
Η υπουργός κατά την ομιλία της στη Βουλή, ερμήνευσε ότι «κάθε ψήφος “υπέρ” της δυσπιστίας στην κυβέρνηση, είναι ψήφος παράκαμψης και υποκατάστασης της δικαιοσύνης. Ψήφος, αμφισβήτησης της θετικής πορείας της πατρίδας μας. Ψήφος επιστροφής σε πολιτικές που στοίχισαν ακριβά σε κάθε Έλληνα και Ελληνίδα».
Συνέχισε ότι «δύο χρόνια μετά την τραγωδία των Τεμπών, οι πολίτες επανέλαβαν με εμφατικό τρόπο το καθολικό αίτημα να αποδοθεί δικαιοσύνη. Αίτημα και απαίτηση την οποία αντιλαμβανόμαστε πλήρως, συμμεριζόμαστε όλες και όλοι. Ο σεβασμός στους γονείς και τις οικογένειες που έχασαν αγαπημένα πρόσωπα, ο σεβασμός στους τραυματίες και τις δικές τους οικογένειες, ο σεβασμός σε κάθε πολίτη επιβάλλει να απαντηθεί κάθε ερώτημα, το κάθε γιατί αυτής της εθνικής τραγωδίας. Να απαντηθεί όμως θεσμικά, μέσα από την ολοκλήρωση της ανακριτικής διαδικασίας και την απονομή της δικαιοσύνης».
Σχετικά με την πρόταση δυσπιστίας, ισχυρίστηκε πως «αυτή προεξοφλεί τις αποφάσεις της δικαιοσύνης”» και συμπλήρωσε πως «τα κόμματα της Αντιπολίτευσης που την συνυπογράφουν, έχουν βγάλει την δική τους ετυμηγορία, χωρίς να περιμένουν τις αποφάσεις των δικαστικών αρχών, που έχουν την συνταγματική και θεσμική αρμοδιότητα να ερευνούν και να καταλογίζουν ευθύνες».
«Μετά τις αλλεπάλληλες δηλώσεις της αντιπολίτευσης για έλλειψη εμπιστοσύνης στην δικαιοσύνη, έρχεται τώρα επισήμως και η έμπρακτη αμφισβήτησή της, καθώς εάν διαβάσει κανείς την πρόταση δυσπιστίας που κατατέθηκε δομείται πάνω σε πραγματικά περιστατικά τα οποία αυτά ακριβώς ερευνά αυτή την στιγμή η δικαιοσύνη, συνεπώς η πρόταση αυτή παρακάμπτει την δικαιοσύνη και αγνοεί την θεσμική της ιδιότητα, όπως θα έλεγα ότι παρακάμπτει ακόμα και την προανακριτική επιτροπή της Βουλής που με δική της πρόταση (σ.σ. της αντιπολίτευσης) αποφασίστηκε προχθές για να μην υπάρξουν αναπάντητα ερωτήματα και εμείς την αποδεχθήκαμε» επανέλαβε κι εκείνη όπως και όλα τα κυβερνητικά στελέχη.
Όσον αφορά όσα ακολούθησαν το έγκλημα στον χώρο της σύγκρουσης, η Νίκη Κεραμέως υποστήριξε ότι «αποτελούν αντικείμενο έρευνας της ελληνικής δικαιοσύνης». Η κυβέρνηση αυτή, ισχυρίστηκε η ίδια πως «έχει διευκολύνει το έργο της δικαιοσύνης με σειρά πρωτοβουλιών όπως με την άρση απορρήτου των επικοινωνιών, με την επίσπευση της διαδικασίας σε περίπτωση σιδηροδρομικών ατυχημάτων, με την παράκαμψη των δικαστικών συμβουλίων».
«Υπήρξε, έμπρακτη ανάληψη πολιτικής ευθύνης με την άμεση παραίτηση του τότε αρμόδιου υπουργού, πράξη αυτονόητη την οποία όμως δεν είδαμε σε άλλες τραγικές περιπτώσεις» σχολίασε με νόημα και πρόσθεσε ότι «καταβάλλεται μια συστηματική προσπάθεια να διορθωθούν παθογένειες δεκαετιών του ελληνικού σιδηρόδρομου και του ΟΣΕ. Όσα είχαν γίνει δεν ήταν αρκετά, είναι πολλά που πρέπει να γίνουν ακόμη και πιο γρήγορα».
Είπε, τέλος, ότι «ένα από τα ζητούμενα των πολιτών στις πολυπληθείς πρόσφατες συγκεντρώσεις ήταν να επιταχύνουμε τις προσπάθειες για να αλλάξουμε όσα μας κρατούν πίσω. Να ενισχύσουμε την ασφάλεια των συγκοινωνιών, ώστε να μην ξανασυμβεί ποτέ τέτοια τραγωδία. Να λειτουργεί το κράτος μας πιο αποτελεσματικά. Να ανταποκρίνεται ολοένα και περισσότερο στις προτεραιότητες και τις ανάγκες των πολιτών. Σε αυτά τα μεγάλα ζητούμενα η αντιπολίτευση δεν έχει καμία πειστική απάντηση. Απάντηση, δίνει, και μπορεί να δώσει μόνο η ΝΔ, με απτά αποτελέσματα, με απτά οφέλη για κάθε πολίτη αυτής της χώρας».