Αναλυτικά ο χαιρετισμός του κ. Κουτσούμπα:

«Το προηγούμενο Σάββατο σε αυτήν εδώ την αίθουσα είχαμε μια εκπληκτική συναυλία αφιερωμένη στον μεγάλο Μάνο Χατζιδάκι, ενώ είχαν προηγηθεί άλλες σημαντικές εκδηλώσεις όπως η συναυλία με τραγούδια σε ποίηση Κώστα Βάρναλη ή πιο πριν η θεατρική παράσταση αφιέρωμα στον Γιώργο Κοτζιούλα και στο θέατρο του Βουνού.

Έσμιξαν στα πλαίσια του σημερινού μας επιστημονικού Συνεδρίου η μουσική, η ποίηση, το θέατρο, τις μέρες που στο κτήριο της Σανταρόζα δέσποζε η εικαστική απεικόνιση της απελευθέρωσης και των συγκλονιστικών γεγονότων που ακολούθησαν εκείνα τα χρόνια της Θύελλας.

Σοφά ο Μάνος Χατζιδάκις έλεγε ότι η τέχνη μπορεί να κινητοποιεί τις αληθινές ευαισθησίες των ανθρώπων.

Το ζήσαμε μέσα από όλες αυτές τις εκδηλώσεις για το Επιστημονικό μας Συνέδριο, θα το ζήσουμε και αυτό το διήμερο, μιας και έχουν γίνει αυτά τα Συνέδρια πλέον θεσμός. Ιδιαίτερα, για το περιεχόμενο αυτού του Συνεδρίου για τα χρόνια της θύελλας, για τη δεκαετία του ’40, την πιο σπουδαία δεκαετία της επαναστατικής έξαρσης, σπουδαίων διδαγμάτων, την πιο κορυφαία στιγμή της ταξικής πάλης στην Ελλάδα, κατά τον 20ο αιώνα.

Γιατί, υπάρχουν εκείνες οι στιγμές της ιστορίας και των αγώνων του λαού, που γεννούν σπουδαίες μελλοντικές παρακαταθήκες. Υπάρχουν εκείνες οι συγκυρίες και οι ιστορικές συνθήκες που ξεσπούν από μέσα τους σαν ώριμος καρπός οι μεγαλειώδεις εικόνες από το προκαθορισμένο μέλλον της επαναστατικής αλλαγής. Υπάρχουν εκείνοι οι καιροί μέσα στον χρόνο, που δεν αφήνουν μόνο το ανεξίτηλο αποτύπωμά τους στο διάβα της ιστορίας, αλλά επηρεάζουν βαθιά, ριζικά, ολοκληρωτικά τον τρόπο που αντιλαμβάνεται κανείς το κοινωνικό γίγνεσθαι.

“Τα χρόνια της θύελλας”, η δεκαετία του ’40, με την ΕΑΜική Αντίσταση και τον ένοπλο αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας είναι ακριβώς ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα όλων αυτών. Είναι η στιγμή που το εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα βάζει φαρδιά-πλατιά την υπογραφή του στα γεγονότα και η λογοτεχνία του αγωνίζεται να γίνει πηγή έμπνευσης για τους χιλιάδες ανθρώπους που ρίχνονται στην φωτιά του πολιτικού αγώνα και της ένοπλης πάλης, ώστε όλο αυτό το μεγαλείο να καταγραφεί με τον πιο ζωντανό τρόπο στην ιστορία.

Γνωρίζουμε, πως η λογοτεχνία μπορεί, όχι απλά να περιγράψει τα γεγονότα μιας εποχής, αλλά και να διεισδύσει βαθύτερα στους σκοπούς και τις ανάγκες της. Όταν διαπνέεται από τα πιο προωθημένα ανθρώπινα ιδανικά, έχει την ικανότητα να διαμορφώνει, να σφυρηλατεί και να εξυψώνει τον άνθρωπο, να δυναμώνει την πίστη στις δυνάμεις του, στην ικανότητά του να παρεμβαίνει στην ζωή για να την αλλάξει, να την φέρει στα ανθρώπινα μέτρα από την βαρβαρότητα.

Απόλυτα δικαιολογημένα, λοιπόν, μιλώντας για τη συγκεκριμένη δεκαετία, μία δεκαετία ανόδου και όξυνσης της ταξικής πάλης στη χώρα μας, την χαρακτηρίζουμε ως τα “χρόνια της θύελλας”. Γιατί είναι θύελλα κοινωνική, ανατρεπτική, ιστορική, η πάλη ενός λαού που με το όπλο στο χέρι, διεκδικεί το άλμα προς το αύριο. Που πολεμά για το ελπιδοφόρο μέλλον των ονείρων και των προσδοκιών του, για πιο όμορφες μέρες, πιο δίκαιες, πιο ανθρώπινες.

Είναι η θύελλα που επιδιώκουμε να σαρώσει τον παλιό, ξεπερασμένο κόσμο της αδικίας και της εκμετάλλευσης. Μία τέτοια ιστορική συνθήκη θα ήταν αδύνατο να μην αγγίξει, να μην επηρεάσει και τους λογοτέχνες. Θα ήταν παράταιρο να τρέμει ο κόσμος γύρω τους από την αγωνιστική ανάταση του λαού και αυτό το ρίγος να μην διαπεράσει τη λογοτεχνική δημιουργία, να μην προκαλέσει καινούργια συναισθήματα και σκέψεις στους ανθρώπους της τέχνης και του πνεύματος.

Η αντιστασιακή λογοτεχνία της εποχής είναι στιγματισμένη από τις αιματηρές συγκρούσεις, τις εξορίες, τις φυλακίσεις και τις εκτελέσεις. Ο αντιστασιακός πεζός και ποιητικός λόγος εκφράζει αισθητικά την ψυχολογία των ανθρώπων εκείνης της πολυτάραχης εποχής. Εκφράζει τους φόβους, την απόγνωση, ακόμα και την απελπισία που νιώθουν μπροστά στη φρίκη του πολέμου, της πείνας και των συγκρούσεων. Μάλιστα, πολλά από τα ποιητικά έργα έρχονται από νέους ποιητές, που δεν είναι «πολιτογραφημένοι» στα λογοτεχνικά αρχεία, όμως πρωτοεμφανίζονται εμπνεόμενοι από τα βάσανα, τις κακουχίες και τα προσωπικά βιώματα της θυελλώδους εκείνης εποχής.

Στα πρώτα χρόνια της Κατοχής αρκετά από τα έργα που τυπώθηκαν αποτέλεσαν μία λογοτεχνία φυγής. Ένα μέσο απόδρασης από την πνιγηρή, βάναυση πραγματικότητα, από τις φρικαλεότητες των κατακτητών και των ντόπιων συμμάχων τους. Γι’ αυτό θα δούμε έργα γενικού περιεχομένου που χαρακτηρίζονται από τη νοσταλγία παλαιότερων εποχών, ενώ θα διαπιστώσουμε σε ορισμένα εξ αυτών την απαισιοδοξία για το μέλλον, ως αντανάκλαση της τότε κοινωνικής πραγματικότητας.

Φυσικά η στάση των λογοτεχνών δε θα μπορούσε να είναι ενιαία, ούτε βέβαια να διαμορφωθεί από τη μία στιγμή στην άλλη. Αντίθετα, μπορούμε να διακρίνουμε ότι οι λογοτεχνικές συνειδήσεις έχουν άμεση συνάρτηση με το επίπεδο της λαϊκής πάλης, σφυρηλατούνται μέσα από το θέριεμα της ΕΑΜικής Αντίστασης και καθορίζονται από την εξέλιξη κάθε φάσης του αγώνα. Όπως και οι ιδεολογικές διαφορές ανάμεσα στον προοδευτικό λογοτεχνικό κόσμο με τους φιλελεύθερους λογοτέχνες είναι ορατές, ακόμα και στον τρόπο προσέγγισης του αγώνα για την απελευθέρωση.

Ύστερα από την απελευθέρωση το 1944, θα παρουσιαστεί στην αστική διανόηση η αμηχανία για την απήχηση και το κύρος του ΚΚΕ και του ΕΑΜ στον λαό, ενώ μετά τον Δεκέμβρη του ’44, θα διαμορφωθεί η ανάγκη στο αστικό πολιτικό σύστημα να θωρακίσει την εξουσία του, επιδιώκοντας τη στήριξη των αστών λογοτεχνών, ως μέσο για να προσεγγίσει την πολυπληθή μάζα που έβλεπε ακόμα φιλικά το ΕΑΜικό κίνημα. Οι πιέσεις που ασκήθηκαν από το κράτος στους αστούς λογοτέχνες, οι δικές τους παλινωδίες και η, τελικά καταδικαστική για τον αγώνα του ΔΣΕ, στάση των περισσότερων, αποτελούν ένα θέμα που θα απασχολήσει αυτό το Συνέδριο.

Στην σύγκρουση του Δεκέμβρη θα πάρει μέρος ένα τμήμα των ΕΑΜικών λογοτεχνών, ένα άλλο όμως όχι, υπό το βάρος της εκτίμησης ότι η στρατιωτική δράση ακυρώνει το αναγκαίο «ενωτικό» πνεύμα. Εκτός αυτού, με το πρώτο άνθισμα της αντιστασιακής τέχνης άρχισαν οι διωγμοί, οι ομαδικές εξορίες, οι καταδίκες, οι φυλακίσεις και οι ομαδικές εκτελέσεις. Μία συνθήκη φοβίας αρχίζει να επικρατεί που επηρεάζει φυσικά και τους λογοτέχνες.

Σε λογοτεχνικό επίπεδο αντανακλώνται και οι πολιτικές κατευθύνσεις του ΚΚΕ στη συγκεκριμένη περίοδο. Κομβικό σημείο είναι ότι ορίζεται ως διακύβευμα της δεκεμβριανής σύγκρουσης η εθνική ανεξαρτησία, η δημοκρατία, γενικά η προκοπή του λαού. Δεν έχει συνειδητοποιηθεί ο αντικειμενικά ταξικός χαρακτήρας της σύγκρουσης. Έτσι οι ΕΑΜικοί λογοτέχνες, ακόμα και όταν προσπαθούν να υπερασπιστούν τον Δεκέμβρη, αδυνατούν να διαχωριστούν μεθοδολογικά από την ενιαία εθνική αφήγηση μέρους της αστικής διανόησης. Στις προσεγγίσεις ορισμένων λογοτεχνών διαφαίνεται, παρά τις αντιφάσεις τους, μία άλλοτε φανερή και άλλοτε λανθάνουσα απόπειρα ταξικής νοηματοδότησης του Δεκέμβρη.

Παρά το γεγονός ότι η πολιτική δραστηριότητα των λογοτεχνών προσφέρει πλούσια στοιχεία για την κατανόηση της πολιτικής πραγματικότητας της δεκαετίας ’40 – 50, ο πολιτικός προσανατολισμός του έργου τους περιέχει αδυναμίες, που συνδέονται άμεσα με την μεταβαλλόμενη κομματική γραμμή και κυρίως με την αδυναμία της να συνδέσει τον αγώνα με τον στόχο του σοσιαλισμού, ζήτημα που αποτυπώνεται και στο δικό τους λογοτεχνικό έργο.

Θα δούμε, επίσης, ότι κατά τη διάρκεια της Αντίστασης, όπως και του τρίχρονου αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού που ακολούθησε, αρκετοί λογοτέχνες βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή, έδειξαν αυτοθυσία, κράτησαν ηρωική στάση απέναντι στους κατακτητές και την αστική εξουσία. Όμως, αμέσως μετά την ήττα της ένοπλης πάλης, αρκετοί από αυτούς απογοητεύτηκαν και αποστρατεύτηκαν από τον αγώνα.

Ο ρόλος της κομμουνιστικής διανόησης κατά την κρίσιμη περίοδο του ’46-49 αντανακλά την όξυνση και την ένταση της πάλης. Αναδεικνύει την ταξική της διάσταση και υπογραμμίζει την εναντίωση απέναντι στο αστικό σύστημα και τους διεθνείς συμμάχους του. Παρά το γεγονός, ότι στα περισσότερα έργα λείπει η ιδέα της κοινωνικής επανάστασης για έναν νέο, σοσιαλιστικό κόσμο χωρίς εκμετάλλευση, η ταξική διάσταση των έργων τους, καθόρισε την αρνητική στάση που είχε η αστική ιστοριογραφία και η λογοτεχνική κριτική απέναντι στα έργα της εποχής.

Η συμμετοχή των λογοτεχνών στον Δημοκρατικό Στρατό, η ιδεολογική διαπάλη που έφερε ο αγώνας του, η αποτύπωση των γεγονότων και των συγκρούσεων καθορίζονται από πολλούς παράγοντες. Ανασταλτικά λειτούργησε η διά νόμου απαγόρευση του ΚΚΕ, οι διώξεις, το κυνήγι του αστικού κράτους απέναντι στους κομμουνιστές, που επεκτάθηκε και στον χώρο της διανόησης. Οι κομμουνιστές λογοτέχνες είχαν να αντιμετωπίσουν φυλακίσεις, εκτοπισμούς, ενώ η αστική εξουσία επεδίωκε την “εκκαθάριση της πνευματικής ζωής από τον συμμοριτισμό”, όπως χαρακτηριστικά έγραφαν. Τις αντοχές του κάθε λογοτέχνη καθόρισαν εν τέλει ο βαθμός αφομοίωσης της κομμουνιστικής ιδεολογίας και των στόχων της, η οργανωτική του σχέση με το Κόμμα και με τον βαθμό σύνδεσής του με το λαϊκό κίνημα και τους δεσμούς που είχε αναπτύξει με αυτό.

Έτσι πολλοί στρατεύτηκαν στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας και πλαισίωσαν τον εκδοτικό μηχανισμό, το σώμα ανταποκριτών, το θεατρικό και κινηματογραφικό συνεργείο, όπως και τον τομέα διαφώτισης. Τότε αρκετοί λογοτέχνες φυλακίστηκαν και εξορίστηκαν από το αστικό κράτος.

Ταυτόχρονα, η ανάπτυξη της λογοτεχνίας δεν έμεινε πίσω. Με ευθύνη της Επιτροπής Διαφώτισης έγιναν ανάλογες δημοσιεύσεις στα κομματικά έντυπα, ενώ ενθαρρύνθηκε το διάβασμά τους στις στρατιωτικές μονάδες. Τα λογοτεχνικά έργα αντανακλούν την αντίληψη και στρατηγική που είχε το ΚΚΕ εκείνη την περίοδο, όμως ταυτόχρονα τονίζεται ιδιαίτερα η ηρωική στάση του λαού και των μαχητών του Δημοκρατικού Στρατού στον αγώνα για τη λευτεριά. Παράλληλα, έγινε κατορθωτό να φωτιστούν -σε μεγαλύτερο βαθμό σε σχέση με προηγούμενα χρόνια- τα αντιτιθέμενα κοινωνικά και ταξικά συμφέροντα, ενώ ήρθε με περισσότερη θέρμη στο προσκήνιο η αναγκαιότητα μίας κοινωνικής – σοσιαλιστικής, επαναστατικής αλλαγής.

Ο Κώστας Βάρναλης στο “Ημερολόγιο της Πηνελόπης” επιχειρεί μία αλληγορική επαναδιαπραγμάτευση της ομηρικής θεματολογίας αποτυπώνοντας την αντίθεση μεταξύ καταπιεζόμενων και εκμεταλλευτών. Εκεί τοποθετεί τις φράσεις: «Εμείς που φκιάσαμε τον τόπο μας θα γίνουμε και αφέντες του. Ζητάμε να πάρουμε μονάχοι μας το δίκιο μας και την λευτεριά μας, που θα πει την εξουσία».

Στις γειτονιές του κόσμου, στο ποίημα του Γιάννη Ρίτσου που γράφτηκε το 1949, ο ποιητής χρησιμοποιεί την φράση “Από εδώ, για τον Ήλιο” η οποία λειτουργεί στην ποίησή του σαν σύμβολο υπέρβασης της κοινωνικής πραγματικότητας.

Αυτόν τον ήλιο κοιτάμε και σήμερα και λαχταράμε να μας φωτίσει, τον ήλιο του σοσιαλισμού – κομμουνισμού. Αυτό είναι το φωτεινό μέλλον της ανθρωπότητας και δεν έχουμε το δικαίωμα να προσδοκούμε τίποτα λιγότερο από αυτό. Δεν έχουμε το δικαίωμα ως κομμουνιστές να συμβιβαστούμε με τίποτα λιγότερο από έναν καινούργιο, ηλιόλουστο κόσμο.

Είμαστε σίγουροι ότι θα έρθει η εποχή που οι ποιητές, οι λογοτέχνες θα εμπνέονται από την οικοδόμηση της νέας κοινωνίας. Θα θαμπώνονται από τον ήλιο του σοσιαλισμού και θα αποτυπώνουν στο χαρτί το μεγαλείο της ανθρώπινης προόδου και της επαναστατικής αλλαγής. Καλή επιτυχία στο Συνέδριό μας!».

 

Πηγή: 902.gr