Της Εύης Προύσαλη
Ένας νεαρός Γερμανός κατασκηνώνει στην παραλία τους ένα καλοκαιριάτικο μεσημέρι. Κάθεται μερικές μέρες, τρώει, πίνει και χορεύει μαζί τους κι ύστερα εξαφανίζεται μυστηριωδώς. Οι γονείς του έρχονται από τη Γερμανία μ’ ένα επιτελείο ερευνητών αστυνομικών προκειμένου να βρουν τον γιo τους. Αναστατώνουν την παραλία με τις εκσκαφές τους και κινητοποιούν όλο το χωριό. Ανακρίνουν τους περίοικους, ενώ υποπτεύονται τον Σταύρο και την κόρη του. Σύμμαχοί τους οι τουρίστες -Ολλανδοί, Γάλλοι, Αυστριακοί που έχουν αγοράσει σπίτια στο χωριό- οι οποίοι θεωρούν τον Σταύρο βάρβαρο και άξεστο. Ως αποτέλεσμα, οι αρχές της πόλης ανασύρουν τις όποιες παρανομίες του Σταύρου, παράνομο χοιροστάσιο και καντίνα χωρίς άδεια, κι αποφασίζουν να εφαρμόσουν τον Νόμο. Τι συμβαίνει, όμως, πραγματικά;
Ο Σταύρος είναι ο νεοέλληνας μεροκαματιάρης -με τη μικρή ιδιοκτησία και την χωρίς άδεια μικροεπιχείρηση- ο οποίος αντιπροσωπεύει μεγάλο μέρος του μικρόκοσμου της ελληνικής κοινωνίας. Αγωνιζόμενος για την επιβίωσή του εκμεταλλεύεται τις παθογένειες του ελληνικού θεσμικού συστήματος -γραφειοκρατία, ανυπαρξία κρατικής μέριμνας, ολιγωρία, υπαλληλική ανευθυνότητα κ.ά.- αλλά και την εγκατεστημένη «κουλτούρα» του πελατειακού μηχανισμού -διαπλοκή συμφερόντων επιχειρηματιών και πολιτείας/εξουσίας, αλλοτρίωση διανθρώπινων σχέσεων, μη εφαρμογή των νόμων- προκειμένου να βιοποριστεί. Οι έρευνες για την εξαφάνιση του νεαρού Γερμανού είναι η αφορμή για να αποκαλυφθεί η υφιστάμενη, εδώ και δεκαετίες, ελληνική κοινωνική πραγματικότητα: ένα μείγμα βαθιάς ανθρώπινης αλλοτρίωσης και κρατικού ελλείμματος, στοιχεία τα οποία, όχι απλώς δυσχεραίνουν, αλλά αποκλείουν την εύρυθμη λειτουργία της πολιτείας. Το αποτέλεσμα είναι μια κοινωνία σε τέλμα, σε παρακμιακή τροχιά και κυρίως σ’ ένα αδιέξοδο χωρίς προοπτική.
Σ’ αυτό το πλαίσιο εμφανίζονται οι «ξένοι». Κάποιοι έχουν εγκατασταθεί στο χωριό και εποφθαλμιούν τη γη και την περιουσία των ντόπιων ενώ οι Γερμανοί «εμπειρογνώμονες» καταφθάνουν για να διερευνήσουν την υπόθεση. Όλοι ενωμένοι σαν ένα «σώμα» στοχοποιούν τον Σταύρο ως ένα απολίτιστο, ακάθαρτο και βίαιο είδος ανθρώπου, το οποίο πρέπει να εκλείψει, προκειμένου η κοινωνία να ορθοποδήσει ή καλύτερα να «εκπολιτιστεί».
Ο Άγριος σπόρος δεν είναι απλώς ένα ρεαλιστικό δράμα, ούτε μια ηθογραφία. Ο ρεαλισμός, έως και ο νατουραλισμός του, χρησιμοποιούνται ως μέσον, ως εργαλεία ανατομίας, «μια φέτα ζωής» κατά το πρότυπο του Ζολά, προκειμένου να αποτυπωθούν καταστάσεις και σχέσεις που παραπέμπουν στον συμβολισμό και την αλληγορία. Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. Υπάρχει κάτι σάπιο στο βασίλειο της καντίνας αλλά σήψη αναδύεται εξίσου και από τους τουρίστες/αγοραστές γης έναντι πενιχρής τιμής, εκείνους που ακούν όπερα κι ορέγονται ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις παρά θιν αλός. Σήψη αναδύεται όμως και από τις πρακτικές των Γερμανών «βιομηχάνων χαλυβουργίας», που φέρονται ως κατακτητές -μην ξεχνάμε ότι η Ενωμένη Ευρώπη προέκυψε από τη συνένωση των βιομηχανιών χαλυβουργίας Γερμανίας και Γαλλίας. Ο εξαφανισμένος γιος τους, απομεινάρι της γενιάς των λουλουδιών, κοιμάται στον υπνόσακο κάτω απ’ τον έναστρο ουρανό. Τους «σιχαίνεται όλους», τους αποκηρύσσει όλους και φεύγει. Εγκαταλείπει τη βιομηχανία του πατέρα του για να ταξιδέψει στην Ελλάδα και την Ισπανία, στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, εκεί όπου ο η ζωή είναι λιγότερο νοθευμένη από τον άκρατο τεχνοκρατισμό. Εκεί όπου ευδοκιμούν, ακόμα, Άγριοι σπόροι.
Ο Άγριος σπόρος, λοιπόν, αφενός ανατέμνει τον μικρόκοσμο της μεταπολιτευτικής, κι εντεύθεν, νεοελληνικής κοινωνίας κι αφετέρου αποπειράται να αναδείξει το πλαίσιο μέσα στο οποίο η Ελλάδα έχει τεθεί στο στόχαστρο των ξένων παρατηρητών, κατά την υφιστάμενη οικονομική κρίση. Έτσι, από τη μια μεριά παρουσιάζεται η ελληνική παθογένεια και τα συμπτώματά της κι από την άλλη η «έξωθεν» παρέμβαση, με τα αδιαμφισβήτητα σχέδια και συμφέροντά της, αλλά και με το δεδομένο μιας σκληρής πραγματιστικής σκέψης η οποία σαρώνει στο πέρασμά της ανθρώπους, κοινωνίες, αξίες και έννοιες. Πρόκειται για την επέλαση της νεοφιλελεύθερης πολιτικής διαχείρισης «εκτάκτων καταστάσεων», η οποία υιοθετείται κι εφαρμόζεται τα τελευταία χρόνια από τις ισχυρές χώρες της Ευρώπης. Ουσιαστικά, πρόκειται για το νέο μοντέλο πρακτικής εφαρμογής του νεοφιλελευθερισμού, το οποίο ανακαλύπτει -ενίοτε κατασκευάζει- καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης ή συμβάντων, προκειμένου να επέμβει δυναμικά στο εσωτερικό των ανίσχυρων οικονομικά χωρών.
Βεβαίως, το θεατρικό έργο θα ήταν μονομερές αν δεν λάμβανε υπόψη του και τις αντικειμενικές καταστάσεις, τουτέστιν, παρακμιακά κοινωνικά φαινόμενα δεκαετιών τα οποία ανθούν στις χώρες του Νότου, και τα οποία αφέθηκαν να αναπτυχθούν και να ευδοκιμήσουν. Φαινόμενα που προκύπτουν είτε από την ιδιοτέλεια, είτε από τη μη υπακοή των πολιτών στους νόμους, είτε από τη συστηματική ενασχόληση αποκλειστικά με την προσωπική επιβίωση κ.ο.κ. Έτσι, έκαστος πολίτης -όπως ο Σταύρος και οι συντοπίτες του- είναι υπεύθυνος για την κατάσταση του τόπου και της χώρας του. Ίσως, όχι ο αποκλειστικός υπαίτιος, ωστόσο εξίσου ένοχος.
Ο Άγριος σπόρος, εισάγει νέα δεδομένα στη σύγχρονη νεοελληνική δραματουργία. Μία διαλεκτική Ιψενικού τύπου -Ένας εχθρός του λαού- ή ακόμα και μπρεχτικού -Ο Καλός άνθρωπος του Σε Τσουάν- η οποία κομίζει ένα νέο ήθος και ύφος γραφής, πολυπρισματικό και πολυεπίπεδο. Με την επικουρία μιας απλής, εύληπτης και λιτής γλώσσας καθώς και με την κλιμακωτή ανέλιξη της πλοκής, το θεατρικό αυτό έργο (συγγραφέας Γιάννης Τσίρος) αναδεικνύεται σε ένα από τα εντελέστερα σύγχρονα νεοελληνικά έργα, το οποίο -όπως και κάποια από τα έργα του Ίψεν του 19ου αιώνα- ενδοσκοπεί το ευρωπαϊκό κοινωνικό τοπίο της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα. Επιπλέον, τα ερωτήματα ανθρωπολογικού και κοινωνιολογικού τύπου όπως: «Ποιο είδος είναι άραγε πιο άθλιο; Αυτό που δίνει τις εντολές ή αυτό που τις υπακούει;» διανοίγουν το κείμενο προς μεγάλες θεματικές ατραπούς.
Η σκηνοθεσία (Ελένη Σκότη) ακολουθεί τη ρεαλιστική γραμμή, και ορθώς, καθώς μόνον έτσι αναδεικνύονται τα εσώτερα στρώματα των καταστάσεων. Η σκηνογραφία (Γιώργος Χατζηνικολάου) αποτυπώνει με εύγλωττο και απέριττο τρόπο τα σημαινόμενα. Ο Τάκης Σπυριδάκης (Σταύρος) ενσωματώνει την ελληνική ιθαγένεια, τον χειρονομιακό κώδικα και την κινησιολογική ελευθερία του νεοέλληνα, δομώντας μια αυθεντική φιγούρα. Στο ίδιο μήκος κύματος συντονίζεται και ο Ηλίας Βαλάσης (αστυνόμος), με την ειλικρίνεια και την αμεσότητά του. Η Ντάνη Γιαννακοπούλου (κόρη) ερμηνεύει στο ίδιο επίπεδο με τους υπόλοιπους, εκτός ίσως από μια θυμική, εξ αρχής, υπερβολή σκληρότητας.
Όμως, τί είναι άραγε ο Άγριος σπόρος; Η σήμανσή του είναι διττή: είτε είναι ένα ανεπιθύμητο αγριόχορτο το οποίο δεν επιτρέπει στην «κανονική σπορά» να αναπτυχθεί είτε ένα άγριο βοτάνι, αυτόνομο, δυσεύρετο και ίσως υπό εξαφάνιση. Στην πρώτη περίπτωση, ο Άγριος σπόρος είναι το αντίθετο των νομοταγών πολιτών, δηλαδή της «κανονικής σποράς». Τίθεται, όμως εδώ ο εξής προβληματισμός: είναι άραγε πάντοτε ορθός και δίκαιος ο εκάστοτε Νόμος ώστε να απαιτείται από τους πολίτες να τον υπακούουν; Η «νομιμότητα» του Νόμου τίθεται εδώ εν εμφιβόλω. Στη δεύτερη περίπτωση, ο Άγριος σπόρος αντιπροσωπεύει αφενός το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης και την έμφυτη ελευθερία του ανθρώπου ο οποίος αντιστέκεται στην «έξωθεν» επιβολή Κανόνων κι αφετέρου την επαναστατική διάθεση που επιδεικνύουν ορισμένα άτομα απέναντι στις κανονιστικές πολιτειακές δεσμεύσεις.
Ανεξαρτήτως ερμηνείας, ο Άγριος σπόρος οφείλει να μελετηθεί και να διαφυλαχθεί ως ένα ον αυτού του πλανήτη ανάμεσα στα άλλα όντα. Στην κατακλείδα του έργου ο Σταύρος αναφωνεί ότι ο Άγριος σπόρος θα μεταφυτευτεί και αλλού, και μετά πάλι αλλού, κόντρα στον όποιο Νόμο. Διαφαίνεται, έτσι, μια πεισματική εμμονή για διατήρηση άνευ όρων της παρούσας κατάστασης. Κι είναι από το σημείο αυτό και εκείθεν που πυροδοτείται η συζήτηση και ο προβληματισμός πάνω σε ανθρωπολογικούς και κοινωνιολογικούς όρους. Το τέλος του έργου αποτελεί ένα ανοιχτό διακύβευμα που προκαλεί τον θεατή και τον πολίτη να τοποθετηθούν.