Η Ελληνική Κρίση είναι στην ουσία της, κρίση του Ευρώ και του ελλείμματος δημοκρατίας στην Ε.Ε: Editorial της Guardian (Guardian: http://bit.ly/iSnZe2)
Η καταστροφή που βρίσκεται σε εξέλιξη στην Ελλάδα είναι το
πιο χτυπητό παράδειγμα των μακροχρόνιων προβλημάτων της ευρωζώνης. Φυσικά έχει
και τοπικές αιτίες –παραδείγματος χάρη το ελληνικό φορολογικό σύστημα που
στάζει σαν σουρωτήρι. Αν όμως το πρόβλημα ήταν μόνο ελληνικό, αφορούσε δηλαδή το3%
του ευρωπαϊκού ΑΕΠ θα μπορούσε να περιοριστεί με ικανή διαχείριση (κάτι που
βέβαια λείπει από τους ευρωπαίους υπουργούς σήμερα). Όμως η κατάρρευση είναι
ευρύτερη και αν δεν αντιμετωπιστούν τα θεμελιώδη προβλήματα της ευρωζώνης, η
επιβίωση του κοινού νομίσματος θα συνεχίσει να κινδυνεύει.
Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, καθώς ο Ζακ Ντελόρ διαπραγματευόταν τη δημιουργία του ευρώ, συζητείτο αν τόσο διαφορετικές οικονομίες μπορούν πράγματι να ενοποιηθούν. Η απάντηση των ευρωκρατών σε αυτή την φυσική ανησυχία ήταν να θεσπίσουν τα κριτήρια του Μάαστριχτ. Κριτήρια που όχι απλά παραβιάστηκαν (η Ιταλία και το Βέλγιο εισήλθαν παρόλο που υπερέβαιναν το όριο του χρέους) αλλά ήταν και ηλιθιωδώς μηχανιστικά. (γιατί να επιτρέπεται η είσοδος με έλλειμμα 3% και όχι 3,1%;) Ηταν επίσης αποπληθωριστικά, υποχρεώνοντας τις χώρες να μειώσουν τον δανεισμό και αγνοώντας την οικονομική ανάπτυξη. Το ίδιο συνέβη και με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, στην οποία ανατέθηκε να κρατήσει τον πληθωρισμό κάτω από το 2% ακόμη και σε περιόδους βαθιάς ύφεσης.
Το αποτέλεσμα είναι ότι οι κυβερνήσεις της Ευρωζώνης, από το
Δουβλίνο ως το Ταλίν έχουν μία νομισματική πολιτική, 17 διαφορετικές
δημοσιονομικές πολιτικές και 17 διαφορετικά τραπεζικά συστήματα. Αυτό ήταν
ανέκαθεν ανοησία, αλλά χρειάστηκε η κρίση για να το καταλάβουν όλοι.
Οι κυβερνήσεις υποχρεώθηκαν να ενισχύσουν τις τράπεζές τους,
ενώ άφραγκα κράτη όπως η Ελλάδα χρειάστηκε να βασιστούν στην ΕΚΤ και στους άλλους
ευρωπαϊκούς θεσμούς για να κρατήσουν στη ζωή τα τραπεζικά τους συστήματα. Αυτή
η μεταφορά κονδυλίων από τον πυρήνα της Ευρώπης στην περιφέρεια είναι ένα κακό
βήμα προς την ενιαία δημοσιονομική πολιτική. Υπάρχει επίσης ο Ευρωπαϊκός
Μηχανισμός Σταθερότητας που επιτρέπει στα κράτη της ευρωζώνης να διασώζουν τους
γείτονές τους με μεγαλύτερη ευκολία- ένα ακόμη βήμα προς το ενιαίο ευρωπαϊκό
υπουργείο οικονομικών. Οι λεπτομέρειες των πολιτικών αυτών δεν ανακοινώνονται
και σίγουρα δεν αποτελούν αντικείμενο διαλόγου. Μια νέα οικονομική τάξη
πραγμάτων χτίζεται, τούβλο-τούβλο, χωρίς να συμβουλευθεί κανείς τα εκλογικά σώματα που θα πρέπει να
την χρηματοδοτήσουν. Αν όμως το ευρώ πρόκειται να επιβιώσει με τα 17 μέλη του
και να παραμείνει ανταγωνιστής του δολαρίου, τότε οι υπουργοί θα πρέπει να
σκεφτούν και άλλες τέτοιου είδους πολιτικές, όπως την έκδοση ευρωομολόγου.
Είναι όμως κρίσιμο να αποσπάσουν την συναίνεση των
ψηφοφόρων. Οι Ευρωπαίοι πολιτικοί συχνά αντιμετωπίζουν τον δημοκρατικό έλεγχο
ως πολυτέλεια αντί ως ανάγκη. Αυτό θα φανεί για μια ακόμη φορά αυτή την
εβδομάδα, καθώς οι Βρυξέλλες θα υποχρεώσουν το κοινοβούλιο της Αθήνας να
περάσει βαθιές περικοπές δαπανών, αυξήσεις στη φορολογία και ιδιωτικοποιήσεις-
παρά την εχθρότητα των Ελλήνων ψηφοφόρων.
Τέλος, η ευρωπαϊκή οικονομία πρέπει να βρει μια νέα ισορροπία. Επί μεγάλο μέρος της δεκαετίας που πέρασε, βλέπαμε τη Γαλλία και τη Γερμανία, που αναπτύσσονταν με χαμηλούς ρυθμούς, να δανείζουν χρήματα στις φούσκες της Ισπανίας, της Πορτογαλίας, της Ιρλανδίας και της Ελλάδας. Το μοντέλο αυτό ήταν καταπληκτικό για τις βορειοευρωπαϊκές τράπεζες και επιχειρήσεις, αλλά φρικτό για όλους τους άλλους. Αν είναι να συνεχίσει να υπάρχει ευρωζώνη, τότε πρέπει να εξεταστεί σοβαρά το ενδεχόμενο ανώτατου ορίου στις επιτρεπόμενες εξαγωγές από το ένα κράτος –μέλος στο άλλο και να δοθεί πολύ μεγαλύτερη έμφαση στην τόνωση της εσωτερικής ζήτησης. Ολ αυτά είναι πράγματι απαιτητικά, αλλά ένα οικονομικό εγχείρημα που δεν μπορεί να τα πετύχει δεν αξίζει να συνεχίζει να υπάρχει.