Γράφει η Εύη Προύσαλη

Ο μεσήλικας γλύπτης Ρούμπεκ πηγαίνει μαζί με τη νεαρή γυναίκα του Μάγια, να περάσει λίγες μέρες σ’ ένα παραθαλάσσιο θέρετρο στη Νορβηγία, το οποίο βρίσκεται στους πρόποδες ενός ψηλού βουνού. Η σχέση τους είναι ήδη διαταραγμένη. Ο Ρούμπεκ ασφυκτιά δίπλα στη νεαρή, όλο ζωντάνια σύζυγό του καθώς δεν μπορεί να μοιραστεί μαζί της τους προβληματισμούς και τις σκέψεις του, ενώ εκείνη πλήττει αφόρητα με την αδράνεια και τη ρουτίνα του γάμου τους. Στο θέρετρο συναντούν τυχαία την Ιρένε, μια πανέμορφη γυναίκα, η οποία στο παρελθόν ήταν το πρώτο μοντέλο του Ρούμπεκ και η πηγή της έμπνευσής του για το γλυπτό που τον καθιέρωσε, «Η Ημέρα της Ανάστασης». Ο Ρούμπεκ ενθουσιάζεται που ξαναβρίσκει τη «μούσα» του, ενώ η Ιρένε αποκαλεί τον εαυτό της «ζωντανή/νεκρή» από τότε που ο Ρούμπεκ την «πρόδωσε». Μια μαυροφορεμένη και αμίλητη γυναίκα/σκιά που κρατά έναν σταυρό, τη συνοδεύει διακριτικά. Τακτικός επισκέπτης στο θέρετρο είναι και ο Ουλφχάιμ, ένας γαιοκτήμονας και αρκουδοκυνηγός, εύρωστος και ρωμαλέος, ο οποίος φλερτάρει τη νεαρή Μάγια. Ανάμεσά τους κι ο διευθυντής του θέρετρου, που φροντίζει για τη διαμονή των πελατών του. Η τυχαία συνάντηση του Ρούμπεκ με την Ιρένε δρομολογεί εξελίξεις και ανατρέπει τα δεδομένα. Όλα αλλάζουν. Καθένας βρίσκει (;) τον/την «σύντροφό» του και ίσως και την αυτοσυνειδησία του.

Ο Ίψεν επανέρχεται, με το ακροτελεύτιο έργο του, στη σύνθετη δραματουργική φόρμα του ρεαλισμού – συμβολισμού που είχε εγκαινιάσει με τον Πέερ Γκυντ. Ρεαλισμός και συμβολισμός συμπλέκονται με αριστοτεχνικό τρόπο ώστε καθίσταται δυσδιάκριτος ο διαχωρισμός τους. Πρόσωπα, λέξεις, πράξεις, συμπεριφορές μοιάζουν οικείες και ρεαλιστικές ενώ ταυτοχρόνως συγκροτούν ένα καλά υφασμένο πλέγμα συμβόλων, τα οποία λειτουργούν σε πολλαπλά επίπεδα.

Κάθε πρόσωπο του δράματος αποτελεί φορέα διαφορετικού κοσμοειδώλου, διαφορετικής θεώρησης της ζωής. Έτσι, ο Ρούμπεκ είναι ο καλλιτέχνης (γλύπτης)  -«ποιητής» κατά την Ιρένε-, Δημιουργός, ο οποίος αφοσιωμένος στην τέχνη του κατατρύχεται από την αγωνία για την επίτευξη του απόλυτου, του «ιδανικού», της τελειότητας. Θεωρεί ότι η μοναχικότητα και ο ασκητισμός του καλλιτέχνη είναι η αναγκαία και ικανή συνθήκη που θα τον οδηγήσει στην ολοκλήρωση του σκοπού του: την κατάκτηση του μεγάλου και του υψηλού μέσα από την τέχνη του, την κατάκτηση της Ημέρας της Ανάστασης -όπως ονομάζει το γλυπτό του- με το οποίο φιλοδοξεί να ανυψωθεί πέρα από τα ανθρώπινα και τα γήινα. Η Τέχνη πάνω από τη Ζωή.

Συνοδοιπόρος της νεότητάς του η Ιρένε, το πρώτο του μοντέλο της Ανάστασης, αντιπροσωπεύει το Κάλλος, που προκύπτει από την αθωότητα και την παρθενικότητα της νέας ζωής και το οποίο λειτουργεί ως έμπνευση, ως κίνητρο, ως εφαλτήριο για την ίδια τη ζωή. Όμως, το κάλλος καθεαυτό δεν εμπεριέχει ζωή. Ο πόθος που προκαλεί, αν δεν ολοκληρωθεί, αποβαίνει αλυσιτελής. Κι έτσι το κάλλος ακυρώνεται από την ίδια τη φιλαρέσκειά του. Αυτοαναιρείται.

Η Μάγια -η τωρινή σύζυγος- εκπροσωπεί τη νεανική ορμή, την ωραιότητα της σάρκας, το ερωτικό κάλεσμα. Τη Ζωτική Ενέργεια που -προκειμένου να ζήσει και να βρει την ευτυχία- διοχετεύεται ολούθε, χωρίς πηδάλιο, χωρίς ορατό στόχο και σκοπό: πότε σ’ έναν γάμο με έναν πλούσιο μεσήλικα καλλιτέχνη, πότε στα βουνά, άλλοτε στη θάλασσα ή τις χαράδρες. Αποτολμά τα πάντα. Δε γνωρίζει στεγανά, δεν περιορίζεται από νοητικούς ή σαρκικούς όρους. Προτείνει υπερβάσεις -ένα ερωτικό τρίγωνο ανάμεσα στο Ρούμπεκ, την ίδια και την Ιρένε. Η μόνη που κατακτά τελικώς την ελευθερία της. Χωρίς να την επιδιώκει. Απλώς, αφήνεται στο ρεύμα του ηρακλείτειου ποταμού. Είναι ελεύθερη.

Ο Ουλφχάιμ, ο γαιοκτήμονας, ενσαρκώνει το διονυσιακό στοιχείο, τον Φαύνο, τον σάτυρο, τον Άνθρωπο της Φύσης. Βουτηγμένος στο αίμα των θηραμάτων του, άγριος και τραχύς σαν τα σκυλιά του, ρίχνεται στον έρωτα με ζωώδη ορμή και παρότι αναγνωρίζει σ’ αυτόν την πρωτοκαθεδρία στη ζωή, ωστόσο δεν αντέχει την ερωτική προδοσία της γυναίκας του. Έρωτας άκρατος, μα κτητικός και εγωκεντρικός.

Η μαυροφορεμένη Γυναίκα/Σκιά ή διακόνισσα -υπηρέτρια δηλαδή, της Ιρένε όπως αναφέρεται στο κείμενο- είναι ένα άδηλο, αδιαφανές, υποβόσκων στοιχείο. Υπαρκτό κι ωστόσο αδιόρατο. Πρόκειται για το ασυνείδητο; Πρόκειται για την αποστέρηση που προκαλούν οι θεολογικές επιταγές στην ανθρώπινη ύπαρξη; Πρόκειται για τα «εμπόδια», για την «άλλη» πτυχή του εκάστοτε εαυτού μας; Πρόκειται για τις όποιες αναστολές μας; Πρόκειται για το Υπερεγώ, το οποίο καταστρέφεται και ακυρώνεται εξ ολοκλήρου μόνο με τον θάνατο του υποκειμένου; Ή είναι αυτή καθεαυτήν η διαρκής επιθυμία της ύπαρξης, η αγωνία της να υπάρχει, με κάποιον τρόπο, μονίμως ανολοκλήρωτο και ανέφικτο, τουτέστιν μαύρο. Ο σταυρός του μαρτυρίου που όλοι κουβαλούν, συνειδητά ή ασυνείδητα. Η Ιρένε είναι η μόνη που εγκαίρως «βλέπει» τη γυναίκα/σκιά που την ακολουθεί, η  πρώτη που συνειδητοποιεί την ανεπάρκεια της ύπαρξής της.

Στήνεται, έτσι, ένα καλειδοσκόπιο κοσμοειδώλων και τρόπων του ζην, οι οποίοι βιώνονται παραλλήλως. Κατά πόσο είναι εφικτή η σύγκλιση, η ισορροπία ή η σύνθεσή τους; Όλοι υφίστανται «προδοσίες», κυρίως εξαιτίας της μονομέρειας και της απολυτότητας με την οποία αντιμετωπίζουν τη ζωή τους. Όλοι τους είναι ελλιπείς, βιώνουν το κενό της ύπαρξής τους, εξαιτίας των εμμονών τους. Τελικώς, είναι Ζωντανοί / Νεκροί. Όλοι εκτός από τη Μάγια, η οποία επιλέγει να κινηθεί στα ανεξερεύνητα μονοπάτια της ζωής χωρίς όρια.

Στο τέλος του έργου, η ετεροχρονισμένη και απεγνωσμένη «ένωση» του Ρούμπεκ και της Ιρένε αποτυγχάνει για ακόμα μία φορά. Η αντίστιξη του τέλους, όπου η γυναίκα/Σκιά διακόνισσα εναποθέτει έναν Σταυρό πάνω στο πτώμα της Ιρένε αναφωνώντας «Ειρήνη υμίν» ενώ συγχρόνως ακούγεται η φωνή τής Μάγια που τραγουδά «Είμαι ελεύθερη! Είμαι ελεύθερη!» αποτελεί ίσως και την αιχμή του δόρατος του έργου: μια ειρωνική νύξη για τις αντιφάσεις και τις αντινομίες που βιώνει η ύπαρξη στην προσπάθειά της να διαγράψει τη γήινη τροχιά της στον χρόνο. Η ζωή είναι ελευθερία εν καταστάσει, εν αναμονή θανάτου, μια διαρκής επιλογή. Κατά τη θεολογική οπτική, όμως, όλα «ειρηνεύουν», συμφιλιώνονται με τον θάνατο, τουτέστιν εκμηδενίζονται. Μα η εκμηδένιση δε συνιστά πλέον Ζωή. Ειρωνική και σαρκαστική ματιά απέναντι στις παρηγοριές της θρησκείας.

Ο σκηνοθέτης (Δημήτρης Καραντζάς) ανασημασιοδοτεί το πολυεπίπεδο αυτό κείμενο μέσω σειράς σημασιολογικών επιστρωματώσεων. Εύστοχα αποστασιοποιεί τους ηθοποιούς από τα δραματικά πρόσωπα που υποδύονται, κατορθώνοντας να μεταφέρει στον θεατή όχι τα ψυχολογικά τους αδιέξοδα, αλλά τις καταστατικές τους σχέσεις και συναρτήσεις. Η σκηνική συνύπαρξη όλων των προσώπων/ηθοποιών επί σκηνής δηλώνει την ταυτοχρονία των υπαρκτικών καταστάσεων αλλά και τη διαπλοκή τους. Η κινησιολογική τους ιδιαιτερότητα (Ζωή Χατζηαντωνίου) -εμπνευσμένη συνολικά αλλά και επιμέρους για κάθε πρόσωπο- υποδηλώνει την ανεπιτυχή, ανολοκλήρωτη προσπάθεια των ανθρώπων να ζήσουν αυθεντικά. Μια χορογραφία ημιτελής, σπασμωδική, που θυμίζει ανδρείκελα που αδυνατούν να εκταθούν στον χώρο τους. Μετέωρες, αποσπασματικές απόπειρες ζωής.

Περισσότερο εναρμονισμένη και φυσιοκρατική η κίνηση του Ανθρώπου της φύσης, η οποία ολοκληρώνεται στην ερωτική περίπτυξη με τη Μάγια. Η ηχητική δραματουργία (Δημήτρης Καμαρωτός) υπαινίσσεται άλλοτε το συμπαντικό χάος, άλλοτε την κοσμική βουή -τρανζίστορ- κι άλλοτε τη σιωπή. Ο σκηνικός τόπος (ΠουλχερίαΤζόβα) λιτός και οριοθετημένος, μια αρένα πάλης της ύπαρξης. Ο λόγος (μτφρ. Έρι Κύργια) σαφής, εύληπτος και οξύς όπου αρμόζει. Το μειονέκτημα της σκηνοθεσίας -που προκύπτει όμως και από τους περιορισμούς της σκηνής του συγκεκριμένου θεάτρου- είναι η ασφυκτική σκηνική εγγύτητα των προσώπων. Αν οι διαφορετικές «σφαίρες» ζωής είναι τόσο ορατές και τόσο κοντά, τότε η ώσμωσή τους οδηγεί σύντομα σε «έκρηξη», σε συνειδητοποίηση, σε αφύπνιση. Η δυσχέρεια στην προσβασιμότητά τους είναι η αιτία της καθυστερημένης αναγνώρισής τους. Με άλλα λόγια, απαιτείται, ίσως, περισσότερος σκηνικός ζωτικός χώρος και ανάσες, ώστε να δικαιολογείται η επί μακρόν προσκόλληση των ανθρώπων στην περιχαρακωμένη τους ζωή.

Αδιαμφισβήτητα, η σκηνοθεσία πραγματοποιεί έναν άθλο, πάνω σε ένα δύσκολο επικού ύφους έργο κατορθώνοντας να εικονοποιήσει άρτια και με συνέπεια τις θεματικές του.

Το εγχείρημα υπηρετείται άψογα από όλους τους ηθοποιούς (Ρένη Πιττακή, Περικλής Μουστάκης, Μαρία Κεχαγιόγλου, Αλεξία Καλτσίκη, Μιχάλης Σαράντης, Μενέλαος Χαζαράκης). Ακρίβεια στις κινήσεις, συντονισμός και αίσθηση ρυθμού, χωρίς ψυχολογικές υπερβάσεις κι ευκρίνεια λόγου. Ερμηνείες συμφωνικού συνόλου, εντελείς και αρμονικές και συνάμα οδυνηρά διεισδυτικές.

Τελικώς, η «Ημέρα της Ανάστασης» θα έρθει, όταν οι Ζωντανοί / Νεκροί αποφασίσουν αν ζήσουν επί Γης.