«Η Επιτροπή αποφεύγει να σχολιάζει νομοσχέδια, όμως είναι αυτονόητο ότι σε αυτή την περίοδο κρίσης είναι πιο σημαντικό από ποτέ οι δημοσιογράφοι να μπορούν να ασκούν το επάγγελμά τους ελεύθερα και με πλήρη ασφάλεια», δήλωσε στο Γαλλικό πρακτορείο ειδήσεων (AFP) ο εκπρόσωπος της Κομισιόν, Κρίστιαν Βίνγκαντ.

«Κατά τη σύνταξη της νομοθεσίας περί ασφάλειας, τα κράτη μέλη της ΕΕ πρέπει να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας και να επιτυγχάνουν τη σωστή ισορροπία μεταξύ της δημόσιας ασφάλειας και της προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των πολιτών, συμπεριλαμβανομένης της προσωπικής ελευθερίας της έκφρασης, των μέσων ενημέρωσης, της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι, καθώς και του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και της πρόσβασης σε πληροφορίες», υπενθύμισε ο εκπρόσωπος της Κομισιόν εκφράζοντας αμφιβολίες σχετικά με την ασφάλεια του συγκεκριμένου νόμου.

«Όπως πάντα, η Επιτροπή επιφυλάσσεται του δικαιώματός της να εξετάσει την τελική νομοθεσία προκείμενου να επιβεβαιώσει ότι συμμορφώνεται με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο» τόνισε ο Βίγκαντ υπογραμμίζοντας πως «παρακολουθούμε στενά την κατάσταση».

Υπενθυμίζεται πως το νομοσχέδιο «καθολικής ασφάλειας» προκάλεσε τις σφοδρές αντιδράσεις χιλιάδων πολιτών, οι οποίοι κατέκλυσαν μέσα στο Σαββατοκύριακο τους δρόμους των γαλλικών πόλεων, κλιμακώνοντας τις διαμαρτυρίες ενάντια στην ποινικοποίηση της δημοσίευσης εικόνων αστυνομικών εν δράσει που δίνει ελευθέρας στην αστυνομική βία.

«Κατεβάστε τα όπλα σας και θα κατεβάσουμε τα κινητά μας»

Σύμφωνα με την κυβέρνηση Μακρόν, στόχος της είναι η προστασία των αστυνομικών από όποιον θα ήθελε να τους εκδικηθεί, όμως η απαγόρευση και ποινικοποίηση της δημοσίευσης, θίγει την Ελευθερία του Τύπου, ενώ εμποδίζει τους πολίτες να καταγγέλλουν την αστυνομική αυθαιρεσία στα κοινωνικά δίκτυα.

Στις διαδηλώσεις και κινητοποιήσεις πρωτοστάτησαν σωματεία των δημοσιογράφων αλλά και οργανώσεις προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που θεωρούν αδιανόητη την κατασκευή νέας εγκληματικής ενέργειας, στο άρθρο 24 του νόμου -που πάντως πρέπει να ψηφιστεί και από τη Γερουσία-, αυτή της «δημοσιοποίησης εικόνας αστυνομικών ώστε να απειλείται η σωματική ή πνευματική τους ακεραιότητα», με πρόβλεψη για ποινή φυλάκισης ενός έτους και πρόστιμο 45.000 ευρώ.