Η υπόθεση δεν είναι αστεία, είναι τραγική. Ένας υπόδικος ναζί εισβάλλει σε σχολείο και, σύμφωνα με ντοκουμέντα, επιτίθεται σε γονείς και εκπαιδευτικούς. Η αστυνομία δεν προχωρά σε καμία ενέργεια για την σύλληψή του. Στη συνέχεια μία δημοσιογράφος (καλή-κακή, δεν έχει σημασία τώρα) τον χαρακτηρίζει «τραμπούκο». Ο ναζί υποβάλλει μήνυση για «συκοφαντική δυσφήμιση» και η δημοσιογράφος απειλείται με αυτόφωρο.
Είναι μία υπόθεση επίσης σχεδόν σουρεαλιστική μεν, διδακτική και χρήσιμη δε. Είναι το άκρον άωτον ενός παράλογου καθεστώτος, που θεωρεί ποινικό αδίκημα την ελεύθερη έκφραση και εξασφαλίζει ειδικά «όπλα» (βλ. σύλληψη) για να προστατεύσει τους ισχυρούς. Και δεν έχει να κάνει με το αν η Στεφανίδου θα τιμωρηθεί ή όχι. Έχει να κάνει με τη χρησιμοποίηση της απειλής, της σύλληψης, της δίωξης, που κρέμεται πάνω από τους δημοσιογράφους σαν μέγγενη και την αυτολογοκρισία που έρχεται ως συνέπεια.
Ο καθένας μπορεί να έχει την άποψη του για τη δουλειά της Τατιάνας Στεφανίδου. Συμφωνούμε ή διαφωνούμε σε ένα πλαίσιο που πρέπει να μας επιτρέπει να συμφωνούμε ή να διαφωνούμε. Το δικαίωμα οποιουδήποτε προσώπου να μπορεί να εκφράζεται ελεύθερα στο δημόσιο διάλογο, χωρίς να το περιμένει ένα περιπολικό απ’έξω, είναι στοιχειώδες, αναφαίρετο και αναντικατάστατο. Η προστασία της Ελευθερίας του Τύπου δεν διαχωρίζεται σε συμπάθειες και αντιπάθειες. Όπως ακριβώς κανένας δεν πρέπει να έχει το δικαίωμα να λογοκρίνει τον Τύπο, έτσι και κανείς δεν έχει το δικαίωμα να επιλέγει ποιο θύμα λογοκρισίας αξίζει υποστήριξης
Ο φασισμός εισβάλλει σε δημοτικό σχολείο και η μόνη που πρέπει να λογοδοτήσει άμεσα για το περιστατικό είναι μία δημοσιογράφος που χαρακτήρισε τον ναζί, «τραμπούκο». Αν μας αρέσει, με γεια μας. Αν γελάμε, τότε πρέπει να σκεφτούμε την πιθανότητα ότι ίσως στην επόμενη επίθεση κατά του Τύπου μας κοπούν τα γέλια. Αν δώσουμε το δικαίωμα στον ισχυρό να πιστέψει ότι «αφού μπορεί ο Λαγός, μπορώ κι εγώ» τότε βαδίζουμε σε επικίνδυνους δρόμους.
Υ.Γ. Κύριοι της κυβέρνησης με αφορμή (και) αυτό, μήπως να δυσαρεστήσετε λίγο τον κ.Καμμένο και να καταργήσετε την ποινική υπόσταση της «συκοφαντικής δυσφήμισης», που ισχύει μόνο στην Ελλάδα;