Δεν υπάρχει δεξιά ή αριστερά, πάνω ή κάτω. Δεν αιωρούμαι αλλά ούτε πέφτω. Το σύμπαν έχει αντικατασταθεί από ένα στρόβιλο χρωμάτων και ήχων.
Το μόνο που λειτουργεί όπως πριν είναι το μυαλό μου. Και αυτό δεν ξέρω για πόσο ακόμη. Για την ώρα πάντως, στο βαθμό που η έννοια «ώρα» έχει ακόμη νόημα, έχω τις αισθήσεις μου και θυμάμαι ακόμη τα πάντα.
Ελπίζω ότι πηγαίνω προς την σωστή ― κατεύθυνση να την πω;
Όπως και να’χει είναι μεγάλη ειρωνεία. Όλοι ήθελαν να ξεφύγουν από τη Γυάρο, και εγώ πέρασα δεκαετίες προσπαθώντας να πάω εκεί. Και όχι απλά εκεί ― τότε. Στην Πρωτομαγιά του 1969. Τη μέρα που έχασα για δεύτερη και οριστική φορά τον πατέρα μου.
Η πρώτη φορά ήταν μια Παρασκευή του 1967. Ήμουν οκτώ χρονών, πήγαινα στο 3ο Δημοτικό Σχολείο στο Περιστέρι, και βαριόμουν τη ζωή μου στο πίσω θρανίο, περιμένοντας να έρθει το Σαββατόβραδο. Μια μέρα πριν, μετά από πολλά κλάματα, ο μπαμπάς συμφώνησε πως ήμουν πλέον αρκετά μεγάλος για να με πάρει μαζί του στο πυροφάνι.
Δεν πήγαμε ποτέ για εκείνο το ψάρεμα.
Λίγο πριν σχολάσω, τέσσερις ασφαλίτες τσίμπησαν πρώτα τον πατέρα μου και μετά τον κύριο Παύλο, τον τυπογράφο που έμενε δυο στενά παρακάτω. Όταν γύρισα σπίτι, είδα την μάνα μου κλαμένη. Μια εβδομάδα μετά μάθαμε ότι τους στείλανε πακέτο στη Γυάρο.
Δύο χρόνια μετά, μέσα Μαΐου, μας είπαν ότι πέθανε από καρδιακή προσβολή, και πως αποκλεισμένοι για μια εβδομάδα λόγω του απαγορευτικού, τον θάψανε έξω από το στρατόπεδο.
Την πραγματική ιστορία την έμαθα από τον κύριο Παύλο στην μεταπολίτευση, όταν φέραμε τα κόκκαλα του πατέρα μου για να τα θάψουμε δίπλα στον παππού τον Κώστα και το θείο Αλέξη στο χωριό.
Είχαν, μου είπε, οργανώσει οι κρατούμενοι μια γιορτή για την Πρωτομαγιά. Μάζεψαν ό,τι υλικά είχαν και δεν είχαν, έπιασαν μια γίδα και την έψησαν, μέχρι και αυτοσχέδιο μπουζούκι σκάρωσαν με τα ξύλα από ένα κιβώτιο και χορδές από πετονιά. Ακινητοποίησαν σχετικά εύκολα τα τρία φανταράκια που φυλούσαν το κτίριο τους, και έπιασαν το γλέντι.
Πολλές ώρες μετά, τους έκαναν τσακωτούς οι φύλακες της επόμενης βάρδιας που κατέβηκαν από το φρουραρχείο. Ο διοικητής, ένας μανιάτης, μεγάλο καθίκι, το πήρε προσωπικά. Εκτός από τα βαριά καψώνια που ακολούθησαν, έκοψαν κάθε είδους ατομικά προνόμια, ακόμα και σε βαριά αρρώστους, και στέρησαν σε όλο το τμήμα την τροφή για μια εβδομάδα.
Τον πατέρα μου, μαζί με έναν άλλο, τους θεώρησαν υποκινητές της όλης φάσης. Ο πατέρας μου ήταν από τους ελάχιστους κρατούμενους που είχαν το ελεύθερο να γυρνάνε για δουλειές του στρατοπέδου εκτός επισήμων ωρών, ― μάλλον ως χάρη στο Θείο μου τον Πέτρο, που ήταν μπατζανάκης του Λαδά. Ήταν ο πατέρας μου με έναν ακόμα που πιάσανε τη γίδα και φέρανε τα ξύλα για τη σούβλα. Και ήταν αυτοί οι δυο που την πλήρωσαν.
Όταν τους γύρισαν στα κελιά τους, τα πρόσωπά τους ήταν μπλαβιά από το ξύλο. Ο άλλος, νεαρότερος, έζησε. Ο πατέρας μου, που είχε ένα φύσημα στην καρδιά από παιδί, πέθανε το ίδιο εκείνο βράδυ.
Τα φώτα μεταβάλλονται με πολύ πιο γρήγορο ρυθμό. Φέρνω τα χέρια μου εκεί που θα πρέπει να είναι τα μάτια μου, αλλά δεν διακρίνω τίποτα.
Θυμάμαι όμως, τελείως ξεκάρφωτα, τη μυρωδιά του λαδιού στο συνεργείο του Θείου Πέτρου, στο οποίο έπιασα δουλειά ως βοηθός και παιδί για τα θελήματα ένα χρόνο μετά το θάνατο του πατέρα μου.
Ο θείος ήταν δεξιός, αλλά ουσιαστικά αδιάφορος για τα πολιτικά. Ακόμα και το κονέ με το Λαδά δεν το εκμεταλλεύτηκε ποτέ, παρά μόνο για να ζητήσει μια δυο χάρες για τον αδερφό του. Χάρη σε αυτόν επιβιώσαμε, χάρη σε αυτόν έβγαλα το Πολυτεχνείο. Έγινα ηλεκτρολόγος μηχανικός ― όπως ο πατέρας μου.
Για παιδί «αριστερής οικογενείας», και μάλιστα με πατέρα δολοφονημένο από τη Χούντα, ήμουν εντελώς στον κόσμο μου. Όταν οι άλλοι γράφονταν στην ΚΝΕ και το Ρήγα, και συζητούσαν για την έλευση του κομμουνισμού, εγώ είχα βουλιάξει στην Αμερικάνικη υποκουλτούρα: δίσκοι, κόμικς, και επιστημονική φαντασία – κυρίως το τελευταίο. Και όταν εξάντλησα τις λιγοστές ελληνικές μεταφράσεις, έμαθα αγγλικά διαβάζοντας Κλαρκ, Ασίμωφ, Χαϊνλάιν, Μπράντμπερι, Άντερσον, Ντικ, και αρκετούς ακόμη του ιδίου φυράματος.
Για μερικούς η επιστημονική φαντασία αποτελούσε κριτική της κοινωνίας ή προσχέδιο μιας μελλοντικής τεχνικής ουτοπίας. Για μένα ήταν η φυσική συνέχεια της εφηβικής μου προσκόλλησης στους τόμους του Γουέλς και του Βερν που κληρονόμησα από τον πατέρα μου. Στις αναμνήσεις μου τον θυμάμαι πάντα να βάζει εμένα και τον αδερφό μου για ύπνο περιγράφοντας μας τα θαύματα του μέλλοντος, πολιτικά και τεχνολογικά.
Ήταν επίσης μια απόδραση από τις νεολαίες, τα αντάρτικα, τα αμπέχονα, τους συμφοιτητές μου που γυρνούσαν με το Μαρξ στην κωλότσεπη. Από όλα αυτά που ήθελα να ξεχάσω. Δεν ήθελα να μάθω πως δενότανε το ατσάλι, ούτε να χτίσω κανένα μελλοντικό κόσμο. Ήθελε να χαθώ στο διάστημα.
Μέχρι που έπεσα στο βιβλιαράκι του Τρέι Άλντριζ. Δεν θα πρέπει να είχαν τυπωθεί πάνω από εκατό κόπιες. Τη δική μου την αγόρασα από δεύτερο χέρι, σε μια από τις «αμερικάνικες αγορές» στη Γλυφάδα. Φτηνό χαρτί, κακή εκτύπωση, άγνωστος εκδοτικός οίκος.
Η ιστορία είναι γραμμένη σε πρώτο πρόσωπο, από τη σκοπιά του εφευρέτη της χρονομηχανής.
Σύμφωνα με το συγγραφέα μπορεί κανείς να ταξιδέψει μόνο μια φορά, και μόνο προς τα πίσω στο χρόνο – ο λόγος έχει να κάνει με τις αρχές της θερμοδυναμικής. Το βιβλίο περιγράφει τις περιπέτειες του ήρωα ώσπου να βρει τα υλικά που χρειάζεται, και την προσπάθεια του να κρύψει τις δραστηριότητες του από την οικογένεια του και άλλα αδιάκριτα βλέμματα. Η πλοκή είναι μηδαμινή, αλλά ακόμα και το τέλος είναι ανούσιο, με τον ήρωα να δίνει το σημειωματάριο του σε έναν έμπιστο φίλο του, να μπαίνει στο κουβούκλιο της μηχανής, και να εξαφανίζεται.
Κανονικά θα είχα πετάξει το βιβλίο μετά την πρώτη ανάγνωση, όπως έκανα με όσες δεύτερης ποιότητας ιστορίες έπεφταν στα χέρια μου. Ως μηχανικός όμως πρόσεξα ότι όλες οι τεχνικές λεπτομέρειες που αναφέρονταν στο βιβλίο ήταν σωστές, πράγμα σπάνιο σε ιστορία επιστημονικής φαντασίας.
Περιείχε μάλιστα και εξισώσεις, και όχι του είδους που θα γνώριζε ένας απλός συγγραφέας. Ο τύπος πρέπει να είχε γνώσεις θεωρητικής φυσικής, και μάλιστα βαθύτερες από ένα σκέτο πτυχίο.
Από την άλλη το άνομα Τρέι Άλντριτζ, ο τίτλος του βιβλίου, αλλά ακόμα και ο εκδοτικός οίκος, δεν αναφέρονταν πουθενά αλλού. Ούτε στη δίτομη εγκυκλοπαίδεια της επιστημονικής φαντασίας, ούτε στην σχετική βιβλιογραφία. Και όταν, πολλά χρόνια αργότερα, επανέλαβα τις ίδιες αναζητήσεις στο διαδίκτυο, και πάλι δεν βρήκα απολύτως τίποτα. Αυτό από μόνο του ήταν μυστήριο.
Αλλά εκείνο που μου κίνησε περισσότερο το ενδιαφέρον ήταν μια σειρά από τρεις εξισώσεις τις οποίες δεν είχα ξανασυναντήσει σε κανένα βιβλίο φυσικής, και στις οποίες, κατά το συγγραφέα, βασίζεται η λειτουργία της χρονομηχανής.
Πάλεψα για μήνες κάνοντας υπολογισμούς με το χέρι, ώσπου τελικά επιβεβαίωσα τις λύσεις που έδινε. Πως ήταν δυνατόν τέτοιες φόρμουλες, με απίθανες συνέπειες για τη θεωρία της σχετικότητας, να βρίσκονται σε μια ιστοριούλα επιστημονικής φαντασίας, και μάλιστα από έναν άγνωστο συγγραφέα;
Κάτι έπαιζε εδώ. Αυτός ο Άλντριτζ, αν αυτό ήταν το αληθινό του όνομα, είχε όντως φτιάξει τη μηχανή του. Είχε πράγματι ταξιδέψει στο χρόνο. Ή τουλάχιστον το είχε πράγματι προσπαθήσει. Τα νούμερα έβγαιναν. Τους επόμενους μήνες το βιβλίο αυτό μου έγινε έμμονη ιδέα. Σκεφτόμουν μόνο αν το ταξίδι στο χρόνο είναι εφικτό, και αν θα μπορούσα, ίσως, να σώσω τον πατέρα μου.
Κουράζομαι όμως. Επιπλέω σε κάτι ακαθόριστο, το χρώμα του οποίου αλλάζει τώρα με πιο αργό ρυθμό, και το σώμα μου αρχίζει και βαραίνει. Αναπνέω πιο δύσκολα ― ή μήπως είναι ιδέα μου;
Στο μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής μου. Από το 1988 που βρήκα το βιβλιαράκι μέχρι σήμερα πέρασαν τρεις δεκαετίες. Από τότε, κάθε απόγευμα μετά τη δουλειά έχτιζα κομμάτι-κομμάτι τη χρονομηχανή που περιέγραφε.
Χρειάζονταν γνώσεις που δεν είχα και τις οποίες έπρεπε να αποκτήσω με τον καιρό με άπειρο διάβασμα και αμέτρητες δοκιμές και αποτυχίες. Δεν ήταν φτηνό χόμπι. Αμάξι δεν αγόρασα ποτέ. Διακοπές πήγα μόνο δύο φορές σε αυτά τα 33 χρόνια – όταν κόντεψα να κλατάρω από την εξάντληση. Όλα μου τα λεφτά πήγαιναν σε εξαρτήματα, υλικά και εργαλεία.
Ήξερα φυσικά ότι αν το «χόμπι» μου μαθαινόταν παραέξω θα με πέρνανε για τρελό. Αλλά και ότι κάποια εξαρτήματα που παράγγελνα είχαν τραβήξει την προσοχή της ΚΥΠ, και ίσως και των ξένων υπηρεσιών.
Μια εποχή δυο ασφαλίτες με παρακολουθούσαν μέρα και νύχτα, υποτίθεται μυστικά, αλλά με τόση ατζαμοσύνη που με εξόργιζε ως πολίτη και ως ύποπτο. Αυτό κράτησε δύο-τρεις μήνες. Μια μέρα που έλειπα, μπούκαραν στο υπόγειο και το έκαναν άνω κάτω. Δεν τους ξαναείδα από τότε. Θα περίμεναν κάποιο οπλοστάσιο και τους απογοήτευσε που πέσανε απλά σε τρελό επιστήμονα.
Αναπνέω πιο δύσκολα. Το μυαλό μου κάνει διαλείμματα. Το ψυχεδελικό υπερθέαμα που έβλεπα τόση ώρα έχει δώσει τη θέση του σε ένα παλλόμενο κόκκινο.
Σαν από ψηλά, βλέπω τον εαυτό μου να συνδέει τα τελευταία καλώδια.
Αυτό ήταν πριν λίγες ώρες ― ή λίγα λεπτά ― ή λίγα χρόνια.
Φοράω τα φανταρίστικα που είχα παραγγείλει να μου ράψουν με βάση φωτογραφίες της εποχής, και βγάζω μια σαμπάνια από το ψυγειάκι.
«Στον Τρέι Άλντριτζ. Και στην επιτυχία!»
Μετά κάθομαι στο εσωτερικό της μηχανής και ρυθμίζω τις χωρικές και χρονικές συντεταγμένες. Αν οι υπολογισμοί μου είναι σωστοί, με βάση την περιστροφή της Γης γύρω από τον ήλιο και την κίνηση του ηλιακού συστήματος στο γαλαξία, σε λίγο θα βρίσκομαι στο σημείο όπου την 1η Μαϊου 1971, λίγο πριν το ξημέρωμα, βρίσκονταν η Γυάρος.
Αν πάλι έχω κάνει κάποιο λάθος, που είναι και το πιθανότερο, σε λίγο θα πεθάνω στο κρύο του μεσο-αστρικού συστήματος.
Κατεβάζω το μοχλό έναρξης της ροής ποζιτρονίων. Μερικές σπίθες αστράφτουν στον συλλέκτη και μετά τίποτα.
Ίσως πρέπει να περιμένω; Στο βιβλίο δεν έλεγε πόσο χρόνο παίρνει μετά την ενεργοποίηση. Βασικά δεν έλεγε καν αν η μηχανή τελικά δούλεψε. Αλλά τώρα δεν θέλω καν να σκεφτώ την πιθανότητα να μην δουλέψει.
Κοιτάζω το μετρητή ροής της μηχανής. Είναι το τελευταίο αντικείμενο που θα δω καθαρά για αρκετή ώρα. Πρώτα η περιφερειακή μου όραση και μετά όλο το οπτικό μου πεδίο γεμίζει με χρώματα…
Ξυπνάω σε πηχτό σκοτάδι με το κεφάλι μου να πονάει. Είναι ξαπλωμένος σε κάτι δροσερό που ψηλαφώντας διαπιστώνω ότι είναι χορτάρι. Η χρονομηχανή βρίσκεται λίγα μέτρα στα δεξιά μου. Σε κάποια φάση πρέπει να σύρθηκα έξω χωρίς να το θυμάμαι.
Αλλά που είμαι; Και, το σημαντικότερο, πότε;
Αποφασίζω να περιμένω λίγο ώσπου να ξημερώσει. Πίνω νερό από το παγούρι μου αφού πρώτα ρίχνω μέσα ένα ντεπόν. Ο Άλντριτζ προειδοποιούσε πως ο ποζιτρονικός μηχανισμός μπορεί να προκαλέσει πονοκέφαλο στον χρονοταξιδιώτη, οπότε έχω έρθει προετοιμασμένος.
Λίγες ώρες μετά ο ήλιος αρχίζει να ανεβαίνει και, όχι χωρίς αγωνία, επιβεβαιώνω ότι βρίσκομαι στη Γυάρο. Κάπου ένα χιλιόμετρο από το λόφο στον οποίο στέκομαι είναι το γνώριμο στρατόπεδο, το οποίο έχω δει σε δεκάδες φωτογραφίες, αλλά και επισκεφτεί ο ίδιος το 2003 για μια εκδήλωση του ΚΚΕ.
Και είναι φρεσκοβαμμένο. Ο κύριος Παύλος μου είχε πει πως τον Απρίλη του ’71 που είχαν πιάσει κάτι φοβερές ζέστες, οι φύλακες έβαλαν καψόνι σε έναν νεοφερμένο να ασβεστώσει όλο το κτίριο.
Τώρα πρέπει να καταφέρω να βρω τον πατέρα μου και να τον προειδοποιήσω. Γνωρίζω ότι το πρωί της Πρωτομαγιάς, δηλαδή σε λίγες ώρες, θα βγει από το στρατόπεδο μαζί με ένα συγκρατούμενο για να φέρουν ξύλα για κάρβουνα και να πιάσουν μια από τις αγριόγιδες που σουλατσάρουν στο νησί.
Κοιτάζω το ρολόι μου. Κοντεύει επτά το πρωί. Είναι ακόμη νωρίς. Ξαπλώνω στο έδαφος και αρχίζω να παρακολουθώ την πύλη με τα κιάλια. Περίπου μια ώρα μετά, βλέπω τον πατέρα μου και έναν ακόμη άντρα να βγαίνουν από το στρατόπεδο και να κινούνται προς διαφορετικές κατευθύνσεις.
Περνάω με προσοχή στο διπλανό λόφο όπου μια παρέα γίδες τσιμπάνε βαριεστημένες το γρασίδι. Κρύβομαι πίσω από ένα βράχο και παρακολουθώ τον πατέρα μου ― όπως ακριβώς τον θυμάμαι την τελευταία φορά που το είδα, μισό αιώνα πριν ― να ανηφορίζει.
Σε λίγο έχει πλησιάσει στα τριάντα μέτρα, με ένα μυτερό ξύλο στο χέρι. Αν βγω από την κρυψώνα μου, ρισκάρω να με δουν από το φυλάκιο. Αν του φωνάξω, μπορεί να με ακούσουν.
Πετάω ένα χαλίκι στα πόδια του, και, καθώς κοιτάει προς το μέρος μου, του κάνω νόημα να πλησιάσει αθόρυβα…
Καθώς δεν με γνωρίζει από το στρατόπεδο, αλλά και τα ρούχα μου δεν ταιριάζουν σε φύλακα, μάλλον με θεωρεί σύντροφο που ήρθε με βάρκα να μεταφέρει μηνύματα. Αυτό συνέβαινε σπάνια, γιατί ο κίνδυνος ήταν μεγάλος, αλλά σύμφωνα με τις αφηγήσεις του κυρίου Παύλου, το κόμμα είχε στείλει δυο ή τρεις αγγελιοφόρους μέσα στα χρόνια που ήταν εκεί.
― Σύντροφος είσαι;
― Πατέρα! Ο γιός σου, ο Κωστάκης!
― Έχεις μήνυμα από τον Κώστα μου; Είναι καλά, αυτός, η Ελένη, και ο μικρός; Έχουν δύο μήνες να μας δώσουν γράμματα.
― Εγώ είμαι ο Κώστας πατέρα, ο γιός σου…
― Ρε με δουλεύεις; Ο μαλάκας ο Αντωνάκος σε έβαλε; Δεν στα είπε καλά. Ο γιός μου είναι εννιά χρονών.
― Εγώ είμαι. Έρχομαι από το μέλλον.
― Το μέλλον;
― Ναι. Στην πίσω μεριά του λόφου έχω τη χρονομηχανή.
― Εντάξει, μας πιάσατε με τη γιορτή, τώρα τι νόημα έχει όλο αυτό το μασκαριλίκι; Είπατε να σπάσετε πλάκα;
― Όχι, άκουσε με. Ο Κωστάκης σου είμαι…
Κοντοστέκεται κοιτώντας με. Προφανώς δεν πιστεύει λέξη, αλλά ξέρει ότι αν με χτυπήσει και είμαι φύλακας θα ακολουθήσουν αντίποινα.
Ευτυχώς είχα ήδη σκεφτεί τον τρόπο για να τον πείσω πολύ καιρό πριν τελειώσω τη χρονομηχανή.
― Ούτε εγώ θα με πίστευα. Κάνε μου τη χάρη και δες αυτό…
Βγάζω το κινητό μου από την τσέπη. Δεν υπάρχει σήμα, και δεν θα υπάρχει για δεκαετίες ακόμα, αλλά δεν το χρειάζομαι. Αρκούν μόνο πέντε λεπτά όπου του δείχνω βίντεο, εφαρμογές, παιχνίδια, και παίζω το αγαπημένο του τραγούδι του Θεοδωράκη.
Έξυπνος άνθρωπος, ηλεκτρολόγος μηχανικός απόφοιτος του Πολυτεχνείου, καταλαβαίνει αμέσως ότι αυτή η τεχνολογία είναι τελείως εκτός της εποχής του. Και να ήθελαν ούτε η Χούντα, ούτε οι Αμερικάνοι, δεν είχαν τρόπο να φτιάξουν κάτι τέτοιο. Και αν το είχαν, δεν θα το χρησιμοποιούσαν για να ξεγελάσουν έναν Έλληνα αριστερό στη Γυάρο, τον τελευταίο τροχό του ζουρνά.
Του δείχνω τις φωτογραφίες μου ― από 3 ετών να με κρατάει ψηλά στον αέρα, έως 58 ετών φέτος, με όλα τα ενδιάμεσα στάδια, παιδί, έφηβος, νεαρός, φοιτητής, μεσήλικας. Αυτές είναι που του διαλύουν κάθε αμφιβολία.
― Ο Κωστάκης μου!, λέει, και πιάνει το πρόσωπο μου στα χέρια του. Για λίγο στεκόμαστε και οι δυο χωρίς να μιλάμε.
― Έρχομαι από το 2021. Πέρασε μισός αιώνα από την Τρίτη του 1971 που χάθηκες. Όλη μου τη ζωή προσπαθούσα να γυρίσω να σε ξαναδώ.
― Χάθηκα;
― Πέθανες από τα βασανιστήρια. Η γιορτή που στήνετε σήμερα για την Πρωτομαγιά…
― Ναι, τι;
― Οι φύλακες θα σκυλιάσουν. Θα σας τιμωρήσουν όλους, αλλά εσύ ειδικά θα την πληρώσεις με τη ζωή σου.
― Να ειδοποιήσω τους άλλους τότε. Να μην την κάνουμε. Δεν έχει νόημα να κινδυνέψουμε για μια γιορτή. Έχουμε έναν νέο κόσμο να χτίσουμε. Η Χούντα θα πέσει, έτσι;
― Ναι πατέρα, θα πέσει σε λίγα χρόνια.
― Κλεισμένος εδώ, και μαθαίνοντας ότι οι Αμερικανοί πάτησαν στο φεγγάρι, είχα αρχίσει να αμφιβάλλω. Πολλοί από εμάς αρχίσαμε να αμφιβάλλουμε. Ευτυχώς ήρθες εσύ να μου δώσεις μια ένεση μέλλοντος. Θα με πάρεις μαζί σου με τη μηχανή να το δω την αταξική κοινωνία για την οποία μίλαγαν ο Μαρξ και ο Λένιν; Μπορούμε να επιστρέψουμε με όπλα και να στήσουμε εξέγερση στο στρατόπεδο. Αν συνεννοηθούμε με τον καπετάν-Θανάση απ’ την Άνδρο, θα έρθει να μας περάσει με τη βάρκα στην Εύβοια και από εκεί θα μας φυγαδέψει το κόμμα…
― Αδύνατο. Η μηχανή είναι μιας χρήσης. Ούτε εγώ μπορώ να φύγω ― αλλά δεν είχα και πολλά να με κρατάνε στο 2021. Ήθελα μόνο να σε ξαναδώ πριν πεθάνω, και, αν μπορέσω, να σε σώσω…
― Πρέπει να βρούμε ένα τρόπο να σε βγάλουμε από το νησί τότε. Αλλιώς θα είναι αδύνατο να εξηγήσεις ποιος είσαι και πως βρέθηκες εδώ. Θα σε πάρουν για μέλος του κόμματος και θα σε βασανίσουν για να μιλήσεις…
― Όσο για αυτό, μην ανησυχείς. Έχω φέρει μαζί μου μια φουσκωτή βάρκα. Μπορώ να κρυφτώ εδώ, να φύγουμε μαζί για Άνδρο αύριο, και από εκεί για Αθήνα ή εξωτερικό.
― Εσύ να φύγεις. Εγώ δεν μπορώ να φύγω και να αφήσω στα ξαφνικά τους συντρόφους μου. Το κόμμα θα θεωρεί ότι με φυγάδευσαν οι Χουντικοί επειδή τους κατέδωσα. Και οι φύλακες θα βασανίσουν το παιδί που βγήκαμε μαζί για προμήθειες θεωρώντας το συνυπεύθυνο στην απόδραση μου.
― Αρκεί να ακυρώσετε τη γιορτή. Ο σύντροφος σου ο Παύλος αποφυλακίστηκε το 1972 μαζί με αρκετούς άλλους, και αν είχες ζήσει θα ήσουν σίγουρα και εσύ σε αυτούς ― λόγω και των γνωριμιών του θείου. Οπότε σε λιγότερο από ένα χρόνο θα τα ξαναπούμε έξω.
― Εντάξει. Αλλά πρώτα θέλω να μου πεις για το μέλλον. Αυτό θα μου δώσει δυνάμεις να αντέξω άλλον ένα χρόνο. Να ξέρω ότι οι θυσίες μας δεν έγιναν άδικα. Άλλωστε, αν καταφέρω να τους πείσω ότι δεν τρελάθηκα και τα βγάζω από το μυαλό μου, ξέρεις πόσο κουράγιο θα δώσουν οι πληροφορίες σου στους συντρόφους εδώ;
― Δηλαδή; Τι θέλεις να μάθεις;
― Πως είναι η ζωή στον κομμουνισμό; Στην ΕΣΣΔ το παραδέχομαι έχουν κάποια προβλήματα, αλλά όλα τα πράγματα θέλουν το χρόνο τους για να τελειοποιηθούν. Ήρθε στην Ελλάδα ο κομμουνισμός; Έγιναν επιτέλους κόκκινες οι ΗΠΑ; Ακούμε ότι έχουν ένα μεγάλο κίνημα ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ εκεί…
― Πατέρα, πως να στο πω… δεν έχουμε κομμουνισμό στην Ελλάδα. Έχουμε το Μητσοτάκη.
― Τον Αποστάτη;! Μα αυτόν τον σιχαίνεται ο λαός!
― Όχι, το γιό του. Αν και είχαμε και τον Αποστάτη για μερικά χρόνια στις αρχές του ενενήντα.
― Δηλαδή ακόμα Δεξιά έχετε στην Ελλάδα;
― Σε όλο τον πλανήτη έχουμε Δεξιά το 2021, πατέρα. Το ανατολικό μπλοκ έπεσε το 1989. Δύο χρόνια μετά έπεσε και η Σοβιετική Ένωση.
― Μα τι λες γιέ μου; Ο Κομμουνισμός είναι νομοτέλεια. Το έγραψε καθαρά ο Μάρξ. Δεν μπορεί να έσβησε τελείως. Δεν μπορεί να χάθηκαν όλα τα κομμουνιστικά κόμματα!
― Μερικά υπάρχουν ακόμα. Αλλά εξουσία έχουν μόνο στην Κίνα και την Βόρεια Κορέα. Η Κίνα μάλιστα είναι το 2021 η μεγαλύτερη οικονομία της Γης και το πιο πολυπληθές κράτος.
― Άρα υπάρχει ελπίδα. Η Κίνα κράτησε. Στο κόμμα δεν τον πάνε το Μάο, αλλά τελικά αποδείχθηκε μεγάλος ηγέτης. Βλέπεις να νικάει σύντομα τους καπιταλιστές;
― Ποιος;
― Η Κίνα.
― Κοίτα, δεν τους πολεμάει και τόσο. Μάλλον συνεργάζεται μαζί τους. Όλες οι βιομηχανίες της Δύσης κάνουν δουλειές με την Κίνα. Εκεί φτιάχνονται σχεδόν όλα τα προϊόντα του παγκόσμιου εμπορίου.
― Άρα ο κομμουνισμός νίκησε τουλάχιστον ως σύστημα παραγωγής και οργάνωσης της εργασίας. Τα πενταετή πλάνα, η εξίσωση των μισθών, τα συμβούλια εργαζομένων στα εργοστάσια, όλα αυτά είναι απαραίτητα, ακριβώς όπως έλεγε ο Μαρξ!
― Δεν είναι ακριβώς έτσι. Η Κίνα λέγεται μεν κομμουνιστική, αλλά έχει ελεύθερο εμπόριο, δεκάδες χιλιάδες εκατομμυριούχους καπιταλιστές, ένα δισεκατομμύριο σκληρά εκμεταλλευόμενους εργάτες, και μια μεσαία τάξη που καταναλώνει αβέρτα.
― Καλά και το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας το επιτρέπει;
― Όχι μόνο το επιτρέπει, αλλά το στηρίζει. Φροντίζει να κυλάνε όλα ρολόι ώστε η Κίνα να είναι ελκυστική στους Αμερικανούς και Ευρωπαίους επενδυτές και καπιταλιστές.
― Ζαλίζομαι, λίγο νερό.
― Πιες από αυτό το παγούρι, πατέρα. Έχω ρίξει φάρμακο για τον πονοκέφαλο, θα σε βοηθήσει.
― Ώστε ο παγκόσμιος κομμουνισμός έσβησε ως όραμα;
― Μπορείς να το πεις και έτσι.
― Και στην Ελλάδα; Το Κόμμα; Τι έγινε το Κόμμα;
― Αυτό υπάρχει ακόμα, αλλά αποφάσισε ότι δεν το ενδιαφέρει η ανατροπή του καθεστώτος και νομιμοποιήθηκε. Οπότε τη δεκαετία του 80 του έφαγε την πελατεία ο Ανδρέας ο Παπανδρέου.
― Ο γιός του παπατζή;! Κυβέρνησε δηλαδή αυτός;
― Όλη τη δεκαετία του ογδόντα, με ένα σύντομο διάλειμμα. Μετά ο Μητσοτάκης, μετά ξανά ο Ανδρέας έως το θάνατο του. Το κόμμα του Αντρέα μάλιστα έμεινε στην εξουσία μέχρι το 2004 οπότε και εξελέγη ο Καραμανλής.
― Το 2004 σας κυβερνούσε ακόμα ο Καραμανλής; Καλά, πόσο έχει βελτιωθεί η ιατρική;
― Όχι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, πατέρα, αλλά ο Κωστάκης, ο ανιψιός του. Αλλά και αυτός έδωσε το 2010 τη σκυτάλη στον εγγονό του παπατζή.
― Καλά γιέ μου, οι ίδιες τρεις οικογένειες μας κυβερνούν ακόμα 50 χρόνια στο μέλλον;
― Οι ίδιες, πατέρα. Αλλά εντάξει, λογικό ήταν που εξελέγη ο γιός του Ανδρέα, γιατί ο πατέρας του υπήρξε ο δημοφιλέστερος πολιτικός που πέρασε από την Ελλάδα. Έφερε το σοσιαλισμό και την εθνική συμφιλίωση.
― Την ποια;
― Την εθνική συμφιλίωση πατέρα…
― Τι είναι πάλι αυτό;
― Πως να στο περιγράψω. Το ΚΚΕ έγινε νόμιμο κόμμα που αναγνωρίζει το δημοκρατικό πολίτευμα, ο Βαφειάδης τα βρήκε με τον Τσακαλώτο, οι κομμουνιστές άρχισαν να διορίζονται στο δημόσιο όπως όλοι, και όποιος ήταν ή έλεγε ότι ήταν στο ΕΑΜ έπαιρνε σύνταξη αντιστασιακού. Και όλοι μαζί αρμονικά έκαναν πότε συμπολίτευση και πότε ψευτο-αντιπολίτευση στο γιό του παπατζή.
― Πόσο θα πληγώθηκαν οι σύντροφοι που έζησαν αυτά τα γεγονότα. Σύντροφοι όπως ο Μίκης ο Θεοδωράκης πέρασαν τόσες φυλακίσεις, βασανισμούς, εξορίες, και όλα αυτά γιατί, για να βγει στο τέλος πρωθυπουργός ο γιος του Γέρου και να δώσουν όλοι τα χέρια σαν να μην τρέχει κάστανο;
― Τώρα πως να στο πω…
― Τι;
― Ο ίδιος ο Θεοδωράκης έγινε Υπουργός του Μητσοτάκη του Αποστάτη για ένα φεγγάρι.
― Τι λες τώρα γιέ μου!
― Ναι.
― Τουλάχιστον το ΚΚΕ συνέχισε να πολεμάει τη δεξιά και τους οπορτουνιστές έστω και μέσα από τη βουλή έτσι;
― Γενικά ναι, αν και ΚΚΕ συγκυβέρνησε για λίγο με το Μητσοτάκη.
― Το κόμμα συνεργάστηκε με το γιό του Αποστάτη;! Είναι ποτέ δυνατόν;!
― Όχι, πατέρα, με τον ίδιο τον Αποστάτη. Συνεργάστηκαν το 1989 για να ρίξουν τον Ανδρέα.
― Δηλαδή το κόμμα έγινε Δεξιό;
― Όχι, αυτό παραμένει κομμουνιστικό και σταλινικό όπως πάντα. Η συγκυβέρνηση ήταν προσωρινή λύση, επειδή τότε είχε μόλις καταρρεύσει το Ανατολικό Μπλοκ και δεν ήξεραν τι να κάνουν. Είχαν μέσα και πολλούς οπορτουνιστές ακόμη που μετά έφυγαν. Τώρα ασχολούνται κυρίως με το συνδικαλισμό, και τους ενδιαφέρει μόνο να παίρνουν κάθε φορά ένα σταθερό πέντε-έξι τοις εκατό στις εκλογές.
― Ξεπεσμός. Αλλά τουλάχιστον αυτοί παρέμειναν σταθεροί στις αρχές του κομμουνισμού. Το ΚΚΕ του εσωτερικού, τι έγινε, διαλύθηκε;
― Όχι, πέρασε από διάφορα κύματα, άλλαξε πολλά ονόματα και ηγεσίες, και το 2015 ήρθε στην εξουσία ως ΣΥΡΙΖΑ.
― Δηλαδή έχουμε αριστερή κυβέρνηση στην Ελλάδα; Γιατί άλλα μου έλεγες πριν, ότι παντού πλην Κίνας βασιλεύει η Δεξιά.
― Κατ’ όνομα αριστερή. Γιατί κατά τα άλλα αυτή η κυβέρνηση πέρασε τα χειρότερα αντι-εργατικά μέτρα και από τον Αποστάτη. Ξεπούλησε την κρατική περιουσία και ιδιωτικοποίησε από ΔΕΚΟ έως αεροδρόμια. Επίσης, χάιδεψε τις τράπεζες, απαγόρευσε τις λαϊκές αντιδράσεις στις δημοπρασίες πρώτης κατοικίας, και εφάρμοσε τα μέτρα που ζητούσαν οι ευρωπαϊκές ελιτ. Ταυτόχρονα έκανε χαρούλες στο ΝΑΤΟ, στρατιωτικές ασκήσεις με το Ισραήλ, και πουλούσε όπλα στη Σαουδική Αραβία.
― …
― Γι’ αυτό τους μαύρισε ο κόσμος και από το 2020 μας κυβερνάει ο γιός του Μητσοτάκη που λέγαμε πριν.
― Πω, ξεφτίλα. Ακόμα και στον 21ο πρώτο αιώνα η Δεξιά λύνει και δένει. Και όχι απλά η Δεξιά αλλά το μητσοτακεϊκο. Τουλάχιστον έχετε κανονική αστική δημοκρατία; Κυκλοφορείτε ελεύθερα;
― Κυκλοφορούμε μόνο συγκεκριμένες ώρες, αφού ειδοποιήσουμε το κράτος ότι θα βγούμε από το σπίτι. Αλλιώς πληρώνουμε ένα γερό πρόστιμο ή μας πάνε μέσα.
― Συγκεκριμένες ώρες; Όπως στην Κατοχή;
― Περίπου, ναι. Είναι για λόγους δημόσιας υγείας. Στην αρχή είχαμε ολική απαγόρευση κυκλοφορίας, αλλά μετά μας επέτρεψαν να βγαίνουμε για γιατρό, για ψώνια, ή για άσκηση, αρκεί να ενημερώσουμε τη σχετική υπηρεσία. Άλλωστε δεν έχει που να πας, τον περισσότερο καιρό τα εμπορικά μαγαζιά, τα εστιατόρια, και καφενεία είναι κλειστά, ενώ οι αστυνομικοί βαράνε τον κόσμου που βγαίνει στις πλατείες και στους δρόμους χωρίς άδεια.
― Καλά, αυτά δεν ίσχυαν ούτε στον Εμφύλιο. Και πόσο καιρό ισχύει αυτό;
― Κάνα χρόνο με μικρά διαλείμματα. Όταν έφυγα ακόμα δεν ήξερε κανείς πότε και αν θα σταματήσει.
― Μαύρη απελπισία! Και οι διανοούμενοι; Οι άνθρωποι του πνεύματος; Οι καλλιτέχνες;
― Ελάχιστοι αντιδρούν. Οι περισσότεροι δεν λένε κουβέντα, ή ξεκατινιάζονται. Την εποχή που έφυγα ελάχιστοι είχαν βγει να πουν δυο κουβέντες που για έναν απεργό πείνας που οδηγούνταν στο θάνατο, αλλά ένα σωρό βγήκαν να βγάλουν λάδι γνωστούς τους ηθοποιούς, σκηνοθέτες και καθηγητές που επί δεκαετίες βίαζαν και εκμεταλλεύονταν ανθρώπους που έπεσαν στην ανάγκη τους. Την ίδια στιγμή, ο κορυφαίος ειδικός στις αναπαλαιώσεις συμφωνεί με το μπάζωμα της Ακρόπολης, ενώ η κυβέρνηση καταργεί το οκτάωρο και όλοι κάνουν την πάπια.
― Για τους δημοσιογράφους να μη ρωτήσω καν, ε;
― Τα περισσότερα μέσα ενημέρωσης εξαγοράστηκαν από την κυβέρνηση για ένα ευτελές ποσό και μερικές διαφημίσεις. Ένας μανατζαρέος για ανθυπο-στάρλετ πουλάει τσαμπουκά σε κάθε κατεύθυνση, ένας ναρκέμπορας λύνει και δένει, αστυνομικοί συντάκτες πυροβολούνται μέρα μεσημέρι στο δρόμο, ανακριτές και μάρτυρες σοβαρών υποθέσεων βγαίνουν από τη μέση, και ο Τύπος γράφει για ιπτάμενους αναρχικούς και για το πόσο κομψή είναι η σύζυγος του πρωθυπουργού.
― Και ο κόσμος δεν εξεγείρεται; Δεν βγαίνει στους δρόμους;
― Ο περισσότερος κόσμος, ειδικά ο μεγαλύτερος, κάθεται σπίτι υπάκουος και παραγγέλνει να του φέρουν φαγητό και εμπορεύματα στην πόρτα του. Οι νεότεροι είτε την έχουν κάνει για έξω, είτε προσπαθούν να την βγάλουν με επιδόματα. Μεγάλοι και μικροί βλέπουν στην τηλεόραση μια εκπομπή με επίδοξους μάγειρες ή μια άλλη που έχουν μαζέψει κόσμο σε ένα νησί, να σαν εδώ, και τους βάζουν διάφορα καψώνια να δούνε ποιος θα τα πάει καλύτερα. Με αυτά περνάνε την ώρα τους, και με κουτσομπολιό και καβλάντα σε ένα ηλεκτρονικό σύστημα όπου σχολιάζει ο ένας τον άλλο, ενώ κάθε τους λέξη πάει απευθείας στη ΣΙΑ.
― Άκουσα αρκετά.
Σηκώθηκε, χάιδεψε το μάγουλό μου, και με αγκάλιασε.
Μετά σκούπισε τα μάτια του, και με κοίταξε όπως κοιτούσε το φακό σε εκείνη την φωτογραφία από τα παιδικά μου χρόνια.
― Φύγε εσύ γιέ μου. Πέρνα απέναντι με τη βάρκα σου, γιατί σε δύο ώρες θα βγει για γύρα στο πάνω μέρος του νησιού η πρωινή περίπολος. Εγώ θα γυρίσω στο στρατόπεδο να βοηθήσω να στήσουμε την καλύτερη γιορτή που μπορούμε για την Πρωτομαγιά.
― Καλά, δεν άκουσες τι σου είπα, πατέρα; Αν κάνετε τη γιορτή, θα σε σκοτώσουν!
― Το ξέρω παιδί μου…
Και με αυτά τα λόγια άρχισε να κατεβαίνει το λόφο προς το στρατόπεδο…