μιας φανταστικής κωμόπολης, οι οποίοι αφηγούνται μέσω ποιητικών επιτύμβιων, τον βίο και την τελευτή τους. Κάθε αφηγηματικό ποίημα κατοίκου του Σπουν Ρίβερ συνομιλεί με εκείνο κάποιου συντοπίτη του. Τα αφηγηματικά αυτά ποιήματα μπορούν κάλλιστα να διαβαστούν και ως αυτοτελή διηγήματα, καθώς αφηγούνται συνοπτικά την ιστορία ενός βίου. Τα λογοτεχνικά φαγιούμ του Μάστερς, οι κοσμικοί αυτοί νηπενθείς βίοι που φέρνουν στον νου βίους αγίων, σημάδεψαν βαθιά, κατά την ταπεινή μου γνώμη, τη σύγχρονη αμερικανική διηγηματογραφία, προσδίδοντάς της έναν μοιρολατρικό κι υπόγεια θρηνητικό χαρακτήρα. Στην πλειονότητά τους οι χαρακτήρες των σύγχρονων αμερικανών διηγηματογράφων έρχονται αντιμέτωποι με μιαν άτρεπτη μοίρα ή όντας εκ προοιμίου καραβοτσακισμένοι και κακομυριοκατάδαρτοι, περιφέρουν ένα βαθιά πένθιμο βλέμμα στην εξωτερική πραγματικότητα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο πικρόχολος βιβλιοκριτικός Άντερς από το διήγημα «Σφαίρα στο κεφάλι» του Γουλφ, που μοιάζει να επιζητεί και να επιδιώκει, λόγω ψυχοσύνθεσης και συμπεριφοράς, την τραγική του τύχη.
Η επόμενη καταλυτική επιρροή προέρχεται από έναν καθαρόαιμο διηγηματογράφο και μεγάλο στυλίστα, τον Σέργουντ Άντερσον. Στο αριστουργηματικό Ουάινσμπεργκ Οχάιο συνθέτει μια συλλογή διηγημάτων η οποία δύναται να διαβαστεί και ως μυθιστόρημα. Κάθε διήγημα και κεφάλαιο του βιβλίου δίνει τον λόγο σε έναν, εν ζωή τη φορά αυτή, κάτοικο της φανταστικής μεσοδυτικής κωμόπολης. Οι φωνές των κατοίκων προσδιορίζουν τον τόπο, συμπληρώνοντας σταδιακά τον χάρτη της μικρής επαρχιακής πόλης απ’ όπου παρατηρούν τη ζωή και το σώμα τους να μαραζώνουν με τα χρόνια. Η φωνή που εμφαίνει τον τόπο και ο τόπος, πεδίο δια βίου βασανιστηρίου, αποτελούν απαρασάλευτες πτυχές της αμερικανικής λογοτεχνίας, μια σταθερή μελωδία με αμέτρητες μουσικές παραλλαγές. Παρενθετικά και για του λόγου το αληθές, αξίζει να διαβάσει υπό αυτό το συγκεκριμένο πρίσμα κανείς, το σπουδαίο μυθιστόρημα του Τρούμαν Καπότε, Άλλες φωνές, άλλοι τόποι. Το μοτίβο όμως αυτό πηγάζει και εμφανίζεται στην αρτιότερη και δυνατότερη του μορφή στο διήγημα.
Στην «Χαρά του πολεμιστή» οι ήρωες του Γουλφ εμφανίζονται είτε ως «σύντροφοι εν αποτυχία», όπως φαίνεται να αντιμετωπίζει ο λοχαγός Κινγκ τον επιλοχία Χούπερ στο ομώνυμο διήγημα, είτε ως σύντροφοι στο δράμα, όπως οι ήρωες του διηγήματος «Κυνηγοί στο χιόνι», είτε ως σύντροφοι στην αδυναμία του φύλου τους, όπως εν τέλει διαπιστώνει ο αχώνευτος υπερόπτης καθηγητής Μπρουκ, είτε ως σύντροφοι στην ίδια φυλακή, τη μεγαλούπολη, όπου αργοπεθαίνουν από ανία ή μπωντλερικό «spleen» σαν τους ήρωες του διηγήματος με τον πολυεπίπεδο τίτλο «Λεβιάθαν». Η θνητότητα, η φθαρτότητα, το εφήμερο και εύθρυπτο των ερωτικών σχέσεων, η ζωή ως ναρκοθετημένη μοίρα, για να προεκτείνουμε τα προλεχθέντα, είναι τα κατεξοχήν ειδοποιά χαρακτηριστικά που συνέχουν συγγραφείς όπως ο Γούλφ, ο Κάρβερ ή ο Τζέιμς Σάλτερ. Ο σύγχρονος αστικός βίος μοιάζει με στενό κοστούμι στο σώμα των ηρώων τους, ιδιαίτερα του Τομπάιας Γουλφ, οι οποίοι όμως δεν γνωρίζουν άλλο τρόπο ζωής, μοιάζουν ζυμωμένοι με κατάθλιψη και κυνισμό, κι όταν αφήνονται ελεύθεροι εκτός αστικών ορίων λειτουργούν ως απελευθερωμένα κτήνη, όπως οι «Κυνηγοί στο χιόνι», ή απάνθρωποι, όπως ο Τζον στο διήγημα «Δικό της σκυλί» ο οποίος εμφανίζεται υποδεέστερος του σκύλου που βγάζει βόλτα στο βάλτο.
Την ύστατη όμως στιγμή ο Τζων σώζεται – η αμείλικτη κριτική του σκύλου του προς το πρόσωπό του, θυμίζει τη Θεία Κρίση κατά τη Δευτέρα Παρουσία – γιατί ο άνθρωπος, σε αντίθεση με το κατοικίδιό του, διαθέτει την ευκαιρία και το δώρο της συγχώρεσης.Το σκυλί αγνοεί το επικείμενο τέλος, η καλοσύνη του είναι εγγενής κι ασυνείδητη, όμως ο άνθρωπος μπορεί να συγχωρέσει και να συγχωρεθεί μπροστά στο φάσμα του θανάτου.Οι κατεξοχήν χριστιανικές αυτές αρετές της συγχώρεσης, της καλοσύνης και της πραγματικής αγάπης, διαμορφώνουν τον μεταφυσικό ορίζοντα του σύγχρονου αμερικανικού διηγήματος και το διακριτό σύνορο που χωρίζει την ευρωπαϊκή από την διηγηματογραφία πέραν του ατλαντικού. Ακόμα κι ανενεργός, ένας ορίζοντας σωτηρίας από την τραγικότητα και το τέλμα του βίου παραμένει πάντοτε υπαρκτός. Το «Δικό της σκυλί» και το ειρωνικό διήγημα «Θνητοί» όπου ο πλαδαρός εφοριακός μηχανεύεται έναν τρόπο για να γευτεί την δική του ανάσταση, συνδέουν απευθείας τον Τομπάιας Γουλφ με τη μεγάλη κυρία της αμερικάνικης διηγηματογραφίας και λογοτεχνίας, Φλάνερυ Ο’ Κόνορ.
Λειτουργώντας η Ο’ Κόνορ ως ο Ανρί Καρτιέ Μπρεσόν της διηγηματογραφίας, επιδιώκει την «αποφασιστική» εκείνη «στιγμή» στα διηγήματά της όπου οι ήρωές της έρχονται αντιμέτωποι με τις ίδιες τους τις πράξεις και τη δυνατότητα απονομής θείας χάριτος. Τη δυνατότητα της σωτηρίας. Όντας δυσπρόσιτου βεληνεκούς συγγραφέας, η Ο’ Κόνορ αποφεύγει μαεστρικά το ηθικό μανιχαϊκό δίπολο καλού/κακού και σωτηρίας/καταδίκης, αφήνοντας τον αναγνώστη εν πολλοίς αμέτοχο των βουλών του Κυρίου.
Στο πνεύμα αυτό, η εξωτερική εμφάνιση των πραγμάτων, όπως και το παρουσιαστικό ανθρώπων και ζώων, αποκαλύπτουν πολλά για τον χαρακτήρα και το Είναι τους. Η όψη των πραγμάτων απηχεί στην αμερικανική διηγηματογραφία το περιεχόμενό τους, ακόμα και σε φαινομενικά αταίριαστους συγγραφείς όπως ο Σκοτ Φιτζέραλντ και ο Τομπάιας Γουλφ. Το γεγονός ότι ο ακατάτακτος Φιτζέραλντ, ο φερόμενος ως νατουραλιστής συγγραφέας Έρνεστ Χέμινγουεϊ, αλλά και ο τραγικός με το αρχαιοελληνικό βάρος του όρου, Ουίλιαμ Φώκνερ, όλοι αυτοί οι βαθιά διαφορετικοί συγγραφείς, υπήρξαν μαθητές του Σέργουντ Άντερσον, φωτίζει σε ασύγκριτα μεγαλύτερο βάθος τους δεσμούς και τις εκλεκτικές τους συγγένειες από τον διαχωρισμό τους σε βρώμικους ή μη, ρεαλιστές και νατουραλιστές. Υπ’ αυτό πάντα το πρίσμα μπορεί ευκολότερα κανείς να διακρίνει τον μίτο που συνδέει τις θεματικές, τη δομή και κυρίως την οντολογική αγωνία ενός συγγραφέα σαν τον Τομπάιας Γουλφ με το σύνολο σχεδόν των κορυφαίων Αμερικανών ομοτέχνων του.
Θα χρειαζόταν ειδική πολυσέλιδη και πολύμοχθη μελέτη προκειμένου να καταδειχθεί με ποιον τρόπο και σε ποιο βαθμό ο Τομπάιας Γουλφ προεκτείνει και εμβαθύνει τα θεμελιώδη δάνεια που άντλησε από τους αγέρωχους προπάτορές του. Θα σταθώ σε ένα ενδεικτικό ειδοποιό χαρακτηριστικό διηγηματογράφων όπως ο Τζέιμς Σάλτερ ή ο Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ το οποίο ο Γουλφ διαχειρίζεται με πιο κρύφιο και συμβολικό τρόπο, αναπλάθοντας δημιουργικά το παραδοθέν, μια πτυχή, μ’ άλλα λόγια, της διηγηματογραφικής του παράδοσης. Πρόκειται για τα διηγήματα που έχουν ως θέμα τους τον ίδιο τον συγγραφέα και την τέχνη της γραφής. Στον Άντερσον τον ρόλο του συγγραφέα που πασχίζει να απεγκλωβιστεί από την επαρχιακή στενοχώρια και μιζέρια ενσαρκώνει ο δημοσιογράφος Τζορτζ Ουίλαρντ.
Ο Κάρβερ εντάσσει στο έργο του λογής γραφιάδες που λειτουργούν ως alter ego του ίδιου, με διαλυμένους γάμους και επικίνδυνη έφεση στο ποτό. Ο Σίνγκερ βάζει τον εαυτό του, τον συγγραφέα Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ, να συζητάει για λογοτεχνία μέσα στα ίδια του τα διηγήματα.
Στο μακράν πιο συμβολικό και οντολογικό διήγημα της συλλογής Η χαρά του πολεμιστή, με τον εμφατικό κι ελαφρώς παραπλανητικό για τους ακάτεχους, τίτλο, «Ο ψεύτης», ένα διήγημα που ανατέμνει το ιδρυτικό ερώτημα, τι είναι ο συγγραφέας και ποια η τέχνη του, ο Τομπάιας Γουλφ σκιαγραφεί το μεταφορικό πορτρέτο του λογοτέχνη, παρουσιάζοντας ως ήρωα ένα παιδί με ακαταμάχητη έφεση στο πλάσιμο αληθοφανών ιστοριών, με ήρωες τον εαυτό του και τη μάνα του. Η λογοτεχνία δεν γίνεται αντιληπτή ως μαγική μετάπλαση της πραγματικότητας με στόχο την προσπέλαση του απολύτου, αλλά ως χυδαία διαστροφή της. Το παιδί μεγαλώνει, όπως και κάθε σημερινός συγγραφέας, σε ένα κατ’ ουσίαν εχθρικό προς την ανάγνωση και τη λογοτεχνία περιβάλλον (η μάνα του διαβάζει μονάχα ό,τι δεν έχει εξώφυλλο) όπου το εγγενές και θαυμαστό του ταλέντο αντιμετωπίζεται όχι ως μειονέκτημα, αλλά κυριολεκτικά ως αναπηρία και ανηθικότητα η οποία χρήζει ιατρικής αντιμετώπισης. Υπερβαίνοντας το ασφυκτικό οικογενειακό πλαίσιο, ενσαρκώνοντας εν ολίγοις το όνειρο του γραφιά του Άντερσον, το παιδί ανοίγεται σε έναν κόσμο όπου η παραμυθητική και παραμυθιαστική του ικανότητα εκλαμβάνεται ως βάλσαμο, καθώς οι ταλαιπωρημένοι ακροατές του (ήρωες σάμπως βγαλμένοι από τα διηγήματα του Κάρβερ ή του Τσίβερ) αγάλλονται «καθώς (τον) άκουγαν να τους τραγουδ(ά) σε μια γλώσσα που σίγουρα ήταν αρχαία και ιερή».
Πατώντας γερά στην λαμπρή παράδοση των προπατόρων του ο Γουλφ αποκαθιστά το ιερό λειτούργημα του λογοτέχνη στις πιο ουσιαστικές υπαρκτικές και μεταφυσικές του βάσεις.