Yπενθυμίζεται ότι όπως είχε αναφέρει το TPP σε προηγούμενο ρεπορτάζ του, εδώ και μήνες, το Υπουργείο Μετανάστευσης έχει ανακοίνώσει πως στο τέλος του 2022 σταματάει το πρόγραμμα ESTIA II, που παρέχει στέγαση σε εξαιρετικά ευάλωτους αιτούντες άσυλο στη χώρα, μέσω της μίσθωσης διαμερισμάτων. Αυτό σημαίνει ότι τους επόμενους δύο μήνες, χιλιάδες εξαιρετικά ευάλωτων προσφύγων (μεταξύ των οποίων πολυμελείς οικογένειες, ανάπηροι, θύματα βασανιστηρίων, σοβαρά ασθενείς) θα λάβουν εντολή να απομακρυνθούν από τα διαμερίσματα αυτά και να επιστρέψουν στα πολυπληθή και με πολύ χειρότερες συνθήκες διαβίωσης.

«Στα πλαίσια της υποχρέωσης του κράτους να παρέχει ειδικές συνθήκες υποδοχής σε ευάλωτους αιτούντες άσυλο βάσει τόσο του Ευρωπαϊκού και όσο και εθνικού δικαίου, τον Σεπτέμβριο του 2020 η Ελληνική Κυβέρνηση ανέλαβε από την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες το χρηματοδοτούμενο από την Ευρωπαϊκή Ένωση πρόγραμμα ΕΣΤΙΑ II στοχεύοντας να αυξήσει τη χωρητικότητά του μέχρι το τέλος του 2021 από 25.500 σε 40.000 διαμένοντες[1]. Το ανωτέρω όχι μόνο δεν υλοποιήθηκε, αλλά τον Φεβρουάριο του 2022 το Υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου ανακοίνωσε τον περιορισμό της χωρητικότητας του ΕΣΤΙΑ ΙΙ έως τον Απρίλιο του 2022 σε 10.000 θέσεις,  με απώτερο σκοπό να ολοκληρωθεί πλήρως μέχρι το τέλος του 2022[2], ενώ συγχρόνως δεν υπήρξε καμία πρόνοια για τους ευάλωτους αιτούντες άσυλο που φιλοξενούνται επί του παρόντος εκεί» εξηγεί η Fenix και προσθέτει:

«Νωρίτερα αυτόν τον μήνα, αρκετοί δικαιούχοι, ιδιαίτερα ευάλωτοι αιτούντες άσυλο που εκπροσωπούνται από την Fenix Humanitarian Legal Aid ​​(Fenix), ενημερώθηκαν ότι θα  πρέπει να εγκαταλείψουν τα διαμερίσματά τους εντός σύντομου χρονικού διαστήματος (σε ορισμένες περιπτώσεις εντός 24 ωρών) και να μεταφερθούν εκ νέου σε καταυλισμούς σε άγνωστους προορισμούς. Μια ευάλωτη οικογένεια αιτούντων άσυλο από το Αφγανιστάν, που φιλοξενούνταν στο πρόγραμμα ΕΣΤΙΑ στην πόλη της Τρίπολης λόγω των ευαλωτοτήτων τους, μαζί με τα 5 ανήλικα τέκνα τους, 4 από τα οποία φοιτούσαν στο τοπικό σχολείο ήδη από το 2019 αναγκάστηκαν να σταματήσουν το σχολείο καθώς μεταφέρθηκαν σε καταυλισμό σε διαφορετική πόλη, μεταφορά για την οποία ενημερώθηκαν μόλις μια μέρα νωρίτερα. Οι συνθήκες διαβίωσης στον καταυλισμό όπου μεταφέρθηκαν είναι ασυμβίβαστες με τις ειδικές ανάγκες τους ως ευάλωτα άτομα και έχουν ως εκ τούτου δεν έχουν πρόσβαση σε υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης και εκπαίδευσης.

Μια τρανς γυναίκα, επιζών σεξουαλικής, σωματικής και ψυχολογικής βίας, που ζει με HIV, παρουσιάζοντας συγχρόνως άλλα σοβαρά ιατρικά προβλήματα και βρίσκεται σε ανάγκη συνεχούς πρόσβασης σε υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης διαθέσιμες σε εξειδικευμένο νοσοκομείο της Αθήνας, ενημερώθηκε προφορικά ότι σύντομα θα πρέπει να αφήσει το διαμέρισμα της και να επιστρέψει σε καταυλισμό, πιθανότατα σε απομακρυσμένη περιοχή χωρίς πρόσβαση σε εξειδικευμένη ιατρική περίθαλψη απαραίτητη για τη σοβαρή κατάσταση της υγείας της. Και αυτά είναι μερικά μόνο παραδείγματα χιλιάδων εξαιρετικά ευάλωτων αιτούντων άσυλο που έχουν ανάγκη από ειδικές υλικές συνθήκες υποδοχής που η ελληνική κυβέρνηση παραμελεί μετά το κλείσιμο του ΕΣΤΙΑ ΙΙ, παρόλο που το αρμόδιο Υπουργείο έχει εξασφαλίσει σχετική χρηματοδότηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση[3].

Αξίζει να σημειωθεί ότι η διαδικασία για όσους έχουν ήδη αναγκαστεί να εγκαταλείψουν τα διαμερίσματα και πιθανόν για όσους θα εξαναγκαστούν σύντομα στερείται βασικών διαδικαστικών εγγυήσεων και παραβιάζει το εθνικό και το ευρωπαϊκό δίκαιο, όπως αναφέρουν οι Συντονιστές της Νομικής Υπηρεσίας της Fenix[4]. Μία απόφαση μεταφοράς από ένα διαμέρισμα του προγράμματος ΕΣΤΙΑ σε έναν καταυλισμό συνιστά σαφή περιορισμό των ειδικών υλικών συνθηκών υποδοχής που έχουν ήδη παραχωρηθεί και επομένως θα πρέπει να εκδοθεί εξατομικευμένη, αιτιολογημένη και έγγραφη απόφαση και να κοινοποιηθεί στους αιτούντες (σύμφωνα με το άρθρο 61 του Ν. 4939/2022) ώστε να μπορούν στη συνέχεια να ασκήσουν τα νόμιμα δικαιώματά τους, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος προσφυγής σύμφωνα με το άρθρο 26 σε συνδυασμό με τα άρθρα 17, 21, 22 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ.

Να σημειωθεί ότι κανένας από τους αιτούντες άσυλο δεν έλαβε επίσημη ειδοποίηση ή απόφαση περιορισμού των υλικών συνθηκών υποδοχής του, γεγονός που συνιστά παραβίαση του ανωτέρω νομικού πλαισίου. Σε απάντηση, η Fenix ​​έχει προχωρήσει σε ποικίλες νομικές ενέργειες προκειμένου να διασφαλίσει ότι τα δικαιώματα των αιτούντων άσυλο γίνονται σεβαστά. Η Fenix ​​έχει αποστείλει επιστολές διαμαρτυρίας στους φορείς στέγασης και στην Υπηρεσία Υποδοχής και Ταυτοποίησης ζητώντας να εκδοθεί και να κοινοποιηθεί απόφαση μεταφοράς από το πρόγραμμα ΕΣΤΙΑ σε καταυλισμό καθώς και απόφαση περιορισμού των υλικών συνθηκών υποδοχής σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζει ο νόμος. Επιπλέον, η Fenix ​​κατέθεσε αναφορά στον Συνήγορο του Πολίτη ζητώντας τη παρέμβαση του και επέδωσε εξώδικο στον Υπουργό Μετανάστευσης και Ασύλου και στον Διοικητή της Υπηρεσίας Υποδοχής και Ταυτοποίησης ζητώντας την έκδοση των προαναφερόμενων αποφάσεων και την αναστολή της απομάκρυνσης των αιτούντων μέχρι να ασκηθούν τα νόμιμα δικαιώματά τους. Μέχρι και σήμερα δεν έχει υπάρξει απάντηση από τις αρχές, ενώ ορισμένοι από τους αιτούντες άσυλο έχουν ήδη μεταφερθεί ζουν υπό από απάνθρωπες και εξευτελιστικές συνθήκες σε καταυλισμούς, σε αντίθεση με τις πληροφορίες που έδωσε ο υπουργός σε πρόσφατη απάντηση στο ελληνικό κοινοβούλιο[5].

Η Ελληνική Κυβέρνηση θα πρέπει να σταματήσει να κλείνει την πόρτα σε όσους αναζητούν προστασία και να εφαρμόζει αντί-προσφυγικές και πολιτικές που εισάγουν διακρίσεις, πολιτικές στις οποίες περιλαμβάνεται η απομόνωση των αιτούντων άσυλο μέσω της κατασκευής κλειστών κέντρων στα νησιά του Αιγαίου και της διακοπής του προγράμματος ΕΣΤΙΑ ΙΙ. Ως εκ τούτου, καλούμε τις ελληνικές αρχές να συμμορφωθούν με την ευρωπαϊκή και εθνική νομοθεσία αναφορικά με τις ειδικές υλικές συνθήκες υποδοχής ευάλωτων αιτούντων και τις νομικές εγγυήσεις σε περιπτώσεις περιορισμού των συνθηκών υποδοχής. Επιπλέον, καλούμε την ελληνική κυβέρνηση να αναστείλει την έξωση των ευάλωτων αιτούντων άσυλο από το πρόγραμμα ΕΣΤΙΑ II και να λάβει αποτελεσματικά μέτρα προκειμένου να διασφαλίσει ότι οι ευάλωτοι αιτούντες άσυλο φιλοξενούνται σε συνθήκες συμβατές με τις αναγνωρισμένες ευαλωτότητες και ανάγκες τους.