Τη δεκαετία του ’80, και με αφορμή τις ωμές παρεμβάσεις της τότε κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ στο συνδικαλιστικό κίνημα, η εθνικόφρων Νέα Δημοκρατία του Αβέρωφ προειδοποιούσε για τον κίνδυνο «φασιστικοποίησης του κράτους». Στο ίδιο μήκος κύματος, μέλη και στελέχη του κόμματος αντιμετώπιζαν το επελαύνον ΠΑΣΟΚ με εξυπνάδες του στυλ «Χούντα είναι, θα περάσει», ενώ και το ίδιο το ΠΑΣΟΚ κάθε άλλο παρά πήγαινε πίσω. Από την τεχνητή αντιδεξιά πόλωση με εμφυλιοπολεμική ορολογία ως τις αξέχαστες φωτογραφίες της Αυριανής, με τον Μητσοτάκη χαμογελαστό ανάμεσα σε δύο ναζί (!), η σύγκρουση με την «επάρατη δεξιά» είχε να επιδείξει πλείστες όσες ακρότητες.
Αφορμή γι’αυτή τη μικρή αναδρομή είναι η αντισυριζική υστερία των ημερών, στο πλαίσιο της οποίας έχουν ακουστεί και γραφτεί τα πάντα: η παράταξη του Μανόλη Γλέζου παρομοιάστηκε με τη Χρυσή Αυγή, το κόμμα του Μουλόπουλου με τους παρακρατικούς της ΕΚΟΦ και τον Γκοτζαμάνη, ο δε χώρος έκφρασης εκατοντάδων αγωνιστών του αντιδικτατορικού κινήματος κατηγορήθηκε ότι συμβάλλει στην αντιδημοκρατική εκτροπή. Στο πολυδιαφημισμένο «τέλος της Μεταπολίτευσης», έτσι, η μπουρδολογία και το μεταμοντέρνο anything goes (επί το ελληνικότερο: ό,τι να’ναι) γνωρίζουν ημέρες θριάμβου.
Παρά τις προφανείς ομοιότητες με τα αλήστου μνήμης 80’s, ωστόσο, το σημερινό πολιτικό «πανκ» του ΠΑΣΟΚ έχει ορισμένες ουσιαστικές διαφορές.
Η πρώτη από τις διαφορές αυτές είναι ότι ο αποδέκτης των συγκεκριμέννω επιθέσεων δεν έχει (μέχρι σήμερα τουλάχιστον) τη δυνατότητα να αμφισβητήσει «στα ίσα» την εξουσία του επιτιθέμενου, όπως συνέβαινε με τα δύο μεγάλα κόμματα τη δεκαετία του ’80. Η «γραμμή της εχθρότητας» βρίσκεται σήμερα απέναντι στην Αριστερά –το ΚΚΕ χτες, τον ΣΥΡΙΖΑ σήμερα. Με διαφορετική διατύπωση, ένα ορισμένο ένστικτο (να το πούμε ταξικό;) δείχνει να ενοποιεί τους «αιώνιους αντίπαλους» απέναντι στον, σε τελευταία ανάλυση, κοινό κοινωνικό τους εχθρό.
Η δεύτερη διαφορά έχει να κάνει με τη συνολική διάταξη της «μάχης». Το ΠΑΣΟΚ δεν επιτίθεται μόνο του, αλλά με την αγαστή συνεργασία της (ολοένα και πιο αυταρχικής) Δημοκρατικής Συμμαχίας, την πάντα κατανοητική Δημοκρατική Αριστερά, τον μονίμως στα κεραμίδια Καρατζαφέρη, αλλά εν προκειμένω –και εδώ είναι η δυσάρεστη έκπληξη– και το ΚΚΕ. Μολονότι το τελευταίο βρίσκεται σαφώς στον αντίποδα της μνημονιακής εξουσίας, είναι η πολλοστή φορά στα τελευταία πέντε χρόνια που αισθάνεται υποχρεωμένο να επιβεβαιώσει την «υπευθυνότητά» του απέναντι στο πολιτικό σύστημα, όταν το τελευταίο επιδεικνύει τα δόντια του στον ΣΥΡΙΖΑ. Η εκτίμηση δεν είναι αυθαίρετη. Σε πρόσφατη ανακοίνωσή του για την αντιπαράθεση ΠΑΣΟΚ-ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΚΕ αποδίδει την αντισυριζική φρενίτιδα του μνημονιακού μπλοκ στις «αντιφάσεις» και τις «μικροαστικές εκτονώσεις» δυνάμεων του τελευταίου, λέει δηλαδή σε απλούστερα ελληνικά ότι το πέσιμο κατά του ΣΥΡΙΖΑ έχει μεν κάποια βάση, αλλά εμείς δεν χρειάζεται να ασχολούμαστε μ’αυτά, διότι η όλη συζήτηση «αποπροσανατολίζει».
Η τρίτη και σημαντικότερη διαφορά είναι ότι οι σημερινές ακρότητες αποτελούν τη συνέχιση με άλλα μέσα της άγριας κρατικής βίας που κορυφώθηκε στις 29 και 30 Ιουνίου –και βεβαίως δεν αφορούσε μόνο το ΣΥΡΙΖΑ ή μόνο την Αριστερά ή τα «μπάχαλα». Δεν μιλάμε, λοιπόν, για κάποιες λεκτικές αψιμαχίες εν κενώ, με στόχο (μικρο)πολιτικά ή εκλογικά κέρδη, αλλά για την προσπάθεια μιας κυβέρνησης να χαράξει εκεί που νομίζει αυτή τη γραμμή που χωρίζει το κέντρο από τα άκρα. Μια προσπάθεια τόσο βίαιη, πολιτικά και επικοινωνιακά, όσο και η φυσική και χημική (και πάντως πολιτικότατη) «διαχείριση» της κοινωνικής διαμαρτυρίας. Διαχωριζόμενη από τα άκρα, η μνημονιακή εξουσία επιχειρεί να αναδειχτεί μια χωρίς αντίπαλο θεσμική ακροδεξιά, χάριν βεβαίως του εθνικού συμφέροντος και της δημοκρατίας. Και πάλι η εκτίμηση δεν είναι αυθαίρετη: με τον Παπουτσή να συγχαίρει την αστυνομία για το όργιο της 30ης Ιουνίου ή την κατ’εξοχήν εφημερίδα του Μνημονίου να ανακαλύπτει την «άκρα αριστερά», την ώρα που ολόκληρη η χώρα βοά για τη δράση παρακρατικών-ΜΑΤ στο Σύνταγμα, είναι σαφές ότι ένα συγκεκριμένο άκρο έχει εγκατασταθεί για τα καλά στο κέντρο του πολιτικού συστήματος. Συμβαίνει «απλά» το συγκεκριμένο άκρο να διαθέτει άλλες περγαμηνές και ανώτερο κύρος από του Άδωνη Γεωργιάδη –άλλο που μπορεί να συνεργάζεται μαζί του και να τον αντιγράφει συστηματικά.