Οι τουρκικές εκλογές μαρτυρούν μία μεγάλη πόλωση στο τουρκικό εκλογικό σώμα. Το ενδιαφέρον των ψηφοφόρων επικεντρώθηκε σε θέματα οικονομίας με μεγάλο προβληματισμό για τον πληθωρισμό, την ενδημική διαφθορά και την έλλειψη διαφάνειας, αλλά και σε ζητήματα ταυτότητας.

Η αμφισημία της Τουρκίας μεταξύ Δύσης και Ευρασίας αποτυπώνεται και στις προτιμήσεις του εκλογικού κοινού, το οποίο είναι διχασμένο μεταξύ ΝΑΤΟ, Ρωσίας και Κίνας. Το σίγουρο είναι ότι ο Ερντογανισμός έχει έρθει για να μείνει, αφενός καθώς οι δημοσκοπήσεις διαψεύδονται με τον Ταγίπ Ερντογάν να επικρατεί στον πρώτο γύρο του αντιπάλου του και, αφετέρου, γιατί ο ίδιος ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου αντιγράφει στοιχεία της πολιτικής τακτικής του με αναφορές στην ισλαμική ταυτότητα και έναν εθνικισμό που συνδυάζει τον παραδοσιακό κεμαλισμό με την πιο σύγχρονη στροφή της Τουρκίας στην Ευρασία.

Στο πλαίσιο αυτό φαίνεται ενδιαφέρον ότι κατά την προεκλογική περίοδο ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου επέλεξε να εστιάσει στην προέλευσή του από την κοινότητα των Αλεβιτών, υποδαυλίζοντας τον σεκταρισμό, αλλά και θέτοντας εν αμφιβόλω την αυστηρή κεμαλική εκκοσμίκευση. Κατά διάφορους τρόπους ο Κιλιτσντάρογλου μιμείται την πορεία του Ερντογάν, ο οποίος στις αρχές της πολιτικής του σταδιοδρομίας είχε εργαλειοποιήσει πολιτικά τις αξίες του πλουραλισμού και της πολυπολιτισμικότητας, προκειμένου να καταξιώσει τη θρησκευτική ταυτότητα στην πολιτική και οπωσδήποτε δεν είναι ένας καθαρός κεμαλικός υποψήφιος, όπως αυτοί που έχουμε γνωρίσει στο παρελθόν. Μπορεί βεβαίως να υποτεθεί ότι ο Κιλιτσντάρογλου κάνει αυτό το coming out της αλεβιτικής του ταυτότητας, προκειμένου να μην το χρησιμοποιήσει ο Ερντογάν εναντίον του με αποφασιστικό τρόπο, αν και ο τελευταίος υπαινίσσεται διαρκώς τη θεωρούμενη ως αντεθνική δράση του αντιπάλου του και κυρίως τη σχέση του με το κουρδικό στοιχείο.

Οι τουρκικές εκλογές έχουν τον χαρακτήρα συσπείρωσης εναντίον του Ερντογάν σύμφωνα με έναν μεταμοντέρνο dégagisme, που είχαμε δει την προηγούμενη δεκαετία και στα κινήματα της αραβικής άνοιξης, εν προκειμένω στην Τουρκία με ένα μέτωπο έξι κομμάτων από την κεντροαριστερά μέχρι τον ισλαμικό εξτρεμισμό και τον κεμαλικό εθνικισμό, με παράλληλη έμμεση υποστήριξη από την Αριστερά και τους Κούρδους. Αυτός ο κατακερματισμός, όμως, είναι και το αδύναμο στοιχείο της αντιπολίτευσης, καθώς ο Ερντογάν μπορεί να εμφανίζεται ως πιο συνεκτικός σε περίοδο κρίσης. Ο Τούρκος Πρόεδρος επέλεξε τη συσπείρωση του δικού του κοινού με επιθετικούς μονολόγους επισείοντας τον κουρδικό κίνδυνο και θέτοντας ακόμη και ΛΟΑΤΚΙ ζητήματα στο επίκεντρο της πολιτικής ρητορικής, ακολουθώντας ως προς αυτό το ρωσικό μοντέλο. H απομάκρυνση του τρίτου υποψηφίου Μουχαρρέμ Ιντζέ είναι σημαντική μάλιστα εν όψει του δεύτερου γύρου εκλογών και από αυτήν την άποψη αυξάνει την πόλωση. Το γεγονός παραμένει ότι μια ενδεχόμενη αμφισβήτηση εκλογικών αποτελεσμάτων μπορεί να πυροδοτήσει ένα δυναμικό κίνημα έντασης στους δρόμους.

Στο πλαίσιο αυτό είναι πιθανό να έχουμε ένα τέλος της ύφεσης στον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό, η οποία είχε παρατηρηθεί μετά τους σεισμούς. Ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου είχε μάλιστα πλειοδοτήσει σε ανθελληνική ρητορική για τα νησιά του Αιγαίου. Η κεμαλική παράδοση είναι αμφίσημη, επιτρέποντας στον Κιλιτσντάρογλου άλλοτε να μιλά για την ειρηνική συνύπαρξη στο πλαίσιο της κοινής συμμετοχής στο ΝΑΤΟ κι άλλοτε να παρουσιάζει ένα ακραιφνώς εθνικιστικό προσωπείο. Και ενώ ο νεο-οθωμανισμός του Ερντογάν σημαίνει μία διάθεση επέκτασης στη Βαλκανική, αλλά και στον Καύκασο και τη Μέση Ανατολή, ο νεο-κεμαλισμός του Κιλιτσντάρογλου, ο οποίος είναι, σημειωτέον, διανθισμένος με ισλαμικά στοιχεία, σηματοδοτεί έναν κίνδυνο να επανελκυστεί η Τουρκία στο άρμα της Δύσης με ανταλλάγματα που θα κληθεί να καταβάλει ο εκ δυσμών γείτονάς της. Το πρωτεύον ζήτημα, όμως, είναι το αποτέλεσμα των εκλογών και η αναγνώρισή του από την τουρκική κοινωνία.