του Θάνου Καμήλαλη
Η αποκάλυψη του βίντεο από την «Εφημερίδα των Συντακτών» έχει πυροδοτήσει ακόμα μια συζήτηση για την αστυνομική αυθαιρεσία, τον τρόπο δράσης της, αλλά και τον έλεγχό της. Οι απόψεις που εξέφρασε ο κ.Πάκος έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί δεν είναι προσωπικές. Διαπνέουν όλον τον κλάδο και ουσιαστικά προοιωνίζουν το αποτέλεσμα της ΕΔΕ που έχει διαταχθεί για την υπόθεση.
Το προκλητικό δεν είναι ότι ο Πρόεδρος της Ένωση αστυνομικών Αττικής υποστηρίζει ότι οι συνάδερφοί του άσκησαν την «απολύτως απαραίτητη βία». Αυτός ο ισχυρισμός είναι κάτι αναμενόμενο, παρά το γεγονός ότι μπορεί και να σοκάρει, δεδομένων των περιστάσεων. Η συγκάλυψη της υπέρμετρης βίας κρύβεται πάντα πίσω από τον «άγνωστο κίνδυνο», τους «αστυνομικούς που εκτελούν εντολές και κάνουν τη δουλειά τους», αλλά την υποκειμενική κοινωνική συζήτηση της ποσοτικοποίησης της βίας, που όπως βλέπουμε εδώ και μία εβδομάδα, μπορεί να δικαιολογηθεί σε κάθε περίπτωση. Τα πραγματικά προκλητικά σημεία, είναι η δικαιολόγηση της οφθαλμοφανούς προχειρότητας που επέδειξε η αστυνομία στο σημείο του εγκλήματος (ανεξάρτητα από το τι είδους έγκλημα πίστευαν οι αστυνομικοί ότι έλαβε χώρα στο κατάστημα).
Λέει για παράδειγμα ο Πάκος: «Όλες οι αστυνομικές πρακτικές λένε τα ίδια πράγματα. Πάνε σε ένα συμβάν στο οποίο καλούνται να αντιμετωπίσουν ένα άτομο οπλισμένο σε αμόκ. Αυτό γνωρίζουν. Τίποτα άλλο. Για να χειροπεδηθεί και να μη τραυματιστεί διερχόμενος πολίτης ή ο ίδιος αυτή είναι η πρακτική. Σ όποιον αρέσει».
Το ίδιο είπε και ο γενικός γραμματέας των Ειδικών Φρουρών, Στράτος Μαυροειδάκος, μιλώντας στον ΣΚΑΙ: «Αυτή είναι η διεθνής αστυνομική πρακτική για να χειροπεδήσεις άτομο που είναι επικίνδυνο. Κάνουν άριστα τη δουλειά τους. Δεν θα πάει ο αστυνομικός με τριαντάφυλλο για να χειροπεδήσει κάποιον. Είμαι πολύ σίγουρος ότι δεν έδινε τα χέρια του για να του περάσουν χειροπέδες. Έχουν κάνει τη δουλειά τους πάρα πολύ καλά».
Αλήθεια, οι διεθνείς αστυνομικές πρακτικές τι λένε για την αυτοψία και την αστυνομική έρευνα σε χώρο όπου έχει γίνει έγκλημα; Δεν μιλάνε για αυτοψία, συλλογή καταθέσεων, φωτογραφίες, προσεκτική καταγραφή των πειστηρίων κ.α; Έγινε κάτι τέτοιο στην υπόθεση Κωστόπουλου; Προφανώς και όχι. Η φωτογραφία με τον ιδιοκτήτη να σκουπίζει ανενόχλητος τα αίματα γύρω από το μαγαζί του έγινε viral. Η εικόνα με τον αστυνομικό να κρατάει με τα γυμνά του χέρια το μαχαίρι «πειστήριο» που βρίσκεται στο σημείο (και φαίνεται βάσει των καταθέσεων να πηγαινοέρχεται μέσα κι έξω από μαγαζί), επίσης. Όταν ρωτήθηκε γι αυτό, ο Πάκος απάντησε ότι δεν μπορεί να γίνεται «κριτική εκ του ασφαλούς». «Εμείς τώρα τα λέμε όλα εύκολα. Εκείνη την ώρα, μέσα σε δευτερόλεπτα πρέπει να προστατεύσουν τη ζωή τους, τους διερχόμενους και το άτομο που βρίσκεται σε παροξυσμό». Το διαβάζεις αυτό κι αναρωτιέσαι; Μα, δεν εκπαιδεύονται ακριβώς γι αυτές τις συνθήκες; Και συν τοις άλλοις, μιλάμε για ενέργειες που θα έπρεπε, όπως λένε τα «αστυνομικά εγχειρίδια», να έχουν γίνει μετά την σύλληψη του νεκρού Ζακ Κωστόπουλου, όταν ο «κίνδυνος» είχε περάσει.
Όταν η αστυνομία δεν μπορεί να παραδεχθεί ούτε τα στοιχειώδη, όπως το ότι «δεν πρέπει να πιάνουμε ένα στοιχείο με γυμνά χέρια» και παράλληλα αυτή είναι που θα ελέγξει τον εαυτό της για τα λάθη της, τότε υπάρχει σοβαρό πρόβλημα. Ο Πάκος παραπονιέται για τα σχόλια που «έχουν ήδη δικάσει τους συναδέρφους του», αλλά στην πράξη η αστυνομία δεν ενδιαφέρεται ποτέ για την κατακραυγή, ή για το μέγεθος της αποδοχής της στην κοινωνία. Καθώς αρνείται συνέχεια και συστηματικά να διορθώσει αποδεδειγμένα λάθος πρακτικές, το παράπονο αυτό είναι ωμή υποκρισία. Παράλληλα, ο Πάκος λέει ότι «δεν μπορεί να κρίνεται συνεχώς η δράση του αστυνομικού που είναι συγκεκριμένη με βάση την πολιτική ιδεολογία του καθενός που κυβερνάει».
Αυτό είναι το δεύτερο προκλητικό σημείο γιατί η ελεύθερη μετάφραση αυτής της φράσης είναι: «Δεν γίνεται να λογοδοτούμε για τις πράξεις μας στην πολιτική ηγεσία». Όταν αυτό σημαίνει, όπως έχει αποδειχθεί διαχρονικά, πλήρη ατιμωρησία σε κραυγαλέες περιπτώσεις και συγκάλυψη ευθυνών για ένα όργανο που είναι κρατικό, τότε έχουμε να κάνουμε με κράτος εν κράτει. Ο πρόεδρος των αστυνομικών Αττικής λέει σε ένα σημείο ότι «είναι σαν να υπερασπιζόμαστε συνέχεια παρακρατική ομάδα και όχι επαγγελματίες αστυνομικούς». Το ερώτημα είναι τι κάνεις όταν όντως υπάρχουν άτομα στο σώμα που συμπεριφέρονται με όρους παρακράτους.
Γιατί τέτοιες περιπτώσεις αποδεδειγμένα υπάρχουν. Υπάρχουν για παράδειγμα, τα εγκλήματα αστυνομικών εις βάρος δημοσιογράφων και φωτορεπόρτερ. Χτυπήματα όπως αυτό κατά του δημοσιογράφου Μανώλη Κυπραίου, που έχασε μέρος της ακοής του, της Τατιάνας Μπόλαρη, του φωτορεπόρτερ Μάριου Λώλου. Υπάρχουν «έρευνες» όπου ο ένοχος έχει προαποφασιστεί και κατασκευάζονται δικογραφίες εναντίον του. Οι περιπτώσεις Θεοφίλου και Ηριάννας είναι οι πιο κραυγαλέες, με συνέπεια να περάσουν χρόνια άδικα στη φυλακή (5 ο πρώτος, 1 η δεύτερη) Η περίεργη αστυνομική έρευνα γύρω από τη Marfin, επίσης. Υπάρχει και η διαφορά στην αντίδραση ανάλογα με την πολιτική ιδεολογία του καθενός. Ο Ρουπακιάς μπαίνει στο περιπολικό, λέει ήσυχος «δικός σας είμαι» και κυκλοφορεί άνετος χωρίς χειροπέδες στο τμήμα, ενώ τους συλληφθέντες στο Βελβεντό τους σαπίζουν στο ξύλο. Μάλιστα, πριν από δύο χρόνια, στην κατάθεση του επικεφαλής μίας εκ των δύο ομάδων της ομάδας ΔΙΑΣ που βρίσκονταν στο σημείο κατά τη διάρκεια της δίκης της Χρυσής Αυγής, εκτυλίσσεται αυτός ο διάλογος:
Ερώτηση: βάλατε χειροπέδες στο Γ. Ρουπακιά;
Απάντηση: εμείς όχι. Τον είχαμε ακινητοποιήσει. Δεν του βάλαμε χειροπέδες.
Ερώτηση: δεν τον θεωρούσατε επικίνδυνο ως ύποπτο φυγής;
Απάντηση: ήταν πολύ ήρεμος.
Ερώτηση: μα μόνος σας είπατε νωρίτερα ότι ήταν έτοιμος να φύγει.
Οι αστυνομικοί της ΔΙΑΣ δεν επεμβαίνουν άμεσα για να σταματήσουν τη δολοφονία Φύσσα, αλλά περνούν χειροπέδες στον νεκρό Κωστόπουλο. Διαδηλωτές, όπως ο Μάριος Ζέρβας, βρέθηκαν στο λάθος σημείο τη λάθος στιγμή κι αντιμετωπίσαν για χρόνια δικαστικές περιπέτειες, γιατί εμφανίζονται «στοιχεία» και μολότωφ από το πουθενά. Ακροδεξιοί επιτίθενται με φωτοβολίδες σε πρόσφυγες στη Λέσβο και η αστυνομία συλλαμβάνει μόνο αλληλέγγυους. Μετανάστες διαμαρτύρονται για τις συνθήκες κράτησής τους στην Πέτρου Ράλλη, οι αστυνομικοί μπαίνουν στο κελί και τους ξυλοκοπούν, υπάρχει βίντεο που καταγράφει όλη την επίθεση αλλά τελικά καταδικάζονται οι μετανάστες. Δεκάδες ρατσιστικές επιθέσεις καταγγέλλονται στον Ασπρόπυργο και μένουν στα συρτάρια.
Προσωπικά, δεν πιστεύω ότι όλοι οι αστυνομικοί είναι «μπάτσοι», όπως δεν είναι όλοι οι δημοσιογράφοι «ρουφιάνοι», όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι «τεμπέληδες», δεν παίρνουν όλοι οι γιατροί «φακελάκι» κ.ο.κ . Η απροκάλυπτη συγκάλυψη όμως των «μπάτσων» είναι πολύ σημαντικό πρόβλημα για τους αστυνομικούς, γιατί το κόστος μπορεί να είναι από ανασφάλεια, αδικία, χρόνια στη φυλακή χωρίς στοιχεία, μέχρι και ανθρώπινες ζωές. Σε μια ευνομούμενη πολιτεία ο στόχος πρέπει να είναι διπλός: Οι αστυνομικοί να κάνουν τη δουλειά τους και οι μπάτσοι να τιμωρούνται, γιατί το δεύτερο είναι προϋπόθεση του πρώτου και αν δεν υπάρχει στο τέλος κινδυνεύουμενα επικρατήσουν οι μπάτσοι.
Το λυπηρό εδώ είναι ότι μιλάμε για τα αυτονόητα και τα στοιχειώδη, που μοιάζουν σχεδόν ουτοπικά. Τα αιτήματα να μην υπάρχει μεροληπτική αντιμετωπίση εναντίον συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων, να μην είναι η αστυνομία θερμοκήπιο ακροδεξιών, να μην είναι ίδιος ο ελεγκτής με τον ελεγχόμενο θα έπρεπε να είναι συλλογικά και κάθε συζήτηση καταστρέφεται από φράσεις όπως «να τους αφήσουμε να κάνουν τη δουλεια τους» και «εσύ τι θα έκανες αν».
Το μοτίβο επίσης των αστείων ΕΔΕ και των κυβερνητικών δηλώσεων «να χυθεί άπλετο φως» είναι πολυπαιγμένο και κακογηρασμένο. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι ποτέ (και η αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ επί 3,5 χρόνια είναι εμφανής εδώ) δεν υπάρχει η ειλικρινής βούληση για μία αλλαγή προς το καλύτερο. Καθώς οι κυβερνήσεις χρειάζονται την αστυνομία για να καταστέλλουν τις κοινωνικές αντιδράσεις, υποχωρούν μπροστά στην αδιαφάνεια και την ατιμωρησία που χαρακτηρίζει το εσωτερικό της. Και αφήνοντας την ανεξέλεγκτη, αποσείουν από πάνω τους και τις ευθύνες για την δράση της. Στο τέλος, νομοτελειακά, καταλήγουμε πάντα σε ένα θρασύ, φωναχτό ή σιωπηλό «σ' όποιον αρέσει».