«Οι κατηγορούμενοι τέλεσαν τις αποδιδόμενες σε αυτούς πράξεις για τις οποίες απαλλάχθηκαν και κατά συνέπεια έπρεπε να κηρυχτούν ένοχοι και να καταδικαστούν στην ανάλογη ποινή», αναφέρει η εισαγγελέας στην έφεσή της κάνοντας λόγο για «εσφαλμένη εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού».

Η εισαγγελέας κρίνει ότι τα παιδιά που φιλοξενούνταν σε δομές της Κιβωτού ήταν θύματα καταναγκαστικής εργασίας και μάλιστα σε ακραίες συνθήκες, με βαριές δουλειές όπως γεωργικές εργασίες, με χρήση ακόμα και επικίνδυνων εργαλείων, για πολλές ώρες, ανεξαρτήτως ηλικίας και σε συνθήκες αφόρητης ζέστης.

Οι σκληρές εργασίες σύμφωνα με την εισαγγελέα, αμείβονταν με κουπόνια τα οποία είχαν ελάχιστο αντίτιμο. Εκείνοι που δεν είχαν καλές επιδόσεις εξαναγκάζονταν να εργαστούν περισσότερο από τους άλλους. Και όλα αυτά σε βαρος της εκπαίδευσής τους.

«Προφανώς κάτι τέτοιο ενισχύει τα στοιχεία ιδρυματισμού και της αποκοπής των παιδιών σε πρόσβαση σε ουσιαστικές δεξιότητες», αναφέρει.

Για την απαλλαγή των κατηγορουμένων για τις κατηγορίες που αφορούν σε απομόνωση τεσσάρων παιδιών η εισαγγελέας εκτιμά ότι από την ακροαματική διαδικασία προέκυψε πως «η απομόνωση αποτελούσε ένα μέτρο σωφρονισμού της δομής.»

Ο πατήρ Αντώνιος καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 51 μηνών, εξαγοράσιμη προς 10 ευρώ την ημέρα για 5 πράξεις σωματικών βλαβών, ηθική αυτουργία σε απλή και επικίνδυνη σωματική βλάβη ανηλίκου, ενώ στους υπόλοιπους 4 πρώην εργαζόμενους επιβλήθηκαν ποινές από 17 έως 40 μηνες με τριετή αναστολή.