του Ιάσονα Τριανταφυλλίδη
Σε κάποιο στούντιο εκεί στα τέλη του ’50, που γυρίζονταν δυο και τρεις ταινίες μαζί, ένα γυμνάσιο θηλέων έκανε επίσκεψη για να δουν οι μαθήτριες πως γυρίζονταν οι ταινίες. Πήγαν όλες μαζί στο καμαρίνι της Βουγιουκλάκη, να πάρουν αυτόγραφο και ξαφνικά, ακούστηκε μία κραυγή, υστερική, από μια μαθήτρια: “Κορίτσια, ο Μπάρκουλης!”. Σε κλάσματα δευτερολέπτου, πατείς με πατώ σε, όλα τα κορίτσια έτρεξαν σαν τρελλά να δουν από κοντά τον πιο ..γόη από όλους τους τότε γόητες του ελληνικού σινεμά. Είτε είναι αληθινή ιστορία είτε όχι, το “Κορίτσια ο Μπάρκουλης!” χαρακτήρισε τη ζωή, την καριέρα και την προσωπικότητα του Ανδρέα Μπάρκουλη που έφυγε…
Ο ίδιος ο Μπάρκουλης από ότι ξέρω διασκέδαζε να διηγείται ότι γεννήθηκε μια πολύ “παράξενη” μέρα για την νεώτερη ελληνική ιστορία. Γεννήθηκε στις 4 Αυγούστου του 1936, παρέα με τη δικτατορία του Μεταξά, στον Πειραιά. Άρχισε να παίζει στο θέατρο πριν κλείσει τα 15 του χρόνια, σε παραστάσεις στον Πειραιά, πήγε και στη σχολή του Κωστή Μιχαηλίδη, αλλά το ’56 πήρε άδεια ως εξαιρετικό ταλέντο και έκανε την πρώτη του εμφάνιση στο Θέατρο, στον “Κορυδαλλό” του Ανούιγ, στο θέατρο Ρεξ- Κοτοπούλη. Αμέσως τον άρπαξε και ο Ελληνικός Κινηματογράφος, και η πρώτη ταινία που γύρισε ήταν η “Μαρία Πενταγιώτισσα”, ως συμπρωταγωνιστής της Αλίκης, το 1957. Σχεδόν αμέσως γύρισε και τη δεύτερη, το “Τρία παιδιά Βολιώτικα”, η οποία βγήκε την ίδια σαιζόν αλλά λίγο πιο νωρίς από την “Πενταγιώτισσα” στα σινεμά, και εκεί πολλοί λένε ότι αυτή είναι η πρώτη του ταινία – κάτι που είναι λάθος.
Για οκτώ χρόνια γύρισε πάρα πολλές ταινίες, όλες σε μικρές εταιρίες παραγωγής, αλλά πάντα πρωταγωνιστής, δίπλα στην Αλίκη, στην Καρέζη, στη νεαρούλα Άννα Φόνσου, που εκτόξευσαν την δημοτικότητά του και, φυσικά, το κασέ του. Οι ταινίες αυτές δεν έσπαγαν τα ταμεία στην πρώτη προβολή, αλλά δούλευαν πολύ στη δεύτερη και τρίτη προβολή και στην επαρχία, και ο Μπάρκουλης ήταν από τα χρυσά χαρτιά για το ελληνικό σινεμά τότε. Έτσι καθώς, όμως, δεν πρόσεχε που έπαιζε, και μαζί με τις καλύτερες έπαιξε και σε μερικές από τις χειρότερες ταινίες, κάποια στιγμή το άστρο του άρχισε να θαμπώνει και εκεί που γύριζε ως και δέκα ταινίες το χρόνο, το 1964, στα 28 του μόλις χρόνια, έμοιαζε σχεδόν να μη βρίσκει δουλειά.
Ο Αλέκος Σακελλάριος μου είχε πει πως τότε τον πλησίασε ο Μπάρκουλης και τον παρακάλεσε να τον βάλει να παίξει σε κάποια ταινία του, ακόμη και σε μικρό ρόλο. Κι ο μπαρμπα-Αλέκος του έδωσε τη χρυσή ευκαιρία. Τον έβαλε στη Φίνος Φίλμ και του έδωσε ένα ρόλο στο “Δόλωμα” δίπλα στην Αλίκη. Εδώ ξεκινάει η δεύτερη καριέρα του Μπάρκουλη στο σινεμά, όπου αποδεικνύει πως από ωραίος, γοητευτικός κλπ, είναι και σπουδαίος ρολίστας, για κάθε ρόλο, κωμωδία ή δράμα.
Για μια δεκαετία σχεδόν, στη Φίνος Φιλμ, αλλά και στην Καραγιάννης Καρατζόπουλος λίγο μετά, παίζει πρώτους ή δεύτερους ρόλους, σε ταινίες όπως “Τζένη Τζένη”, “Η ζούγκλα των πόλεων”, “Κοινωνία ώρα μηδέν”, “Ζητείται επειγόντως γαμπρός”, “Μια τρελλή τρελλή σαραντάρα” και πολλές πολλές ακόμη και είναι αυτές που πραγματικά του δίνουν, στο σινεμά τουλάχιστον, την εκτίμηση για το ταλέντο του, πέρα από το “Κορίτσια, ο Μπάρκουλης!”.
Όλα αυτά τα χρόνια δεν παύει να παίζει στο Θέατρο και μάλιστα αντικαθιστά τον Κώστα Ρηγόπουλο στο θρυλικό “Αγάπη μου Ουά Ουά” όταν ο τελευταίος εξαιτίας ξαφνικής ασθένειας εγκαταλείπει τις παραστάσεις, σε ένα έργο που παίχθηκε συνολικά έξι χρόνια. Το 1973 και για πέντε – έξι χρόνια, αναγκάζεται να πάει στην Αμερική, και να ζήσει εκεί τραγουδώντας σε κέντρα, μετά από κάποια σοβαρά μπλεξίματα με την ελληνική δικαιοσύνη. Επιστρέφοντας συνεχίζει να παίζει στο σινεμά, σε αυτό που υπήρχε τέλος πάντων μετά το ’78, και στα χρόνια του ’80 κάνει μια πολύ δυναμική επιστροφή στο θέατρο για μια δεκαετία, παίζοντας κλασσικό ρεπερτόριο σε καλούς θιάσους αλλά και στο Εθνικό.
Μετά τον παίρνει ξανά η κάτω βόλτα. Τα τελευταία πάνω από δέκα χρόνια αντιμετώπισε πολλά και σοβαρά προβλήματα υγείας, αλλά και οικονομικά προβλήματα, κάποια στιγμή δε φιλοξενήθηκε με την οικογένειά του και στο “Σπίτι του Ηθοποιού”, δημιούργημα της Άννας Φόνσου, η οποία δεν ξέχασε το πόσο της είχε σταθεί στα πρώτα της βήματα αλλά και γενικά σε δύσκολες στιγμές της ζωής της.
Ο Ανδρέας Μπάρκουλης έκανε τρεις γάμους, ο πρώτος με την μια δεκαετία μεγαλύτερή του Αλέκα Στρατηγού. Τα τελευταία είκοσι χρόνια ζούσε με την τρίτη του σύζυγο, Μαρία, με την οποία απέκτησε τον σήμερα 15χρονο γιό του.
Ο ίδιος διηγείτο πως κάποια εποχή γύριζε τόσες πολλές ταινίες συγχρόνως που μες στο αμάξι του έφευγε το πρωί με τέσσερα πέντε κοστούμια, ένα για κάθε ταινία που έπρεπε να γυρίσει! Δεν ήταν ο άνθρωπος, παρ’ όλο το μύθο του, με τις ατελείωτες ερωτικές κατακτήσεις. Ερωτευόταν και ήταν πιστός. Έζησε και μία θυελλώδη σχέση με τη Μαίρη Χρονοπούλου, που έπαιξαν μαζί και στο σινεμά και στο θέατρο.
Δεν έχω ακούσει ποτέ κάποιον να μου πει κακά λόγια για τον Ανδρέα Μπάρκουλη, δεν έχω ακούσει άσχημα πράγματα γι’ αυτόν. Ο Ζαννίνο, ας πούμε, αναφέρει στην αυτοβιογραφία του πόσο γενναιόδωρος και στα λεφτα και στα αισθήματα υπήρξε ο Μπάρκουλης με όλους γύρω του όταν αυτοί τον χρειάζονταν. Αλλά, ήταν τζιτζίκι και όχι μυρμήγκι. Και παρ’ όλο που η ζωή του έδινε κάθε τόσο μια μεγάλη κατραπακιά, μετά του έδινε και μια μεγάλη καινούρια ευκαιρία, αλλά χωρίς να του βάλει μυαλό, και στα οικονομικά του αλλά και στην καριέρα του.
Ο Ανδρέας Μπάρκουλης όμως, με τις λάθος κινήσεις και επιλογές του, έκανε κακό μόνο στον εαυτό του. Όλοι οι άλλοι γύρω του πέρασαν καλά, και πέρασαν καλά χάρη σε αυτόν. Γι αυτό και δεν έχει να του προσάψει κανείς τίποτε, παρά μόνον ακριβώς ότι τον εαυτό του έβλαψε, τελικά…
Χιλιάδες μέτρα φιλμ όμως τον Ανδρέα Μπάρκουλη θα τον κρατήσουν ζωντανό για τις επόμενες γενιές, νέο, όμορφο, γοητευτικό και μια φράση θα τον συνοδεύει για πάντα: Κορίτσια ο Μπάρκουλης!