του Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδη

Σπάνια συνειδητοποιούμε ότι, ως πολιτικό φαινόμενο, η Αριστερά ήρθε στο προσκήνιο της Ιστορίας ως το μόρφωμα εκείνο που επαγγέλθηκε τη δυνατότητα της πολιτικής αποτύπωσης των διεκδικήσεων του εργατικού κινήματος. Στο διάβα του χρόνου, οι σχετικές –ακαδημαϊκές– συζητήσεις έτειναν να το συσκοτίσουν, όμως Αριστερά είναι, πριν και πάνω απ’ όλα, η πολιτικοποίηση της κοινωνικής διαιρετικής τομής κεφαλαίου και εργασίας, με βασικό αίτημα την προώθηση των συμφερόντων και των οραμάτων της δεύτερης.  Συνάγεται, και δεν πρέπει να διαφύγει την προσοχή, ότι η Αριστερά υπήρξε ιστορικά –και εξακολουθεί πάντα να είναι αν θέλει έτσι να αποκαλείται–η πολιτική πτέρυγα του εργατικού κινήματος.

Στην παραπάνω διατύπωση ίσως ξενίσει ο ενικός αριθμός –και είναι πράγματι έτσι. Εδώ και δεκαετίες –και πάντως στις μέρες μας– ούτε οι υποτελείς της εκμεταλλευτικής σχέσης εκφράζονται μόνο από το εργατικό κίνημα (οι συλλογικές δράσεις που αποσκοπούν στον εκδημοκρατισμό προωθούνται και από πλειάδα άλλων προωθητικών δρώντων) ούτε και υπάρχει μια και μόνη Αριστερά. Όμως αυτό κάθε άλλο παρά αίρει το πρόβλημα του προσδιορισμού της σχέσης ανάμεσα στους δύο πόλους, τον κινηματικό και τον πολιτικό.Το ακριβώς αντίθετο, τον καθιστά ακόμη πιο κρίσιμο, ακόμη πιοαναγκαίο.

Υιοθετώντας λοιπόν τον πληθυντικό (πολλά κινήματα, πολλοί φορείς της Αριστεράς), ας αναρωτηθούμε και πάλι: ποιος είναι ακριβώς ο ρόλος των διάφορων αριστερών φορέων απέναντι στα κινήματα; Η απάντηση θα έπρεπε να είναι απλή, όμως επιβαρύνεται από μια ζοφερή πραγματικότητα. Δεν είναι άλλη από το γεγονός ότι, σε βάθος ιστορικού χρόνου (και με εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα), τα αριστερά πολιτικά κόμματα αποδέχονται μεν την ευθύνη της πολιτικής έκφρασης των κινηματικών προσδοκιών, όμως αποτυγχάνουν να την φέρουν εις πέρας. Ο λόγος είναι ότι στην πορεία, σε κάποιο σημείο της εξέλιξής τους, παύουν να ενδιαφέρονται για την προώθηση και δικαίωση αυτών των κινηματικών αιτημάτων και, με διάφορα προσχήματα (όπως, λ.χ., ότι «ο αντίπαλος είναι ισχυρός»), επιλέγουν την πειθήνια ενσωμάτωση (την υποταγή) με αντάλλαγμα την προσδοκία της ενδοσυστημικής αναπαραγωγής γραφειοκρατικών ρόλων. Τίθεται τότε σε κίνηση και ο γνωστός μηχανισμός της υποκατάστασης του κινήματος από το κόμμα, και του κόμματος από το «επιτελείο του αρχηγού», που μόνος του κρίνει και αποφασίζει. Ως αποτέλεσμα, δεν έχουμε μόνο μεγέθυνση της ούτω αποκαλούμενης «κρίσης αντιπροσώπευσης» (συστατικό στοιχείο της αυταρχικής διολίσθησης της αστικήςδημοκρατίας), έχουμε και την επικίνδυνη –πλην εύλογη– διάδοση του αντικομματισμού στις τάξεις των κινημάτων.Στα καθ’ ημάς, το πρόβλημα που, ιδιαίτερα μετά το ΟΧΙ που έγινε ΝΑΙέχει ενταθεί δραματικά, συνήθως παραβλέπεται, με τους κατεξοχήν υπεύθυνους να συμπεριφέρονται σαν και να μην υπάρχει. Κύριαεπιδίωξή τους είναι η ματαίωση της συζήτησης με προσφιλή μοτίβα το «μικρότερο κακό», το «δε γινόταν αλλιώς», κτλ., με μια φράση διάφορες εκδοχές της ΤΙΝΑ.

Ό,τι όμως και να υποστηρίζει περί του αντιθέτου η «Αριστερά»της συστημικής ενσωμάτωσης, με τη συμπεριφορά της αυτή παύει εκ των πραγμάτων να είναι Αριστερά –γίνεται συστημικός στυλοβάτης, φορέας όχι της ανατροπής των συσχετισμών αλλά όχημα κατευνασμού της λαϊκής δυσαρέσκειας που εκφράζουν τα κινήματα. Άλλωστε η οργανωτική στάσηέχει και αδιάψευστες πολιτικές καταβολές: την άποψη, λ.χ., ότι η ρήξη είναι αυταπάτη, ή –πιο πρόσφατα–ότι η ενδεικνυόμενη πολιτική για την αντιμετώπιση της σιδηροδρομικής κατάρρευσης είναι η επαναδιαπραγμάτευση της σύμβασης με την HellenicTrain!).

Τι κάνει όμως η Αριστερά που παραμένει Αριστερά;

Αριστερά και κινήματα, κινήματα και Αριστερά                               

Εξαιρετικά διαδεδομένη είναι η άποψη ότι τα αριστερά κόμματα οφείλουν μόνο να στηρίζουν τις δράσεις των κινημάτων, όχι όμως και να καταθέτουν προτάσεις αναφορικά με το τι χρειάζεται ώστε οι κινηματικοί στόχοι να επιτευχθούν. Στη συγκυρία που διανύουμε, για παράδειγμα, αριστερά κόμματα και οργανώσεις αναδεικνύουν εμπεριστατωμένα και πειστικά τον εγκληματικό χαρακτήρα της ιδιωτικοποίησης και διακηρύσσουν την ανάγκη οι κινητοποιήσεις να συνεχιστούν και να κλιμακωθούν. Διστάζουν όμως να προτείνουν πώς; Με ποιες μορφές κλιμάκωσης, με ποιο στρατηγικό σχεδιασμό, με ποιους χρονισμούς;

Η άποψη που συνέχει αυτήν την προσέγγιση είναι ότι τα κινήματα προκύπτουν αυθόρμητα, ως απλή –ανακλαστική– αντανάκλαση του συστημικού ζόφου. Όμως δεν είναι έτσι. Ως κατεξοχήν έλλογοι δρώντες, τα κινήματα προϋποθέτουν την ορθολογική διαχείριση των κατά κανόνα περιορισμένων πόρων που διαθέτουναπέναντι σε αντιπάλους που –όπως έδειξε και η βάναυση επίθεση της αστυνομίας στην πορεία της 16ης Μαρτίου– είναι κυριολεκτικά αδίστακτοι. Πρόκειται για εγχείρημα δύσκολο που, για να τελεσφορήσει, χρειάζεται την αρωγή των πολιτικών φορέων. Αλλά το καθήκον τη πολιτικής παρέμβασης απορρέει και από την ίδια τη φύση της Αριστεράς. Ως μορφώματα που πολιτικοποιούν τις κινηματικές επιδιώξεις, τα αριστερά κόμματα όχι μόνο επιτρέπεται, αλλά και οφείλουν να καταθέτουν προς τα κινήματα προτάσεις περί του τι πρέπει να γίνει ώστε οι δράσεις που αναλαμβάνονται να επιτύχουν.

Ο –κατά βάση καλοπροαίρετος–αντίλογος που προβάλλεται στηρίζεται σε δυο κυρίως επιχειρήματα. Το πρώτο αφορά τον τρόπο με τον οποίο η πολιτική παρέμβαση θα προβληθεί από τα συστημική ΜΜΕ και το Κράτος, που θα σπεύσουν να πουν πως τα κινήματα είναι «υποκινούμενα». Η επιφύλαξη είναι εύλογη, είναι όμως και έωλη ή, καλύτερα, μάταιη. Διότι, ό,τι και να κάνουν τα κινήματα, στο βαθμό που με τις δράσεις τους αρχίζουν να ενοχλούν το σύστημα της κυριαρχίας (κι αυτό είναι το ζητούμενο), αργά ή γρήγορα, θα εισπράξουν διάφορους απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς. Το θέμα δεν είναι τι θα πουν για τις συλλογικές δράσεις τα διαπλεκόμενα ΜΜΕ και διάφοροι ανυπόληπτοι πολιτευτές, το θέμα είναι οι κινηματικές δράσεις πράγματι να κλιμακωθούν και να φέρουν απτά αποτελέσματα –και γι’ αυτό χρειάζεται πολιτικός σχεδιασμός.

Το δεύτερο επιχείρημα είναι περισσότερο εύλογο και απορρέει από το αλγεινό βίωμα τηςγραφειοκρατικής ενσωμάτωσης των κατ’ όνομα «αριστερών» κομμάτων (όπως και παραπάνω αναφέρθηκε). Όμως στόχος αυτών των κατ’ όνομα «αριστερών» δεν ήταν ποτέ η κλιμάκωση, αλλά ο περιορισμός των κινηματικών δράσεων, έτσι ώστε αυτές σε πρώτο χρόνο να καταστούν «διαχειρίσιμες» και σε δεύτερο να υποχωρήσουν.Για να τον επιτύχουν,πάντοτε εξέπεμπαν εγκάθετες «νουθεσίες αυτοσυγκράτησης»: όπως είχε πει και ο Χρόνης Μίσσιος σε μια συνέντευξη, αυτό που κυριαρχούσε στις παρεμβάσεις της ΕΔΑ κατά τα Ιουλιανά ήταν το «σύνεση παιδιά, σύνεση».

Με πρακτική σοφία, τα κινήματα εννοιολόγησαν αυτές τις συμπεριφορές: τη δεκαετία του ’60 αποκαλούσαν τους κομματικούς εγκάθετους «νοβαλζίνες» (ηρεμιστικό αναλγητικό της εποχής), τη δεκαετία του ’80 «πυροσβέστες», και την εν γένει πρακτική της κομματικής χειραγώγησης «καπέλωμα». Πήρε πολύ χρόνο ώστε τα κινήματα να αποδεσμευτούν από αυτά τα γραφειοκρατικά δεσμά και να ανακτήσουν μιαν αυτόνομη φωνή, και το εγχείρημα είναι σε διαρκή εξέλιξη. Δεν είναι συνεπώς εύλογο οι τρέχοντες φορείς της Αριστεράς που παραμένει Αριστερά να διστάζουν να προτείνουν δράσεις; Η σύντομη απάντηση είναι όχι.

Το πρώτο που πρέπει να ληφθεί υπόψη προκειμένου το «όχι» αυτό να γίνει αντιληπτό είναι η διαφορά στους στόχους. Μπορεί η κατ’ όνομα «Αριστερά» να μιλάει για κλιμάκωση,όμως αυτό που στην πραγματικότητα θέλει είναι ηαποκλιμάκωση –το «ξεφούσκωμα»– ώστε να πάμε ομαλά στις εκλογές. Η πραγματική Αριστερά, αντίθετα, δεν επικαλείται μόνο, αλλά και επιζητά την κλιμάκωση ώστε οι εκλογές να επιβληθούν με τον κόσμο στο δρόμο και σε πολιτικοποιημένη επαγρύπνηση για τη δύσκολη επόμενη μέρα. Συνάγεται πως ενώ η πρώτη θα παρέμβαινε –αν παρέμβαινε– για να περιορίσει (να «καπελώσει»), η δεύτερη θα μπορούσε με τις προτάσεις της να αποτελέσει καταλύτη συσπείρωσης.

Οι διαφορετικές επιδιώξεις αφήνουν βέβαια απτά οργανωτικά αποτυπώματα. Το εγχείρημα της αποκλιμάκωσης που αναλαμβάνεται εν κρυπτώ και σε αντίθεση με όσα δημόσια εξαγγέλλονται, θέλει πράγματι για να επιβληθεί «καπέλωμα»: ισχυρή και άτεγκτη γραφειοκρατική χειραγώγηση.Πώς αλλιώς να πειστεί ένα κίνημα σε άνοδο για το ότι πρέπει να μετριάσει τους στόχους του και απλώς να περιμένει τις εκλογές; Κι αν στις μέρες μας οι δυνατότητες που είχαν κάποτε τα γραφειοκρατικά κόμματα να χειραγωγούν τα κινήματα έχουν περιοριστεί, μια χαρά λειτουργεί και το μάντρα της γενικόλογης «αυτονομίας»: η άποψη ότι τα κινήματα δε χρειάζονται πολιτική ζύμωση και θα τα κάνουν όλα μόνα τους, όμως η βασική προσδοκία είναι ότι, χωρίς συγκεκριμένες προτάσεις κλιμάκωσης,  θα υποκύψουν στη φθορά του χρόνου και θα επέλθει η πολυπόθητη αποκλιμάκωση. Είναι φανερό πως για την Αριστερά που αξίζει το όνομα, τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά.

Εν πρώτοις, και κυρίως, δεν υπάρχει εδώ –διότι δεν χρειάζεται– κανενός είδους καπέλωμα. Η πραγματική Αριστερά δεν «λέει στα κινήματα τι να κάνουν» (πολύ περισσότερο, δεν επιδιώκει να το επιβάλλει), όμως καθώς αδιάλειπτα τα αφουγκράζεται και συνδιαλέγεται μαζί τους ως ο φορέας που πολιτικοποιεί τις επιδιώξεις τους, θέτει τις προτάσεις της στην κρίση τους–εξηγώντας, λ.χ., γιατί χρειάζεται οι σιδηροδρομικοί να παρατείνουν την απεργία τους και με ποια αιτήματα, γιατί πρέπει να ασκηθεί πίεση ώστε η απεργία της 16ηςΜαρτίου να επαναληφθεί, ενδεχομένως κλιμακούμενη σε 48ωρη, τι παράλληλες δράσεις πρέπει να επιδιωχθούν από άλλους εργατικούς και νεολαιίστικους δρώντες, κοκ. Πρέπει να τονιστεί εδώ ότι πάντα θα πρόκειται για προτάσεις που θα είναι στη δικαιοδοσία των κινημάτων να αποδεχτούν ή να απορρίψουν, ενώ η πραγματική Αριστερά πάνταθα συμπορεύεται με τις κινηματικές αποφάσεις –έστω και αν κάποια στιγμή διαφωνεί– σωρεύοντας και κωδικοποιώντας τα συμπεράσματα, καταγράφοντας σε χρόνο πυκνό (κυριολεκτικά ανά 24ωρο) ποια στάση δικαιώθηκε και ποια αστόχησε, και αξιοποιώντας την εμπειρία για την επόμενη μέρα. Αυτές είναι άλλωστε οι παραδόσεις της Αριστεράς που έχουν αλλοιωθεί και ατονήσει από δεκαετίες βάναυσης παραχάραξης. Όσοι πραγματικά ενδιαφέρονταιγια τη δικαίωση των κοινωνικών αγώνων αυτές τις παραδόσεις οφείλουν να ανασυστήσουν.

Όμως η ιστορία δεν τελειώνει εδώ. Κάποια στιγμή θα γίνουν εκλογές και κάποια κόμματα θα αναλάβουν την περαιτέρω εκπροσώπηση των κινηματικών επιδιώξεων. Οι ευθύνες τότε -κυρίως τότε– αντιστρέφονται: με μείζον ερώτημα όχι τόσοτη στάση των αριστερών κομμάτων απέναντι στα κινήματα, αλλά τη στάση των κινημάτων απέναντι στα αριστερά κόμματα. Ακόμη και αν αποδεχτούμε ότι αυτά τα κόμματα είναι πράγματι αριστερά με τις καλύτερες των προθέσεων, τα κινήματα δεν μπορούν ποτέ να βασίζονται σε απλές υποσχέσεις, ούτε βέβαια και να δίνουν λευκές επιταγές. Έχουν άραγε βρει τα κινήματα τρόπους ώστε να αποτιμούν και να παρεμβαίνουν στους τρόπους με τους οποίους επιτελείται η πολιτικοποίηση των αιτημάτων τους; Είναι αυτοί επαρκείς, χρειάζονται διόρθωση, και πώς η ιστορική εμπειρία μπορεί να αποτελέσει οδηγό; Αν τα κινήματα δεν αναρωτηθούν για τις απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά (και το εγχείρημα κάθε άλλο παρά εύκολο είναι), ελλοχεύει ο κίνδυνος της επάρατης ανάθεσης –κατάστασης πραγμάτων όπου τα κινήματα που αποτέλεσαν τροφοδότη και μηχανισμό ανάδειξης κομματικών ρόλων βρίσκονται υποβιβασμένα στη θέση του απλού παρατηρητή των εξελίξεων, χωρίς δυνατότητα παρέμβασης, ίσως και χωρίςδυνατότητα λόγου. Προκύπτει ως εκ τούτου ένα μείζον καθήκον που για κινήματα όπως αυτό των ημερών –ένα κίνημα που, προσλαμβάνοντας διάφορες μορφές, μετεξελίσσεται από τα πρώταχρόνια της κρίσης που ποτέ δεν τελείωσε– αποτελεί και προϋπόθεση δικαίωσης: το καθήκον της διεκδίκησης και θέσμισης ισχυρών μηχανισμών λογοδοσίας που να αποτρέπουν τη γραφειοκρατική διολίσθηση όσων επαγγέλλονται μια δυνατότητα πολιτικής εκπροσώπησης των οραμάτων τους.

Σε κάθε περίπτωση, η σύναψη ισχυρής οργανικής σχέσης ανάμεσα σε κοινωνικά κινήματα και Αριστερά αποτελεί αναγκαία συνθήκη της ιστορικά αναγκαίας συστημικής ρήξης.

 

Ο Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδης είναι Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, LifeMember στο Πανεπιστήμιο του Cambridge και Διευθυντής του Εργαστηρίου Συγκρουσιακής Πολιτικής (https://lcp.panteion.gr/)