του Θάνου Καμήλαλη
Σύμφωνα με ενημερωτικό έγγραφο που κατέθεσε ο Γερούν Ντάισελμπλουμ στην ολλανδική Βουλή, η απόφαση του Eurogroup της 20ης Φεβρουαρίου προβλέπει ότι για να μπορέσει να εφαρμόσει η Ελλάδα τα αντισταθμιστικά μέτρα, θα πρέπει να ξεπεράσει τον δημοσιονομικό στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5%. Κάτι που είχε γίνει φανερό με λίγη προσοχή στις δηλώσεις των εκπροσώπων των «θεσμών» (Ντάισελμπλουμ – Ρένγκλινγκ – Μοσκοβισί), στη συνέντευξη Τύπου αμέσως μετά τη συνεδρίαση των υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης.
Τις πρώτες μέρες μετά το Eurogroup, η κυβέρνηση είχε επιχειρήσει να παρουσιάσει μια πολύ διαφορετική εικόνα για τα αποτελέσματα της συνεδρίασης, με απώτερο σημείο την «αλληγορία» του υπουργού Επικρατείας, Νίκου Παππά για την εφαρμογή ενός «καθρέφτη». «Αν έχουμε την λήψη ενός μέτρου που επιβαρύνει, αντιστοίχως θα υπάρχει και ένα μέτρο που θα ελαφρύνει» είχε τονίσει στις 21 Φεβρουαρίου ο κ.Παππας, ενώ πολλά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησης έκαναν (και κάνουν) λόγο για «δημοσιονομικά ουδέτερη» συμφωνία. Βάσει αυτών, θα περίμενε κανείς η «απάντηση» του Μαξίμου στον Ντάισελμπλουμ, η σημερινή δηλαδή δήλωση του κυβερνητικού εκπροσώπου, Δημήτρη Τζανακόπουλου, να ήταν κάπως διαφορετική.
Ο κ.Τζανακόπουλος όμως δεν είπε τίποτα για ταυτόχρονη εφαρμογή αρνητικών και θετικών δημοσιονομικών μέτρων. Μίλησε μόνο για ταυτόχρονη νομοθέτηση των μέτρων, υπόσχεση που δεν έχει καμία απολύτως σημασία. Όσον αφορά τις προϋποθέσεις εφαρμογής των μέτρων ο κυβερνητικός εκπρόσωπος συμφώνησε (απλώς με άλλα λόγια) με την τοποθέτηση Ντάισελμπλουμ. «Με την κατάθεση του προϋπολογισμού για το 2019 θα πρέπει να υπάρχει μηχανισμός που θα πιστοποιήσει ότι στο τέλος του ίδιου έτους θα έχει επιτευχθεί ο στόχος του 3,5% πρωτογενούς πλεονάσματος», ανέφερε συγκεκριμένα.
Φαίνεται λοιπόν ότι μετά από ένα σύντομο διάστημα «πανηγυρισμών» (στους οποίους πάντως δεν συμμετείχε ο Ευκλείδης Τσακαλώτος), η κυβέρνηση προσγειώνεται, η μάλλον προσγειώνει το ακροατήριο της στην πραγματικότητα. Και είναι πλέον εμφανές ότι τα «αντισταθμιστικά» μέτρα θα ισχύσουν (όποτε και αν νομοθετηθούν) μόνο αν επιτευχθεί ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% το 2018. Πρόκειται δηλαδή για ακόμα μία υποχώρηση της Ελλάδας σε σχέση με τους στόχους και τα μέτρα του τρίτου μνημονίου. Πρώτα ήρθε η αποδοχή του πλεονάσματος 3,5%, έπειτα το «ναι» σε νομοθέτηση προληπτικών μέτρων (που λίγες μέρες πριν ήταν αντιδημοκρατικά) και τώρα η παραδοχή ότι οι πιθανές φοροελαφρύνσεις θα εφαρμοστούν μόνο αν προκύψει υπέρβαση των στόχων.
Το μόνο που απομένει στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ είναι η επικοινωνιακή διαχείριση αυτών των συνεχών ηττών και υποχωρήσεων, που εκφράζεται με την «ταυτόχρονη νομοθέτηση μέτρων» που υπόσχεται ο Τζανακόπουλος. Το γιατί η κυβέρνηση επιθυμεί ταυτόχρονη νομοθέτηση είναι προφανές. Ένα πολυνομοσχέδιο που θα περιέχει μεν την πιθανή μείωση του αφορολογήτου και την κατάργηση της προσωπικής διαφοράς στις συντάξεις, αλλά ταυτόχρονα την πιθανή «μείωση του ΕΝΦΙΑ» ή την «μείωση του ΦΠΑ σε αγαθά» θα ήταν πολύ πιο «εύπεπτο» για την υπερψήφιση του από την κυβερνητική πλειοψηφία. Ενώ συν τοις άλλοις θα μπορούσε να τροφοδοτήσει νέο κύκλο ισχυρισμών για «ούτε ένα ευρώ νέα μέτρα» όπως έχει αναφέρει επανειλημμένα ο πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας.
Όπως και να παρουσιαστεί όμως, η νέα συμφωνία θα περιστρέφεται γύρω από το εάν η Ελλάδα θα πετύχει το πλεόνασμα 3,5% το 2018. Για να γίνει αυτό φυσικά, θα χρειαστεί περαιτέρω εφαρμογή των ήδη συμφωνημένων μέτρων λιτότητας, καθώς αυτήν τη στιγμή και με τους πιο αισιόδοξους υπολογισμούς, το πλεόνασμα για το 2016 κυμαίνεται κάπου κοντά στο 2%. Κάπου εδώ αρχίζουν οι υποθέσεις που θα καταγραφούν στην επόμενη συμφωνία: Αν δεν προκύψει κάποιο «δημοσιονομικό κενό» και αν η Ελλάδα υπερβεί το 3,5% πλεόνασμα (δηλαδή εάν η ελληνική κοινωνία αντέξει για ακόμα δύο χρόνια την επιβολή πρωτοφανούς λιτότητας), τότε θα ανοίξει «παράθυρο» για να εφαρμοστούν κάποια μέτρα… χαλάρωσης. Το πόσο μεγάλο θα είναι αυτό το παράθυρο θα το καθορίσουν οι θεσμοί, που θα πρέπει να κρίνουν αν υπάρχει το «δημοσιονομικό περιθώριο» για να εφαρμοστούν τα αντισταθμιστικά. Όπως ανέφερε ως παράδειγμα ο Ντάισελμπλουμ στην ολλανδική Βουλή, «αν υπάρξει πρωτογενές πλεόνασμα 3,7% , τότε τα αντισταθμιστικά μέτρα θα εφαρμοστούν για το ποσό της υπεραπόδοσης, δηλαδή στο 0,2%».
Ας υιοθετήσουμε όμως την πιο αισιόδοξη εκδοχή της «πολυαναμενόμενης» συμφωνίας. Ας φανταστούμε ένα σενάριο όπου η Ελλάδα, μετά από 8 χρόνια εξαντλητικής λιτότητας πετυχαίνει ένα πλεόνασμα πχ. 5% και σε ένα πανηγυρικό διάγγελμα, ο Αλέξης Τσίπρας ανακοινώνει την εφαρμογή κάποιων αντισταθμιστικών. Τι θα σημάνει αυτό; Τίποτα περισσότερο από τη διανομή του πλεονάσματος, που κάποτε ο Σαμαράς αποκαλούσε «κοινωνικό μέρισμα» και πρόσφατα η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ χαρακτήρισε το επίδομα στους χαμηλοσυνταξιούχους ως «13η σύνταξη». Δηλαδή ακόμα και στην καλύτερη των περιπτώσεων, τα «αντισταθμιστικά« (ο Σαμαράς τα ονόμαζε «ισοδύναμα») δεν θα είναι τίποτα περισσότερο από αυτό που συνέβη τα τελευταία χρόνια και μάλιστα, όσο το τρίτο μνημόνιο βρίσκεται σε εφαρμογή, οι στόχοι της λιτότητας ανεβαίνουν δραματικά.
Μέσα σε όλα αυτά όμως, υπάρχει κι ένα άλλο ζήτημα που διακυβεύεται αυτούς τους μήνες σε «Χίλτον» και Βρυξέλλες. Η προετοιμασία του μνημονιακού μηχανισμού, που θα αντικαταστήσει τα μνημόνια (αν υποθέσουμε φυσικά ότι η Ελλάδα δεν θα χρειαστεί νέο δάνειο και θα βγει στις αγορές)
Μνημόνιο «για πάντα»
Ίσως όμως όλα αυτά να μοιάζουν πολύ μακρινά, για μια κοινωνία που πλέον έχει συνηθίσει να ζει με το άγχος της επόμενης μέρας. Το «μέχρι το 2019 ποιος ζει ποιος πεθαίνει» που διατύπωσε κυνικά και προκλητικά ο υφυπουργός Παιδείας, Κώστας Ζουράρις, δυστυχώς αντικατοπτρίζει ένα συναίσθημα που «εισβάλλει» σε μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας: Στον άνεργο των 360 ευρώ, τον νέο της (όχι και τόσο) μερικής απασχόλησης των 500 ευρώ που σκέφτεται κάθε μέρα τη μετανάστευση, τον εργαζόμενο που πληρώνεται με καθυστέρηση μισού χρόνου, τον συνταξιούχο που μοιράζει τη σύνταξη του σε παιδιά και εγγόνια.
Για μεγάλο διάστημα, τα πρώτα μνημόνια παρουσιάστηκαν στον ελληνικό λαό ως μια σειρά από πρόσκαιρες θυσίες που θα έπρεπε να κάνει, προκειμένου η Ελλάδα να ορθοποδήσει και «πολύ σύντομα» να βγει στις αγορές, βάζοντας τέλος στον εφιάλτη. Ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου «έβλεπε» έξοδο από την κρίση από το 2011, Σαμαράς και Βενιζέλος υποστήριζαν το ίδιο το 2014 (μολονότι ακόμα και το περίφημο «μέιλ Χαρδούβελη» είχε απορριφθεί από την τρόικα) ενώ ο Γιάννης Στουρνάρας έχει ανάγει σε επέτειο την ετήσια πρόβλεψη του για ανάκαμψη και ανάπτυξη. Ακόμα κι αυτές οι επικλήσεις σε ένα κοντινό, καλύτερο μέλλον, με το υπάρχον καθεστώς σιγά σιγά ξεθωριάζουν.
Ένα μνημόνιο, όπως έχει καθιερωθεί στην ελληνική ορολογία, συνίσταται σε τρεις βασικούς παράγοντες. Την παροχή χρηματοδότησης από τους «θεσμούς» στην Ελλάδα, που έτσι κι αλλιώς επιστρέφει κατά πάνω από 90% άμεσα πίσω σε αυτούς μέσω της εξυπηρέτησης των δανείων. Την υιοθέτηση από την Ελλάδα σκληρών δημοσιονομικών στόχων και την εφαρμογή μέτρων λιτότητας για να τους επιτύχει. Ακόμα και εάν υποθέσουμε ότι η Ελλάδα δεν θα χρειαστεί νέο δάνειο μετά το 2018, οι δύο άλλοι μνημονιακοί άξονες επιτροπείας θα παραμείνουν, για «μεσοπρόθεσμο διάστημα» όπως έχει αναφερθεί σε απόφαση προηγούμενου Eurogroup και όπως έχει αποδεχθεί η ελληνική κυβέρνηση, που απλά τώρα συζητάει τα επιμέρους μέτρα. Θα παρεμείνουν και μάλιστα θα δεσμεύουν και την επόμενη κυβέρνηση, όσες υποσχέσεις επαναδιαπραγμάτευσης κι αν δώσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης η ο ΣΥΡΙΖΑ της επόμενης προεκλογικής περιόδου.
Μπορεί λοιπόν ο υπουργός Μεταφορών, Χρήστος Σπίρτζης να γιόρτασε πρόσφατα στα Γιάννενα «την έξοδο από τα μνημόνια», ωστόσο την ίδια στιγμή, το πακέτο μέτρων που περιέχει η δεύτερη αξιολόγηση την οποία επιθυμεί διακαώς να κλείσει η κυβέρνηση (και να κλείσει αλλά να καταψηφίσει η αντιπολίτευση) είναι η επιβολή του μοντέλου λιτότητας στη χωρά για την περίοδο μετά το τέλος του τρίτου μνημονίου. Από το 2019 και για «μεσοπρόθεσμο διάστημα». Ανεξάρτητα από την ελάφρυνση χρέους, ανεξάρτητα από την παροχή νέου δανείου (από ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα ή άλλο μοντέλο) ανεξάρτητα από το εάν ποτέ ξανά δεν υπογραφεί ένα MoU (Memorandum of Understanding) μεταξύ Ελλάδαςκαι πιστωτών. Η επιβολή συγκεκριμένων στόχων στη χώρα και μέτρων για να το πετύχει (ή για ενεργοποίηση αν δεν το πετύχει) σημαίνει Μνημόνιο για χρόνια.
Κι όσο κι αν φτάσαμε στο σημείο να ασχολούμαστε μόνο με το παρόν, όσο κι αν η ολοκλήρωση της αξιολόγησης παρατείνεται, ένα τέτοιο μέλλον έχει τεράστια σημασία