Μνημείο πολιτικού κυνισμού ήταν καταρχήν η ίδια η τροπολογία, βάσει της οποίας εάν ένας μετανάστης καταγγείλει κρατική βία εις βάρος του και δεν κατορθώσει να την αποδείξει, θα τιμωρείται με απέλαση. Πέρα από τον εμφανή τιμωρητικό και ρατσιστικό χαρακτήρα της διάταξης, πόσο εύκολο είναι, αλήθεια, σε έναν μετανάστη που κρατείται ή συλλαμβάνεται να αποδείξει την αλήθεια των ισχυρισμών του, έχοντας μάλιστα απέναντί του όργανα των μηχανισμών καταστολής; Πόσο συχνά ένας μετανάστης βρίσκει το δίκιο του σε μια τέτοια αντιπαράθεση και, εδώ που τα λέμε, πόσο συχνά ακόμα και ένας Έλληνας πολίτης είναι σε θέση να αντιπαρέλθει αλώβητος μια τέτοια περίσταση.
 
Τρεις φορές, λοιπόν, κατατέθηκε η τροπολογία και τρεις φορές αποσύρθηκε, για να αποσυρθεί τελικά ολόκληρο το άρθρο, σε βαθμό που να αναρωτιέται κανείς τι παιχνίδι παίζεται και αν πρόκειται απλώς για αυτοκτονικούς κυβερνητικούς χειρισμούς.
 
Νομίζω ότι το φαινόμενο πρέπει να αποδοθεί σε δύο παράλληλα δεδομένα: Το ένα είναι ότι η κυβέρνηση, παρά τις θριαμβολογίες για το πρωτογενές πλεόνασμα και την υποτιθέμενη έξοδο στις αγορές, έχει χάσει την μπάλα, κι αυτό αγκαλιάζει όλες τις ισορροπίες πάνω στις οποίες βασίζεται η ύπαρξή της. Προβλήματα μεταξύ υπουργών, προβλήματα εσωτερικά στις ηγεσίες των υπουργείων, τριβές με τα κυβερνητικά συντονιστικά όργανα, ασυμφωνίες μεταξύ των δύο κυβερνητικών εταίρων αλλά και ασυμφωνίες στο εσωτερικό του καθενός εκ των δύο κομμάτων ξεχωριστά. Το δεύτερο είναι η αμοιβαία ομηρία των κομμάτων που συμμετέχουν στο κυβερνητικό σχήμα, η συνενοχή αλλά και η παράλληλη προσπάθεια του καθενός εκ των δύο να κερδίσει πολιτικό πλεονέκτημα έναντι του άλλου ενόψει της δύσκολης τριπλής εκλογικής αναμέτρησης. Μια διπλή ομηρία που δημιουργεί συνεχή ρευστότητα στους εσωτερικούς συσχετισμούς των δυνάμεων, όπως διαμορφώνονται στο πλαίσιο ενός power game που σοβεί συστηματικά.
 
Φυσικά ο μεγάλος χαμένος της χθεσινής παρωδίας ήταν η Νέα Δημοκρατία, η οποία προσπαθεί με διαδοχικές προσεγγίσεις να εμπεδώσει την ακροδεξιά της στροφή, και σ’ αυτή την προσπάθειά της μπλοφάρει κατά καιρούς με την κυβερνητική συνοχή. Το μόνο που κατάφερε χθες -εκτός από την ήττα της επί της ουσίας- ήταν απλώς να υπονομεύσει την ετοιμόρροπη κυβερνητική ευστάθεια, όπως συμβαίνει κάθε φορά που επιχειρεί να εξωθήσει το κλυδωνιζόμενο ΠΑΣΟΚ στα απώτατα όρια των εσωτερικών ισορροπιών του.
 
Και να σκεφθεί κανείς ότι έρχονται νέα δεινά για την κυβερνητική πλειοψηφία, τουλάχιστον στο επίπεδο της κοινοβουλευτικής ομάδας, αφού κυβερνητικοί βουλευτές εκφράζουν δεξιά αριστερά επιφυλάξεις, άλλοι για τις ρυθμίσεις σχετικά με το γάλα, άλλοι για την ενιαία τιμή του βιβλίου και άλλοι ως προς τη συμφωνία για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Και βέβαια είναι και ο κώδικας για τη μετανάστευση, που θα ξανάρθει, όπως ανακοινώθηκε, την επόμενη εβδομάδα από τον υφυπουργό Εσωτερικών, οπότε το χθεσινό σίριαλ θα συνεχιστεί.
 
Εδώ φθάσαμε: Ζητήματα ταμπού άλλοτε, όπως οι απολύσεις, να αποτελούν πλέον τα πιο ανώδυνα θέματα προς ψήφισιν εντός του κυβερνητικού στρατοπέδου. Ίσως γιατί η κοινωνική βάση της κυβέρνησης έχει συρρικωθεί δραστικά, και η ίδια μοιάζει να έχει εγκαταλείψει την προσπάθεια να διεκδικήσει ενόψει εκλογών την ηγεμονία της στις πιο ευάλωτες -πλην όμως εκτεταμένες πλέον- κοινωνικές ομάδες. Τις έχει ξεγράψει, αν δεν τις έχει ήδη εκχωρήσει στους πολιτικούς της αντιπάλους.