Ανάμεσα στις διάφορες διαδικασίες της κοινωνικής ζωής με τις οποίες αρκετοί σχολιαστές παρομοιάζουν την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και ίσως από τις πιο πετυχημένες , είναι αυτή του τσίρκου. Όντως, παρόλο που το προσφερόμενο θέαμα είναι ακατάλληλο όχι μόνο δι’ ανηλίκους αλλά για και για ενηλίκους και δη εκείνους για τους οποίους η παρακολούθηση της παράστασης συνεπάγεται κάθε φορά την απώλεια ενός μέρους του εισοδήματος τους. Σ’ αυτό το τσίρκο λοιπόν εξέχοντα ρόλο διαδραματίζουν οι ακροβάτες. Τα ζιγκ ζαγκ τους ανάμεσα στην καταδίκη του Μνημονίου και την υπεράσπιση του γίνονται με τέτοια ιλιγγιώδη ταχύτητα που προκαλούν ζάλη στους θεατές. Μόλις στρέψουν το κεφάλι τους στ’ αριστερά , οι ακροβάτες έχουν ήδη μετακινηθεί στα δεξιά. Αναζητούν ψηλά στα κεραμίδια αυτούς που αμφισβητούν τον Πρωθυπουργό και την πολιτική του και τους βρίσκουν στο έδαφος να στρώνουν το κόκκινο χαλί στο Γιώργο Παπανδρέου.
«Το Μνημόνιο δεν είναι επιδεκτικό ούτε στην επικαιροποίηση ούτε στην αναθεώρηση, διότι δεν οδηγεί σε λύση. Η μόνη λύση την οποία μπορεί η κυβέρνηση να κάνει, είναι να καταγγείλει τη δανειακή σύμβαση» υποστήριζε στις 30 Μαρτίου το 2011 όχι κάποιο στέλεχος της αντιπολίτευσης, ούτε κάποιος αριστερός ή νεοκενσυανός οικονομολόγος αλλά ο παλαι ποτέ ιδρυτής του ρεύματος των «Ελλήνων Σοσιαλιστών» και μέχρι προσφάτως από τους βασικούς επικριτές της μνημονιακής πολιτικής, Παντελής Οικονόμου. Όλα αυτά μέχρι να προσγειωθεί στον 6ο όροφο της οδού Νίκης αναλαμβάνονταν το χαρτοφυλάκιο του αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών. Γιατί τότε διαπίστωσε ότι « το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα επαναφέρει την πρόθεση της κυβέρνησης να είναι συνεπής σε αυτά που έχει πει και ότι δεν υπάρχουν περιθώρια επαναδιαπραγμάτευσης του Μνημονίου».
Μια εκδοχή είναι ότι ο κ. Οικονόμου δεν αναθεώρησε τις απόψεις του αλλά εφαρμόζει στρατηγική παραπλάνησης με σκοπό να ανατρέψει το Μνημόνιο «από μέσα» – από εντελώς μέσα όμως – από εκεί που μπαίνουν οι υπογραφές. Η άλλη και προφανώς πιο ορθή εκδοχή απαιτεί την επιστροφή στις θέσεις των κλασσικών και πιο σύγχρονων εκπροσώπων της μαρξιστικής θεωρίας. Ότι δηλαδή η πρακτική εγγράφει ιδεολογία και δε νοείται να μην έχεις καταψηφίσει ούτε ένα κόμμα από τις πιο σκληρά νεοφιλελεύθερες νομοθετικές μεταρρυθμίσεις και την ίδια στιγμή να διατηρείς για τον εαυτό σου τον προσδιορισμό του «σοσιαλιστή». Ότι οι θέσεις υπερτερούν έναντι των υποκειμένων τους και άρα το επίθετο «καλός» ή «κακός» είναι άνευ σημασίας όταν η θέση στην οποία αναφέρεται είναι αυτή του υπουργού της τρόικας. Ότι η πολιτική εντέλει είναι το κατεξοχήν πεδίο σύγκρουσης συμφερόντων και ιδιαίτερα όταν η πόλωση διαπερνά οριζοντίως και καθέτως την κοινωνία, οι οργανωμένοι φορείς της δε μπορούν παρά να εκφράζουν έναν από τους αντιτιθέμενους πόλους. Η κυβέρνηση δεν έχει δίλλημα ως προς αυτό. Τάσσεται και υπερασπίζει τα συμφέροντα των ντόπιων και ξένων επιχειρηματιών που επιθυμούν να αγοράσουν τη δημόσια περιουσία κοψοχρονιά, να συμπιέσουν το εργατικό κόστος στο όριο της αναπαραγωγής και να επιχειρήσουν μια άνευ προηγουμένου αναδιανομή υπέρ του κεφαλαίου.
Ο Παντελής Οικονόμου είναι ένα και αρκετά χαρακτηριστικό υπόδειγμα αυτού που ιστορικά διαμορφώθηκε στη χώρα μας ως «ιδεότυπος Πασόκου» και που η λαική έμπνευση έχει βρει πολύ πετυχημένες αλλά απαγορευτικές για την αρθρογραφία εκφράσεις να το αποκρυσταλλώσει. Φραστικά πυροτεχνήματα, τζάμπα βερμπαλισμοί, τακτικισμοί στα πλαίσια της εσωκομματικής σκακιέρας, διαβρωμένη ηθική και εύκολα εξαγοράσιμη με πολύ λιγότερα συχνά από ένα χαρτοφυλάκιο. Στην κυβέρνηση μόνο υπό εξαφάνιση δεν είναι αυτό το είδος. Οι ψηφοφόροι του Παντελή Οικονόμου απογοητεύτηκαν πρώτη φορά στις 6 του Μάη όταν τον πήραν τηλέφωνο να του δώσουν συγχαρητήρια που δεν ψήφισε το Μνημόνιο και διαπίστωσαν ότι είχαν πέσει θύματα συνωνυμίας, αφού ο εν λόγω βουλευτής ήταν ο Βασίλης Οικονόμου. Απογοητεύτηκαν τώρα για δεύτερη φορά όταν τον άκουσαν αντί να καταγγέλλει τη δανειακή σύμβαση , να καταγγέλλει όσους αρθρώνουν εναλλακτικούς ως προς αυτή δρόμους. Και μάλλον δε θα επιτρέψουν στον εαυτό τους τρίτη φορά το ίδιο λάθος.
Ο ανασχηματισμός το μοναδικό βάρος που προσέθεσε στην κυβέρνηση είναι σε κιλά. Αποδόμησε και τα τελευταία ίχνη αυταπατών για το κυβερνών κόμμα και τα μέλη του. Δεν ανασχημάτισε ούτε την οργή του κόσμου, ούτε το αίτημα για αλλαγή πολιτικής. Αυτά αποτυπώνονται καθημερινά στους τοίχους του facebook των υποτελών βουλευτών, στις γειτονιές, στους δρόμους και κυρίως στις πλατείες. Εκεί που η κυβέρνηση έχει χάσει τη δεδηλωμένη.