Θεωρητικά, ένας καλός ηθοποιός μπορεί να παίξει τα πάντα. Αλλά θεωρητικά. Γιατί, μπορεί και να μην του ταιριάζει ο ρόλος. Μπορεί να μην του ταιριάζει ο ρόλος εμφανισιακά, ή όσον αφορά την ηλικία του, ή και ανεξάρτητα και από την ηλικία του, σχετικά με το πώς φαίνεται. Δηλαδή, π.χ. δεν μπορείς να βάλεις δύο εβδομηντάρηδες να παίξουν το Ρωμαίο και την Ιουλιέτα, όσο καλοί ηθοποιοί και αν είναι.
του Ιάσονα Τριανταφυλλίδη
Στην Ελλάδα βέβαια, και εκεί που έχει καταντήσει το ελληνικό θέατρο, με όλους τους άσχετους που το παράγουν, το προάγουν και το διακινούν, ο καθένας παίζει ό,τι θέλει. Ο καθένας ανεβάζει ό,τι θέλει, και βέβαια, ο καθένας ανεβάζει ό,τι θέλει και όπως το θέλει. Αλλάζουν κείμενα, προσταφαιρούν κομμάτια ολόκληρα και ρόλους, προφανώς γιατί θεωρούν πως ο Αισχύλος, ο Σαίξπηρ, ο Τσέχωφ, ή και ο Σακελάριος, είναι αρκετά ελλιπείς, και χρειάζονται την καίρια παρέμβασή τους.
Στον Πυγμαλίωνα, που γράφτηκε λίγο πριν ξεσπάσει ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος, που έφερε τα πάνω κάτω, ο Μπέρναρ Σω, ο οποίος κατά βάσιν καταγγελτικό θέατρο έκανε, άλλο αν οι καταγγελίες του σήμερα είναι καθεστώς, και άλλο αν τα έργα του σήμερα αντέχουν γιατί είναι και ωραία έργα, μιλάει για μια αμόρφωτη κοπέλα που πουλούσε λουλούδια, την οποία ένας πολύ μορφωμένος γλωσσολόγος αριστοκράτης, αναλαμβάνει να την κάνει πραγματική κυρία. Μ’ αυτό τον τρόπο θέλει ν’ αποδείξει πως «οι ευγενείς» δε γεννιούνται αλλά δημιουργούνται. Θέση αρκετά προχωρημένη για την αριστοκρατική Αγγλία 105 χρόνια πριν. Όπως καταλαβαίνετε σίγουρα η κοπέλα που πουλούσε λουλούδια, έπρεπε να είναι πολύ νέα, όμορφη, και να έχει αρκετό ταλέντο, ούτως ώστε στο μισό έργο να παίζει τη λαϊκιά κοπέλα σαν κλόουν, και στο άλλο μισό την κυρία. Όπως πρέπει αυτός που θα παίξει τον καθηγητή να είναι ή τουλάχιστον να φαίνεται πολύ μεγαλύτερος απ’ αυτήν, σνομπ και αριστοκράτης.
Η υπόθεση του έργου Πυγμαλίων του Μπέρναρ Σω, προέρχεται από τον αρχαίο μύθο του Πυγμαλίωνα, του δημιουργού που ερωτεύεται το δημιούργημά του – εξ’ ου και ο τίτλος. Από το 1956 βέβαια, που ανέβηκε στο Μπρόντ Γουαίη το μιούζικαλ «My fair lady» – «Ωραία μου κυρία», όπως ονομάστηκε στην Ελλάδα, καθιερώθηκε να λέγεται έτσι και η πρόζα του Σω και το μιούζικαλ.
Στην παράσταση λοιπόν, που έχει ανέβει στο θέατρο «Πάνθεον», ο Αντώνης Καφετζόπουλος στο ρόλο του μπαμπά της νεαρής που λέγαμε Ελάιζας Ντούλιτλ, ο Παύλος Χαϊκάλης στο ρόλο του φίλου του καθηγητή Χίγκινς και πάνω απ’ όλα η Μπέτυ Λιβανού στο ρόλο της μητέρας του καθηγητή, και είναι και φαίνονται αυτό που παριστάνουν. Και πείθουν με την εμφάνισή τους – το σωστό κάστιγκ που λέγαμε – αλλά έχουν και το ταλέντο για να στηρίξουν τους ρόλους τους.
Από κει και πέρα, θα μπορούσα να πω πάρα πολλά για την παράσταση, η οποία έχει τόση σχέση με το έργο του Μπέρναρ Σω, όση περίπου και το όρος Έβερεστ με τα Έβερεστ που πουλάνε τυρόπιτες, αλλά τι να πω; Τι να πω, όταν ένας εξαιρετικός ηθοποιός, ο Κώστας Κόκλας καλείται να παίξει τον καθηγητή Χίγκινς και η Δήμητρα Ματσούκα την Ελάιζα Ντούλιτλ; Άμα ξεκινάς μ’ αυτό το ντουέτο στο πρωταγωνιστικό ζευγάρι, έχεις χάσει πριν ξεκινήσει ο αγώνας. Σαν να παθαίνεις κράμπα, στο πρώτο δευτερόλεπτο των 100 μέτρων μετ’ εμποδίων. Όταν δυο άνθρωποι μοιάζουν συνομήλικοι, όταν ο Κόκλας, μια χαρά ηθοποιός, αλλά δε σε πείθει ως αριστοκράτης σνομπ γλωσσολόγος, όταν η Ματσούκα παίζει σε έναν τόνο και τις δυο πτυχές του ρόλου της, τότε τι να πεις;
Για τα σκηνικά, που είναι μεν πανάκριβα και μεγαλειώδη, αλλά δεν έχουν στοιχειώδη φροντιστήριο, όπως π.χ. ένα καλό σερβίτσιο τσαγιού για αριστοκράτες της Αγγλίας που πίνουν τσάι;
Για τα κοστούμια που είναι όμορφα, αλλά δε βγάζουν ούτε την εποχή, ούτε τους ρόλους; – όχι πως βγάζει τίποτε σ’ αυτή την παράσταση την εποχή του έργου άλλωστε… Καμιά εποχή, κάτι που ειδικά σ’ αυτό το έργο είναι και απαραίτητο… Διότι αυτό που λέει το έργο, μπορεί να σταθεί, μόνο πριν την έκρηξη του πρώτου παγκοσμίου πολέμου.
Τα τραγούδια που ακούγονται στο έργο και που αν εξαιρέσεις τις τρεις διαφορετικές εκδοχές του κλασικού τραγουδιού από το «My fair lady» του «I could have danced all night» που είναι έξυπνο σαν ιδέα, τα υπόλοιπα είναι αλλού ξημερωμένα, με αποκορύφωμα το τραγούδι του Μαγκάλντι από την Εβίτα, που τραγουδάει ο Ησαΐας Ματιάμπα στη μεγάλη δεξίωση. Ο Ησαΐας Ματιάμπα, που είναι ταλαντούχος, αλλά είναι μαύρος, και μάλλον θα ήταν δύσκολο σε δεξίωση εγκλέζικης αριστοκρατίας του 1912 να τραγουδάει μαύρος και μάλιστα να τραγουδάει τζαζ και ταγκό, δηλαδή δύο αλήτικους ρυθμούς για εκείνη την εποχή – δεν το λέω εγώ ρατσιστικά, η ίδια η κοινωνία τότε ήταν ρατσιστική. Αλλά ακόμα και αν προσπεράσουμε το χρώμα, μπροστά στην ωραία φωνή και στην ωραία παρουσία του Ματιάμπα, σίγουρα τα τραγούδια είναι απαράδεκτα.
Να πούμε για το κείμενο που είναι γεμάτο από αναφορές και ατάκες από παλιές ελληνικές ταινίες; Και ο Μπέρναρ Σω έχει πάει περίπατο;
Να πούμε για ένα ολόκληρο κομμάτι από το δόλωμα του Σακελάριου με την Αλίκη, που βρέθηκε ξαφνικά διασκευασμένο κατάλληλα μέσα εκεί; Και όχι βέβαια μόνο από ταινίες της Αλίκης, ακόμα και το άτιμη κοινωνία που λέει η Μίτση Κωνσταντάρα στο «Στρίγκλο που έγινε αρνάκι» υπάρχει μέσα, αλλά ακόμα και η φάση του bar bar η φαφούτα τρώει φρούτα και για μας ούτε γιαρμάς.
Να πούμε για τον Τιτανικό, το γνωστό Τιτανικό, που παίζει ρόλο και ακούγεται συνέχεια μέσα σ’ αυτό το έργο; Και να σκεφτεί κανείς πως όταν έγραψε τον Πυγμαλίωνα ο Μπέρναρ Σω δεν είχε ξεκινήσει καν η αφήγηση του Τιτανικού…
Τι να πρωτοπείς, και τι να πρωτοπιάσεις;
Ας τα ξεχάσουμε όμως όλα αυτά, και μεγαλόκαρδα ας δεχτούμε πως όλο αυτό έγινε γιατί ο Αλέξανδρος Ρήγας, που το υπογράφει, ήθελε να κάνει ένα αφιέρωμα στην Αλίκη Βουγιουκλάκη μέσα απ’ την πιο μεγάλη της επιτυχία. Ο καθένας όπως το βλέπει. Και μόνο όμως το γεγονός ότι ο Κόκλας, ο πολύ ταλαντούχος Κόκλας – επιμένω – παίζει τον καθηγητή με την Δήμητρα Ματσούκα ως Ελάιζα Ντούλιτλ, που μεταμορφώνεται σε κυρία, μοιάζει το εγχείρημα να κάνει το «Κούγκι» να μοιάζει με μια χαρούμενη ιστορία και την «Ωραία μου κυρία» να μοιάζει τρομερά άσχημη. Ας πρόσεχαν… Τα έργα συχνότατα εκδικούνται…