τοῦ Κωνσταντίνου Πουλῆ
Τὴν πρώτη φορά, τοὺς εἶχα ἑτοιμάσει τσὶζ-κέικ. Στὴ διαδρομὴ ἔλιωσε ὅλο μέσα στὸ αὐτοκίνητο –τὸ κάθισμα ἔγινε χάλια, προσπαθοῦσα νὰ τὸ μαζέψω, λερώθηκα κι ἐγώ, νὰ μὴ σᾶς τὰ πολυλογῶ, δὲν πῆγα στὴν ἐπίσκεψη. Ἡ κρέμα… δὲν ἔδεσε ἡ κρέμα. Θέλεις ποὺ δὲν εἶχε ἀρκετὰ λιπαρὰ τὸ τυρί, θέλεις ποὺ δὲν τὸ εἶχα ἀφήσει ἀρκετὰ στὸ ψυγεῖο; Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν τὸ ἴδιο. Βεβαιῶς, νὰ ἐμφανιστῶ μὲ τὸ διαλυμένο τσὶζ-κέικ, οὔτε λόγος. Γύρισα σπίτι νὰ καθαρίσω τὸ ἁμάξι.
Τὴν ἐπόμενη φορὰ σκέφτηκα νὰ πάρω κάτι πιὸ σταθερό. Βούτηξα λοιπὸν δύο μεγάλα κοχύλια ἀπὸ τὴ συλλογὴ τοῦ πατέρα μου. Κανεὶς ποτὲ δὲν πῆρε στὰ σοβαρὰ τὴ συλλογὴ τοῦ πατέρα μου. Ὅλοι νόμιζαν ὄτι τὸ ἔκανε ἐπειδὴ ἦταν ἀνίκανος νὰ πιάσει ψάρια, χταπόδια, ἢ τέλος πάντων κάτι ποὺ νὰ τρώγεται. Ἂμ δέ! Μοῦ λὲς ποῦ τὸ κατάλαβε; Ἔξαλλος ἔγινε. «Ποῦ, ποιός, γιατί, θὰ τρελαθῶ, ποῦ πῆγαν τὰ κοχύλια;», σταματημὸ δὲν εἶχε. Καὶ βρέθηκα ξαφνικὰ νὰ ἔχω ἑτοιμαστεῖ νὰ πάω ἐπίσκεψη καὶ νὰ ἔχω μείνει μὲ ἄδεια χέρια. Αὐτὸ ὅμως δὲν γίνεται. Ἐγὼ μὲ ἄδεια χέρια δὲν πάω. Τὰ μάσησα ἀπὸ δῶ, δικαιολογήθηκα ἀπὸ κεῖ (κούραση, ὀρθοστασία, βροχή, γρίπη –ξεχνώντας τὸν βασικὸ κανόνα, ποὺ λέει ὅτι ὅταν χρησιμοποιεῖς πολλὲς δικαιολογίες μαζὶ ὅλοι καταλαβαίνουν ὅτι λὲς ψέματα) καί, μὲ λίγα λόγια, κάθισα πάλι σπίτι.
Ἀποφάσισα τότε στὴν ἐπόμενη εὐκαιρία νὰ βάλω μπρὸς τὸ σχέδιο μὲ τὰ λουλούδια, ποὺ εἶναι κλασικὸ δῶρο. Μὲ τὸ ποὺ ἔγινε ἡ προσκληση, ψωνίζω μιὰ ἀνθοδέσμη μεγάλη σὰν βιολοντσέλο μὲ τὴ θήκη, καὶ βούρ.
Στὴν ἀρχὴ φταρνίστηκα. Τὸ θεώρησα τυχαῖο. Μετὰ ἔνιωσα φαγούρα. Λέω δὲν μπορεῖ, θὰ εἶναι ἰδέα μου. Μετὰ ἄρχισαν νὰ ἐμφανίζονται μεγάλες καντῆλες σὲ ὅλο μου τὸ κορμί, μὲ φαγούρα φοβερή, σὲ σημεῖο ἀποκολλήσεως τῆς σαρκός μου, ἡ λεγόμενη “τσουγκρανοφαγούρα”, αὐτὴ ποὺ περνάει μόνο μὲ τσουγκράνα. Καὶ ξαφνικὰ ἄρχισα νὰ φωνάζω μὲς στὸ δρόμο: Ἀλλεργία! Ἀλλεργία! Νὰ πάρει ὁ διάολος, ἀλλεργία! Βεβαίως, οὔτε λόγος γιὰ ἐπίσκεψη. Θὰ μὲ παρεξηγήσουν; Νὰ μὲ παρεξηγήσουν! Τί νὰ κάνω; Νὰ πεθάνω; Θὰ πρέπει νὰ εἶναι τρελὸς κανεὶς γιὰ νὰ πάει ἐπισκεψη σὲ αὐτὴ τὴν κατάσταση. Πέταξα τὰ σκατολούλουδα στὰ σκουπίδια, σὲ μακρινὸ σκουπιδοντενεκέ, καὶ πήγα σπίτι μου, ἀφοῦ πρῶτα πέρασα ἀπὸ ἕνα φαρμακεῖο. Αὐτὴ τὴ φορὰ οὔτε ποὺ πῆρα τηλέφωνο νὰ εἰδοποιήσω. Τί νὰ πεῖς πιά, οἱ ἄνθρωποι θὰ νόμιζαν ὅτι τοὺς κοροϊδεύω, ποῦ νὰ καταλάβουν;
Γύρισα στὸ σπίτι μου καὶ φόρεσα κάτι πολὺ ὡραῖες παντόφλες ποὺ ἔχω ἀγοράσει, καινούργιες. Ὄχι αὐτὲς τὶς καρώ, ποὺ μοιάζεις μὲ γυμνασιάρχη τῆς δεκαετίας τοῦ ’60, παντόφλες μοντέρνες. Ἔπλυνα τὰ χέριά μου καὶ κάθισα νὰ δῶ τηλεόραση. Ἔφτιαξα μία κούπα τσάι καὶ πήρα καὶ τέσσερα σοκολατάκια φερέρο ροσέ.
Νόμιζα ὄτι δὲν θὰ ἔχει τίποτε καλὸ στὴν τηλεόραση, ἀλλὰ μετὰ εἶδα ὅτι εἶχε μιὰ καταπληκτικὴ ἐκπομπὴ μὲ συνταγὲς καὶ μετὰ πιὸ ἀργὰ αὐτὴ τὴ σειρὰ μὲ τὶς γυναῖκες δολοφόνους, ποὺ μοῦ ἀρέσει πολύ. (Πραγματικὰ περιστατικά, ὄχι φαντασία.) Ἔτρωγα τὰ σοκολατάκια μὲ τὸ τσάι καὶ ἄρχισα νὰ σκέφτομαι ὅτι δὲν περνάω κι ἄσχημα. Πέρναγα σχεδὸν καλά. Τί καλά; Καταπληκτικὰ πέρναγα. Ὑπέροχα.