του Θεμιστοκλή Πανταζάκου, όπως δημοσιεύτηκε στο προσωπικό του προφίλ στο Facebook
Κύριε Μπαμπινιώτη,
Τις προηγούμενες μέρες, 285 απόφοιτες και απόφοιτοι του Αρσακείου συνυπέγραψαν ένα κείμενο καταγγέλλοντας τα περιστατικά ψυχολογικής, σεξουαλικής, σκέτης βίας που υπέστησαν εντός του σχολείου. Η δική σας αντίδραση ήταν να απευθυνθείτε στην Εισαγγελία προκειμένου να κληθούν να καταθέσουν οι συνυπογράφοντες και να λάβουν συγκεκριμένη μορφή οι «αόριστες και γενικόλογες αναφορές» της επιστολής, όπως είπατε. Ζητήσατε δηλαδή στην ουσία οι άνθρωποι αυτοί να εξαναγκαστούν να αποκαλύψουν τα όνοματά τους δημόσια, να καταθέσουν θέλοντας και μη. Πρόκειται για μια κίνηση που, αν και όχι παράνομη, αποτελεί τακτική εκφοβισμού. Θέσατε τον εαυτό σας, από την πρώτη στιγμή, απέναντί στους, και όχι μαζί με τους, απόφοιτους.
Κύριε Μπαμπινιώτη, υπάρχουν δύο δυνατές εξηγήσεις για την ύπαρξη του κειμένου των αποφοίτων. Η πρώτη είναι ότι, όπως μαρτυρά ο αριθμός τους, οι άνθρωποι αυτοί καταγγέλλουν μια υπαρκτή κουλτούρα και παρατεταμένη πρακτική πολύμορφης κακοποίησης εντός του σχολείου. Η άλλη είναι ότι 285 ξεχωριστοί άνθρωποι, που προφανώς άλλο τίποτα να κάνουν στη ζωή τους δεν είχαν, αποφάσισαν να τα βάλουν με το Αρσάκειο για να διακορεύσουν την τιμή και την υπόληψή του. Όσο παρανοϊκή κι αν ακούγεται η δεύτερη εξήγηση, καταλαβαίνω γιατί την επιλέξατε. Όσοι έχουμε περάσει από το Αρσάκειο καταλαβαίνουμε ότι η ψευδεπίγραφη, κατασκευασμένη και, ας είμαστε ειλικρινείς, κομμάτι θλιβερή ιδέα περί αίγλης και μεγαλοπρέπειας του σχολείου είναι κεντρικό σημαίνον στη ζωή πολλών ανάμεσα στους διοικούντες και τους διδάσκοντες. Η ίδια αυτή ιδέα είναι εξάλλου που παρήγαγε μεγάλο μέρος του εκφοβισμού, του εξευτελισμού, της συνεχούς κακοποίησης που υπέστησαν όσοι δεν επικύρωναν, με την ακαδημαϊκή επίδοση και την συμπεριφορά τους, το φαντασιακό που το σχολείο θέλει να εγκαταστήσει για τον εαυτό του, την αυτοεικόνα όσων τυχαίνει να έχουν κάποια εξουσία εντός του.
Ως άνθρωπος που πέρασε από το Αρσάκειο ευτυχώς μόνο μία χρονιά, επιτρέψτε μου να καταθέσω εδώ τη δική μου εμπειρία, όχι γενικά και αόριστα όπως παραπονεθήκατε ότι κάνουν οι άλλοι απόφοιτοι, αλλά επώνυμα και συγκεκριμένα. Την σχολική χρονιά 2004-2005 λοιπόν, οπότε και φοίτησα στο Αρσάκειο, συνάντησα ένα κλίμα αφενός άκρατου νεοπλουτισμού, αφετέρου άνθισης ακροδεξιών αντιλήψεων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι, μέρες μετά την κατάκτηση του Euro 2004 γαρ, παρέες μαθητών τραγουδούσαν συχνά-πυκνά, δυνατά και περήφανα μέσα στις τάξεις, το εμετικό σύνθημα «Δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ, Αλβανέ-Αλβανέ». Οι αντιδράσεις των καθηγητών ήταν απλά να παρακολουθούν το θέαμα, χαμογελώντας και αστειευόμενοι γι’ αυτό.
Μακάρι όμως να περιοριζόταν στο ιδεολογικό-συνθηματολογικό κομμάτι η νοσηρότητα εντός του σχολείου κύριε Μπαμπινιώτη. Δυσκολεύομαι να διαλέξω ένα σημείο εκκίνησης για την περιγραφή της πιο απτής κακοποίησης που έλαβε χώρα εκεί (και δεν βλέπω κανέναν λόγο να μην λαμβάνει χώρα ακόμα), οπότε θα αρχίσω από την πρώτη μου μέρα στο Αρσάκειο. Προερχόμενος καθώς ήμουν από ένα συνοικιακό σχολείο, η ενδυμασία μου δεν αντιστοιχούσε στις επιταγές των κοσμικών Πατρών. Να το πω απλά: είχα μαλλί αφάνα, φορούσα φόρμες, άκουγα χέβι μέταλ. Το έγκλημα αυτό ήταν φαίνεται ασυγχώρητο για πολλούς συμμαθητές μου, και ειδικά για αυτούς που διατηρούσαν την εξουσία στις άτυπες ιεραρχίες των μαθητών. Από την πρώτη στιγμή έγινα στόχος επιθέσεων τραμπουκισμού (bullying), και βέβαια δεν ήμουν ο μόνος. Όσοι δεν υπέκυπταν στην νόρμα του ντύνεσθαι ακριβά, όσοι δεν κυκλοφορούσαν με το καρτελάκι της τιμής έξω από το ρούχο που φορούσαν, όσοι δεν συμπεριφέρονταν σαν φερέλπιδες κληρονόμοι της αστικής τάξης και ιδιοκτήτες του κόσμου, λάμβαναν και τις συνέπειες: ξύλο, εξευτελισμός, απρόκλητος τραμπουκισμός. Το συνεχές αυτό κορυφώθηκε κάποια στιγμή προς το τέλος της σχολικής χρονιάς, όπου οι γνωστοί τραμπούκοι της τάξης πέταξαν από τον πρώτο όροφο (!) ένα μικρότερο παιδί, κατ’ εξακολούθηση θύμα των επιθέσεών τους, το οποίο έσπασε και κάποια πλευρά κατά την πρόσκρουσή του με το έδαφος.
Να έρθουμε όμως σε αυτό που ενδιαφέρει περισσότερο, στο πώς αντιδρούσαν οι ενήλικες στο δωμάτιο μπροστά σε όλο αυτό το θέαμα. Η απάντηση είναι απλή: συνεπικουρώντας το. Η αντίδραση των καθηγητών σε αγέλες αγοριών που ορμούσαν μέσα σε τάξεις και πλάκωναν άγρια στο ξύλο τα θύματά τους ήταν η απλή απάθεια, η σιωπηρή παραδοχή πως τα θύματα μάλλον άξιζαν ό,τι περνούσαν καθώς δεν ταίριαζαν στον ανθρωπότυπο του σχολείου, παρίες όντες εντός του κορμού των αστικών Πατρών. Αυτοί οι απαθείς και χειροκροτητές καθηγητές έχουν ονόματα: Φιλοποίμην Αλεβίζος, Κατερίνα Γεωργίου, Χαρίκλεια Παλυβού, Ελένη Κοτρώτσου, Χαράλαμπος Στανίτσας (μετέπειτα Αντιδήμαρχος Πατρών με τον σχηματισμό του Γιάννη Δημαρά). Είναι δύσκολο κύριε Μπαμπινιώτη, μέσα στον συνεχή και καθημερινό χαρακτήρα της βίας και της εξάρθρωσης της προσωπικότητάς σου, να συγκρατήσεις συγκεκριμένα περιστατικά. Παρ’ όλα αυτά, δύο, που αφορούν την Χαρίκλεια Παλυβού και εμένα, έχουν εντυπωθεί στο μυαλό μου με καθαρότητα μέχρι σήμερα. Το πρώτο, μετά από έναν καθιερωμένο ξυλοδαρμό, όπου μου απευθύνθηκε ρωτώντας με: «Κι εσύ γιατί δεν αντιδράς; Μήπως θες να τις τρως;». Το δεύτερο, κατά τη διάρκεια μιας γενικότερης οχλαγωγίας στην τάξη, στην οποία συμμετείχαν οι περισσότεροι μαθητές, όπου με ξεχώρισε από το πλήθος ως αδύναμο και μου είπε δημόσια: «Μιλάνε όλοι, μιλάει κι ο Θέμης». Προσπαθώ να αναλύσω τι δείχνει αυτό το περιστατικό για την ψυχοσύνθεση ενός οργανισμού κι ενός καθηγητή, και τι συνέπειες έχει για την ψυχοσύνθεση του θύματος, κι ακόμα και σήμερα χάνω τα λόγια μου. Μεταξύ μας κύριε Μπαμπινιώτη, όποιος δεν κατανοεί από μόνος του μάλλον είναι χαμένη περίπτωση, οπότε δεν θα σχολιάσω περαιτέρω. Η μόνη υποψία αντίδρασης σε αυτό το τοπίο καθημερινής βίας ήρθε ως απάντηση στο περιστατικό που αναφέρθηκε παραπάνω, όταν μικρότερος μαθητής-στόχος των τραμπούκων έπεσε, ή καλύτερα πετάχτηκε, από τον πρώτο όροφο. Στην περίπτωση αυτή, συγκαλέστηκε ένα συμβούλιο καθηγητών, γονέων και κηδεμόνων, σκέτη παρωδία, όπου καθείς από τους ιθύνοντες παραληρούσε για τις αρχές του σχολείου, σε μια συζήτηση πλήρως αποπροσανατολισμένη, μετά το πέρας της οποίας δεν τιμωρήθηκε κανείς για τίποτα.
Όλα αυτά, κύριε Μπαμπινιώτη, χωρίς να αναφερθώ στις επιθέσεις κατά της προσωπικότητάς μας που εξαπέλυαν οι καθηγητές εξ αφορμής των ακαδημαϊκών μας επιδόσεων. Δεν γίνεται να καταδειχθεί κάτι συγκεκριμένα, γιατί πολύ απλά αυτή ήταν η αυτονόητη καθημερινότητά μας, η οποία αυτή τη φορά δεν ξεχώριζε δυνατούς και αδύναμους ανήλικους: όλοι ήταν έρμαια συνεχών προσβολών και υποτίμησης που περίμεναν στη γωνία σε κάθε λάθος απάντηση. Πρωταγωνιστής σε αυτά τα σκηνικά, χωρίς οι υπόλοιποι να υπολείπονται πολύ, ήταν ο μαθηματικός Φιλοποίμην Αλεβίζος. Φυσικά, το επιχείρημα του σχολείου, ή η εκλογίκευσή του όπως καλύτερα θα λέγαμε, ήταν ότι όλα αυτά γίνονταν «για το καλό μας». Ενάντια φυσικά στα συμπεράσματα κάθε σύγχρονης επιστημονικής μελέτης που καταδεικνύει το αυτονόητο: κανείς δεν μαθαίνει καλύτερα όταν τραμπουκίζεται, ειδικά αναφορικά με υψηλών απαιτήσεων γνωστικά έργα όπως είναι η διανοητική εκμάθηση της σχολικής ύλης. Ενάντια στο προφανές: ότι αυτές οι συμπεριφορές στόχευαν στην ικανοποίηση των σαδιστικών τάσεων των διδασκόντων και στην επικύρωση της αυτοεικόνας τους ως έχοντες εξουσία και καθηγητικό κοινωνικό κύρος.
Κλείνοντας, υπάρχει και το κομμάτι της σεξουαλικής αποπλάνησης, παρενόχλησης, κακοποίησης, για το οποίο δεν είμαι αρμόδιος να μιλήσω εκτενώς. Γνωρίζω όμως ότι καθηγητής τότε στο σχολείο διατηρούσε σχέση με μαθήτρια. Αν το επιθυμεί η ίδια, ας βγει να το πει. Δεν είναι στον χαρακτήρα μου, ούτε και θα έπρεπε να είναι στον χαρακτήρα κανενός, να εξαναγκάζει τα θύματα να μιλήσουν. Η ντροπή ανήκει αποκλειστικά σε όποιον άνθρωπο, αγνοώντας πλήρως τις ιδιαίτερες χρονικότητες και τροπικότητες που χαρακτηρίζουν την επεξεργασία του τραύματος και οι οποίες είναι επιστημονικά τεκμηριωμένες, εκβιάζει τα θύματα με την επίφαση της διαφάνειας προκειμένου να προστατευτεί ο ίδιος. Πολύ δε περισσότερο θα έπρεπε αυτός ο κάποιος να ντρέπεται αν τυχαίνει να έχει και εξέχουσα θέση μέσα στο εκπαιδευτικό σύστημα.
Στην περίπτωση του θεάτρου κύριε Μπαμπινιώτη, οι καταγγελίες δεν απειλούν το ίδιο το θέατρο. Στην περίπτωση του Αρσακείου, επιτέλους το απειλούν. Η προσωπική, δική σας περίπτωση, είναι ενδιαφέρουσα. Ενώ κατά κανόνα είστε μια φιγούρα της δημόσιας σφαίρας που περιορίζεται σε εθνοπαραληρηματικές δηλώσεις περί γλώσσας, τις οποίες συχνά-πυκνά έγκριτοι συνάδελφοι γλωσσολόγοι καταδεικνύουν ως αδόκιμες και γραφικές, φτάνετε να γίνεστε επικίνδυνος σε συγκυρίες σαν τη σημερινή. Αυτό δεν θα σας το επιτρέψουμε. Όσες και όσοι είδαμε την προσωπικότητά μας να ισοπεδώνεται στο Αρσάκειο, όσες και όσοι αποκτήσαμε τραύματα από αυτό, έχουμε πλέον βρεθεί μεταξύ μας. Είμαστε πολλές και πολλοί, και δεν διανοήστε το πόσο δεν μας τρομάζουν οι κινήσεις σας. Γιατί κανείς δεν θέλει τόσο πολύ να μιλήσει, όσο βαθιά το θέλει ένα παιδί που έχει κακοποιηθεί.
Γιατί, αντίθετα με όσα μας μάθατε, η δύναμη βρίσκεται στον συνασπισμό και στην αντεπίθεση των αδύναμων αυτού του κόσμου.
Μετά καμίας βέβαια τιμής,
Θέμης Πανταζάκος
Λέκτορας Ιστορίας-Φιλοσοφίας της Επιστήμης,
Επίτιμος Ερευνητικός Υπότροφος, University College London (UCL)