Πράγματι, η νοσταλγία των χαμένων ονείρων των παιδικών χρόνων, η απώλεια κάποιου προσώπου και το μαρτύριο της «άδειας» καρέκλας, η φτώχεια, η ανεργία, η απώλεια της οικονομικής δυνατότητας να περάσουμε αυτές τις γιορτινές μέρες όπως κάποτε, είναι μερικοί από τους λόγους που μπορούμε να πούμε με ασφάλεια ότι δημιουργούν το υπόστρωμα ανάδυσης δύσφορων συναισθημάτων.

Με τούτα, ο λογισμός μας συνάδει με αυτό που λέμε «κοινή» λογική (αδόκιμος όρος στις μέρες μας) δικαιολογεί στα μάτια μας εκείνους που βιώνουν θλίψη κι απελπισία.

Όμως υπάρχουν και κείνοι οι άλλοι…

Εκείνοι που ενοχλητικά μας θυμίζουν όλα όσα θέλουμε να μην γνωρίζουμε, κι αν γνωρίζουμε, όλα όσα θέλουμε να ξεχνούμε. Την ματαιοδοξία, την απουσία εγγενούς νοήματος, και την επίγνωση της θνητότητας (έξω από δω, όπως λέγεται).

Είναι εκείνοι που «αναίτια» για τον γραμμικό μας λογισμό νιώθουν όπως νιώθουν, κι αποτελούν το όνειδος, εισπράττουν τον ψόγο και την κατάκριση, χαρακτηρίζονται άνθρωποι τοξικοί, αρνητικοί, με σκούρα αύρα, γκρινιάρηδες, θύματα, ανίκανοι να δουν την θετική πλευρά της ζωής, καταθλιπτικοί.

«χαμογέλα ρε, τι σου ζητάνε;»

Θα συνεχίσω με αυτό, που θα ήταν κανονικά το συμπέρασμα στο τέλος

οι υγιείς αρρωσταίνουν.

Κι αρρωσταίνουν λειτουργώντας ως ενδείκτες, αταίριαστα λαμπάκια σαν κι αυτό της έλλειψης καυσίμου στο αυτοκίνητο σας. Αταίριαστα λαμπάκια ανάμεσα στα χιλιάδες, μυριάδες λαμπιόνια της χαράς των ημερών.

Λειτουργούν ως ενδείκτες για εμάς τους «υγιείς», για όλους εμάς που οι «κεραίες» μας συντονίζονται ως δέκτες των πομπών της επίπλαστης ευτυχίας που διαφημίζεται, περίπου ως προϊόν. Οι «κεραίες» των άλλων συντονίζονται με την υποκρισία, το ευκαιριακό, τον ατομικισμό, τα πλαστά συναισθήματα, την κατανάλωση του άλλου, την διαφημιστική καμπάνια, την «αναγκαστική» ευτυχία.

Καταναλώνουμε τα συναισθήματα της χαράς, όπως τρώμε αδηφάγα τους κουραμπιέδες. Καταναλώνουμε τις σχέσεις αφού εκπληρωθούν οι πρόσκαιρες επιθυμίες, που η «ποπ» ψυχολογία του διαδικτύου ονομάζει ανάγκες. Καταναλώνουμε τον άλλον, περίπου ως εργαλείο εξυπηρέτησης πόθων, ονείρων, κι έπειτα τους πετούμε σαν το σελοφάν της λαχταριστής άδειας πιατέλας.

Δύσμοιροι ευτυχισμένοι καταναλωτές προϊόντων, δώρων, ονείρων κι ανθρώπων.

Σε αυτή την μέθεξη της ευφάνταστης ειρήνης κι αγαλλίασης για «όλον» τον κόσμο, η υποκρισία σπάζει στα μούτρα μας ορμητικά σαν το κύμα στην πέτρινη προκυμαία.

Ο ενοχλητικός άλλος γίνεται το απωθητικό αντικείμενο, μας χαλνάει το γιορτάσι κι εδώ συχνά σκεφτόμαστε κι άλλοτε λέμε κιόλας: «χαμογέλα ρε, τι σου ζητάνε;»

Η παντοδυναμία της ποπ «ψυχολογίας» και κουλτούρας, σκέψου θετικά, βρίσκεται διάχυτη παντού. Από τα μεσημεριάτικα της άθλιας υπο-κουλτούρας με «ψυχολογική» επίγευση από παντός είδους ψυχολογιο-λογούντες έως την επιθετική διαφημιστική εκστρατεία για κατανάλωση, τις βιτρίνες απαστράπτουσας ευμάρειας και χαράς στο φόντο της κοινωνίας που ρέπει στην θλίψη.

Η κανονικότητα των χαρούμενων γιορτών αναδεικνύει εκείνους ως μη κανονικούς. Κάθε τους προσπάθεια να γίνουν «φυσιολογικοί» προσκρούει σε αυτήν την επιταγή.

«Γίνε θετικός».

Σα να μην έφτανε η αίσθηση της λύπης, προστίθεται σε αυτή κι η υποχρέωση να σκεφτούν θετικά. Με τρόπο, μάλιστα, υπερφυσικό. Να γίνουν σαν εμάς, τυφλοί και κωφοί.

Η κοινωνική «εντολή» της αγοράς για περισσότερη κατανάλωση (Οι χαρούμενοι ψωνίζουν περισσότερο, κι οι στενοχωρημένοι ψωνίζουν για να γίνουν χαρούμενοι. Η άθλια μεταφορά της θεραπείας, λανσαρισμένη ως shop therapy. Η αποθέωση της ματαιότητας!) σκέψου θετικά, επενεργεί με τρόπο ψυχαναγκαστικό να υποδυθούν κάτι άλλο, να αρνηθούν τα συναισθήματά τους, με συνέπεια είτε να υποκρίνονται ως μέρος της καθολικής υποκρισίας ώστε να έχουν την αίσθηση του ανήκειν είτε να μην τα καταφέρνουν και να νιώθουν περίπου συναισθηματικά ανάπηροι, βαθαίνοντας την θλίψη, την απόκοσμη αίσθηση μοναξιάς, την μνησικακία για αυτούς που μοιράζονται μία φέτα ψωμί, αλειμμένη με light βούτυρο, σαν την καλοστημένη διαφήμιση της πρέπουσας ευτυχισμένης οικογένειας.

Η απουσία δημιουργεί κενό, το κενό γεμίζει με πόνο. Ο πόνος, δηλαδή, έγκειται στην απουσία. Η απουσία της ανθρωπιάς, της συμπόνιας, της συντροφικότητας, της συλλογικότητας, γεμίζει με πόνο. Εκείνος που τον αισθάνεται είναι υγιής και θλίβεται, κι ας μην το γνωρίζει.

Για τους πολλούς εκείνος είναι ο προβληματικός, ο τοξικός άνθρωπος, γεμάτος αρνητισμό κλπ., και κάπως έτσι το πιστεύει κι αυτός. Αποδέχεται τον κοινωνικό καθωσπρεπισμό των ημερών, απορρίπτοντας τα μη κοινωνικά αποδεκτά συναισθήματά του.

ΥΓ. Όλα τούτα μπορεί και να τα γράφω γιατί μικρός συμπαθούσα τον Σκρουτζ. Τον συμπαθούσα, μυστικά από τους άλλους, γιατί όλοι τον αντιπαθούσαν κι ανησυχούσα μήπως δεν ήμουν κανονικός! Ο λόγος της συμπάθειας ήταν ακριβώς γιατί δεν βρίσκονταν κανείς να τον συμπαθήσει. Ο Σκρουτζ δεν ήταν κακός, δεν ήταν τοξικός, μόνος ήταν!