του Μάνου Φραγκιουδάκη
Παρόλο που δεν θα βρείτε κανένα χαρακτηρισμό της Τουρκίας ως «ασφαλούς τρίτης χώρας» η ενσωμάτωση της Οδηγίας 2013/32 και οι διατάξεις που αναφέρονται στο νομοσχέδιο για το προσφυγικό αφήνουν να εννοηθεί ξεκάθαρα πώς θα γίνονται οι επιστροφές στην Τουρκία. Βέβαια, στο νομοσχέδιο δεν υπάρχει λίστα με τις χώρες που είναι ασφαλείς αλλά μόνο οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι χώρες μπορούν να θεωρηθούν ως τέτοιες.
Σύμφωνα λοιπόν με το άρθρο 56, ασφαλείς θεωρούνται οι χώρες που πληρούν σωρευτικά τα παρακάτω:
- Δεν απειλούνται η ζωή και η ελευθερία του πρόσφυγα λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων,
- Τηρούν την αρχή της μη επαναπροώθησης, σύμφωνα με τη Σύμβαση της Γενεύης
- Δεν υπάρχει κίνδυνος σοβαρής βλάβης κατά τον αιτούντα
- Απαγορεύεται η απομάκρυνση σε χώρα όπου κινδυνεύει να υποστεί βασανιστήρια ή σκληρή, απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, όπως ορίζεται στο διεθνές δίκαιο.
- Υπάρχει η δυνατότητα να ζητηθεί το καθεστώς του πρόσφυγα και, στην περίπτωση που ο αιτών αναγνωρισθεί ως πρόσφυγας, να του χορηγηθεί προστασία σύμφωνα με τη Σύμβαση της Γενεύης.
- Ο αιτών έχει σύνδεσμο με την εν λόγω τρίτη χώρα, βάσει του οποίου θα ήταν εύλογο γι’ αυτόν να μεταβεί σε αυτήν.
O αναπληρωτής υπουργός Μεταναστευτικής Πολιτικής, Γιάννης Μουζάλας, δήλωσε πως «η Τουρκία δεν μπορούμε να πούμε ότι πάει καλά, δεν μπορούμε να πούμε ότι πάει κακά. Είμαστε δύσπιστοι, περιμένουμε κάθε ημέρα να αποδείξει ότι θα σεβαστεί την ευθύνη που ανέλαβε απέναντι στην ΕΕ»
Κοσμόπουλος: «Το νομοσχέδιο προωθεί την εφαρμογή μιας επικίνδυνης συμφωνίας»
«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρόκειται για ένα νομοσχέδιο που μεταξύ άλλων προωθεί την εφαρμογή μιας επικίνδυνης συμφωνίας μεταξύ ΕΕ-Τουρκίας, ενώ εισάγει και αμφιλεγόμενες fast –track διαδικασίες αναφορικά με την εξέταση των αιτημάτων ασύλου στα νησιά. Ακόμα κι αν, εν προκειμένω, η Τουρκία δεν κατονομάζεται ως ασφαλής τρίτη χώρα, δεν αλλάζει το γεγονός ότι κινούμαστε ολοταχώς προς μια νέα σκληρή πραγματικότητα που περιφρονεί το διεθνές δίκαιο στέλνοντας πρόσφυγες πίσω στον κίνδυνο, όπως εμφατικά καταδεικνύουν οι νέες καταγγελίες μας για την Τουρκία. Βεβαίως το νομοσχέδιο περιλαμβάνει και άλλες διατάξεις που, χωρίς να είναι απαραίτητα αρνητικές, χρήζουν περαιτέρω μελέτης», δηλώνει στο TPP ο Γιώργος Κοσμόπουλος, Διευθυντής του Ελληνικού Τμήματος της Διεθνούς Αμνηστίας.
Σύμφωνα με τις αποκαλύψεις της Διεθνούς Αμνηστίας, οι Τουρκικές αρχές συγκεντρώνουν και απελαύνουν ανά ομάδες των 100 περίπου ατόμων, Σύριους πρόσφυγες στους οποίους συμπεριλαμβάνονται ανήλικα παιδιά και έγκυες γυναίκες, σχεδόν σε καθημερινή βάση.
Όπως καταγράφεται στις καταγγελίες, οι Τούρκικες αρχές έχουν μειώσει τις καταγραφές των Σύρων προσφύγων, ενώ ορισμένοι πρόσφυγες στα σύνορα της επαρχίας Hatay, όταν επιχείρησαν να καταγραφούν, επεστράφησαν ακούσια στην Συρία.
Συγκεκριμένα μέσα σε τρεις μέρες την προηγούμενη εβδομάδα, οι ερευνητές της οργάνωσης συγκέντρωσαν πολλαπλές μαρτυρίες για τις -μεγάλης κλίμακας- επιστροφές από την επαρχία Hatay, επιβεβαιώνοντας μια πρακτική που αποτελεί κοινό μυστικό στην περιοχή. Η οργάνωση υποστηρίζει ότι το παρατεταμένο φλερτ της ΕΕ με την Τουρκία που προηγήθηκε της συμφωνίας είχε ήδη ολέθριες και αλυσιδωτές επιπτώσεις στις πολιτικές της Τουρκίας απέναντι στους Σύριους πρόσφυγες.
Ύπατη Αρμοστεία ΟΗΕ: «Άμεση διασφάλιση εγγυήσεων πριν ξεκινήσουν οι επιστροφές»
Από την πλευρά της, η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες κάλεσε την Παρασκευή όλες τις πλευρές που συμμετείχαν στην συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας να διασφαλίσουν ότι θα τεθούν σε ισχύ όλες οι εγγυήσεις πριν ξεκινήσουν οι επιστροφές, δεδομένων των συνεχών σοβαρών ελλείψεων και στις δύο χώρες.
Όπως δήλωσε η εκπρόσωπος Τύπου, Μελίσα Φλέμινγκ, «η Ύπατη Αρμοστεία δεν αντιτίθεται στις επιστροφές ανθρώπων που δεν έχουν ανάγκη προστασίας και που δεν έχουν ζητήσει άσυλο, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων».
Τα σοβαρά ερωτηματικά για την Τουρκία, αυξήθηκαν την Πέμπτη, με το δημοσίευμα των Times, σύμφωνα με το οποίο, οι τούρκικες αρχές φέρονται να πυροβόλησαν και να σκότωσαν 16 πρόσφυγες, μεταξύ των οποίων τρία παιδιά που προσπαθούσαν να διασχίσουν τα σύνορα Συρίας-Τουρκίας τους τελευταίους τέσσερις μήνες.
Κέντρα κλειστού τύπου και κράτηση έως 90 ημέρες
Στο νομοσχέδιο προβλέπεται ακόμη, πως τα γνωστά ως Hotspots των νησιών του Αιγαίου, μετονομάζονται σε «Κέντρα Υποδοχής και Ταυτοποίησης» και ορίζεται ότι πλέον θα είναι κλειστού τύπου. Συγκεκριμένα, όσοι εισέρχονται στη χώρα πλέον θα τελούν υπό κράτηση μέχρι να ολοκληρωθούν οι διαδικασίες υποδοχής και ταυτοποίησης, οι οποίες είναι:
- Kαταγραφή προσωπικών στοιχείων
- Kαταγραφή δακτυλικών αποτυπωμάτων όσων είναι άνω των 14 ετών
- Εξακρίβωση ταυτότητας και ιθαγένειας
- Ιατρικό έλεγχο και παροχή τυχόν αναγκαίας περίθαλψης
- Ενημέρωση για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους
- Μέριμνα ειδικής μεταχείρισης για όσους ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες
- Εκκίνηση της διαδικασίας υπαγωγής σε καθεστώς διεθνούς προστασίας για όσους επιθυμούν
- Υπαγωγή σε διαδικασίες επανεισδοχής ή επιστροφής ή απέλασης για όσους δεν υποβάλουν αίτηση για καθεστώς διεθνούς προστασίας και για αυτούς των οποίων η αίτηση απορριφθεί.
Στο άρθρο 14 του νομοσχεδίου, ορίζεται πως όσοι εισέρχονται θα τίθενται «σε καθεστώς περιορισμού της ελευθερίας τους εντός του κέντρου με απόφαση του Διοικητή του, η οποία εκδίδεται εντός τριών ημερών από την είσοδό τους». Σε περίπτωση που οι διαδικασίες που αναφέρθηκαν παραπάνω, δεν έχουν ολοκληρωθεί εντός 3 ημερών η κράτηση θα παρατείνεται έως και 25 ημέρες μέχρι να ολοκληρωθούν οι διαδικασίες.
Ωστόσο το άρθρο 46 του νομοσχεδίου αφήνει ανοιχτό παράθυρο, η κράτηση να μπορεί να φτάσει ως και τους τρεις μήνες. «Η κράτηση αιτούντος διεθνή προστασία» για ορισμένες περιπτώσεις που έχουν να κάνουν με διασταύρωση στοιχείων «επιβάλλεται για 45 ημέρες και παρατείνεται για ακόμη 45 ημέρες εφόσον δεν ανακληθεί η εισήγηση του Προϊσταμένου της αρμόδιας Αρχής Παραλαβής».
Οι αιτήσεις ασύλου προβλέπεται ότι θα εξετάζονται πλέον με ταχύτερες διαδικασίες εντός 14 ημερών σε περιπτώσεις μεγάλων ροών , ενώ στο άρθρο 51 ξεκαθαρίζεται πως «ολοκληρώνεται το ταχύτερο δυνατό και σε κάθε περίπτωση εντός έξι μηνών στις περιπτώσεις εφαρμογής της κανονικής διαδικασίας ή τριών στις περιπτώσεις εφαρμογής της ταχύρρυθμης».