Γράφει ο Νίκος Κουραχάνης*

Όταν το 1950 ο φιλελεύθερος διανοητής Thomas Humphrey Marshall δημοσίευε το Citizenship and Social Class επεσήμαινε ότι η ισότιμη και αδιαίρετη προσθήκη των κοινωνικών δικαιωμάτων στην ιδιότητα του πολίτη θα εμπλούτιζε τη λειτουργία της αστικής δημοκρατίας. Τα κοινωνικά δικαιώματα θα οδηγούσαν τους πολίτες, κυρίως εκείνους της εργατικής τάξης, σε όψεις απελευθέρωσης από την επίπονη χειρωνακτική εργασία και σε δυνατότητα επωφέλησης τους από σημαίνουσες δημοκρατικές αξίες: την απόλαυση υλικών και άυλων αγαθών, την πολιτική, πολιτισμική και, εν τέλει, κοινωνική συμμετοχή. Η θεραπεία των παραπάνω δεινών θα εκπληρωνόταν με τη διεύρυνση της κρατικής κοινωνικής πολιτικής η οποία θα λειτουργούσε ως αναπτυξιακός συντελεστής της οικονομίας και πυλώνας εμβάθυνσης της αστικής δημοκρατίας.

Με βάση τις ιδεολογικοπολιτικές αποχρώσεις που κυριαρχούν στον σύγχρονο καπιταλισμό οι απόψεις του φιλελεύθερου Marshall θα αποτελούσαν μια όψη λαϊκισμού. Η επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 δαιμονοποίησε την προσέγγιση του Βρετανού κοινωνιολόγου – η οποία λίγα μόλις χρόνια πριν αποτελούσε την κορωνίδα κοινωνικής οργάνωσης του μεταπολεμικού καπιταλιστικού υποδείγματος. Η αποκήρυξη των ιδεών του Marshall συνυφάνθηκε με την καταναγκαστική τοποθέτηση πολλών κρατών της Δυτικής Ευρώπης στον μονόδρομο της εκτεταμένης αποδιάρθρωσης του κοινωνικού κράτους. Πλέον, τα κομμάτια της εργατικής τάξης που δεν ήταν σε θέση να ανταπεξέλθουν στις εμμένουσες καπιταλιστικές ανισότητες κατασκευάζονταν ως, κατά Bauman, «σπαταλημένες ζωές» και οι κοινωνικές δαπάνες δημιουργούσαν ένα επαχθές οικονομικό κόστος που μόνο κάποιοι λαϊκιστές θα μπορούσαν να επικαλούνται τη διατήρηση τους.

Στοιχεία αυτής της επιχειρηματολογίας γιγαντώθηκαν με αφορμή την οικονομική ύφεση του 2008 και, φυσικά, αναβαθμίζονται στην τρέχουσα υγειονομική κρίση. Η κατίσχυση του τεχνοκρατισμού έναντι των πολιτικών αποφάσεων, τα στιγμιότυπα μεταδημοκρατικών εκτροπών εις βάρος της λαϊκής βούλησης και η φτωχοποίηση μεγάλων τμημάτων της κοινωνίας για την εξυπηρέτηση συγκεκριμένων οικονομικών στοχεύσεων των ελίτ αποτέλεσαν συστατικά ενός «ρεαλιστικού ορθολογισμού» που κανονικοποιεί την επιταχυνόμενη υπολειμματικοποίηση των συστημάτων κοινωνικής προστασίας. Άλλωστε, οι ίδιες οι κοινωνικές παροχές προσεγγίστηκαν από τον κυρίαρχο λόγο ως ένα αίτιο (αντί για λύση) των δημοσιονομικών αδιεξόδων. Αυτή η, εξόχως, περιοριστική συζήτηση αποδίδει το χρίσμα του «υπεύθυνου λόγου» σε οποιαδήποτε προσέγγιση κινείται αποκλειστικά στις ράγες της μεταδημοκρατίας ή, έστω, του νέου ρεφορμισμού της αριστεράς. Πολιτικές προτάσεις έξω από αυτό το πνιγηρά επιβεβλημένο πλαίσιο οριοθέτησης αποτελούν, απλώς, λαϊκισμό.

Αυτά τα ερεθίσματα μου προξένησε η ανάγνωση του νέου βιβλίου του Σεραφείμ Σεφεριάδη, Αναπληρωτή Καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, με τίτλο Λαϊκισμός, Δημοκρατία, Αριστερά. Η Πρόκληση της Μεθόδου, το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Τόπος. Τα παραπάνω ερεθίσματα είναι, ενδεχομένως, αποκλίνοντα από το κεντρικό επιχείρημα του βιβλίου, το οποίο παρατίθεται στη συνέχεια, εντούτοις υποδηλώνουν, ταυτόχρονα, τη διεπιστημονική χροιά του, την πολυπρισματική επίδραση του και τους ποικίλους τρόπους εφαρμογής του σε διαφορετικές πειθαρχίες των κοινωνικών και πολιτικών επιστημών.

Το βιβλίο αυτό επιχειρεί να προσφέρει ένα οριζόντιο μεθοδολογικό κάτοπτρο σε επιμέρους γνωστικές περιοχές της πολιτικής επιστήμης, αλλά, δεν εξαντλείται μονάχα σε αυτή τη συνεισφορά. Αντίθετα, η διατύπωση μιας μεθόδου υπηρετεί την ανάλυση και κατανόηση των δύο σημαντικών, υπό επεξεργασία, εννοιών του: τον «λαϊκισμό» και τη «νέα» ή «ριζοσπαστική Αριστερά», επιδιώκοντας παράλληλα την «ανασκευή ψευδών ορθοδοξιών που ανακύπτουν στη σύγχρονη δημοκρατική θεωρία».

Εμβαθύνοντας στη δομή του, το βιβλίο αποτελείται από την εισαγωγή και δύο μέρη (έξι και τρία κεφάλαια στο πρώτο και δεύτερο μέρος αντίστοιχα). Το πρώτο μέρος διερευνά τον λαϊκισμό ως έννοια και ερευνητική πρακτική. Με τον τρόπο αυτό γίνεται μια απόπειρα παρουσίασης των «υποκειμενικών κανονιστικών επιδιώξεων των υφιστάμενων προσεγγίσεων ως μέσο κατανόησης και ερμηνείας της επιθετικής επανάκαμψης αυτής της έννοιας την τελευταία δεκαετία». Κατά τον συγγραφέα, η βιομηχανία του «Λαϊκισμού» δεν τροφοδοτείται από την ερευνητική ποιότητα των αποτελεσμάτων της, αλλά, από την εξαιρετική της εμβέλεια και αποτελεσματικότητα ως ιμάντας μεταβίβασης συγκαλυμμένων κανονιστικών επιδιώξεων: είτε της προάσπισης της μεταδημοκρατίας, είτε της προβολής του νέου ρεφορμισμού των κομμάτων της «νέας» ή «ριζοσπαστικής Αριστεράς».

Το δεύτερο μέρος του βιβλίου ασχολείται με τις ελλείψεις του μοντέλου του «κόμματος καρτέλ» επικεντρώνοντας στην εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ, προκειμένου να τονίσει τη σημασία των περιεχομένων πολιτικής στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την κρίση των κομμάτων. «Ο ΣΥΡΙΖΑ εκτινάχθηκε στην εξουσία όχι γιατί προσαρμόστηκε στις ιδεολογικές προσταγές του προϋπάρχοντος καρτέλ κομμάτων (ΝΔ και ΠΑΣΟΚ) όπως προβλέπει το μοντέλο, αλλά για τον ακριβώς αντίθετο λόγο: διότι πιστοποιώντας μαχητικές κινηματικές δράσεις, επέτυχε να εκφράσει πολιτικά τις πανδημικές κοινωνικές διεκδικήσεις που ξέσπασαν ενάντια στην παρατεταμένη λιτότητα. Και αν στη συνέχεια ο ΣΥΡΙΖΑ καρτελοποιήθηκε ο ίδιος με ταχύτητα που μπορεί και να είναι ιστορικά ανεπανάληπτη […] οφείλεται στο πολιτικό σκεπτικό της ηγεσίας του που, για να προωθηθεί και να κυριαρχήσει, απαιτούσε πρώτιστα την κατάλυση της εσωτερικής του κομματικής δημοκρατίας» σημειώνει ο συγγραφέας.

Η νέα δουλειά του Σεραφείμ Σεφεριάδη αποτελεί μια σημαντική συνεισφορά στο γνωστικό αντικείμενο της πολιτικής κοινωνιολογίας., καθώς αγωνίζεται να προκαλέσει το έναυσμα της συζήτησης στο πλαίσιο ενός ευρύτερου ρεύματος επανάκαμψης της πολιτικής. Παρότι δεν είναι πολύ κοντά στις προσωπικές μου ερευνητικές καταβολές διάβασα το βιβλίο με μεγάλο ενδιαφέρον τόσο για το καινοτόμο μεθοδολογικό πρίσμα, όσο και για τον πληροφοριακό και λεξιλογικό πλούτο που το διέπουν. Πρωτίστως, ωστόσο, διδάσκομαι από τον συγγραφέα ως προς τις θεμελιώδεις πράξεις κοινωνικής πολιτικής που ο ίδιος επιτελεί – πέραν του βιβλίου: την αδιάκοπη μελέτη του γύρω από τα κοινωνικά κινήματα και τη συγκρουσιακή πολιτική ως νευραλγικών νησίδων αντίστασης στο ασφυκτικό δίπολο μεταδημοκρατία-αριστερός ρεφορμισμός και, πρωτίστως, τη διαχρονική και σπουδαίας ποιότητας διακόνηση των φοιτητών του, ανεξαρτήτως κύκλου σπουδών.

* Επίκουρος Καθηγητής Κοινωνικής Πολιτικής, Πάντειο Πανεπιστήμιο