Στις αρχές Φεβρουαρίου, ο πρώην συνεργάτης της CIA, 36χρονος προγραμματιστής Τζόσουα Σούλτ (Joshua Schulte), καταδικάστηκε τελεσίδικα σε 40 χρόνια φυλάκιση, με τον νόμο περί κατασκοπείαςτου 1917, τον ίδιο νόμο με τον οποίο διώκεται και ο Τζούλιαν Ασσάνζ. Δεν είναι το μόνο κοινό τους σημείο: ο Σούλτ διώχθηκε γιατί διέρρευσε στα Ουήκυληκς (Wikileaks) σειρά διαβαθμισμένων εγγράφων που έφερναν στο φως διεθνή δράση της CIA και “έθεσαν σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια”. Ο Σουλτ δικάστηκε, καταδικάστηκε και θα περάσει σχεδόν όλη του την υπόλοιπη ζωή στη φυλακή, γιατί κρίθηκε ότι είναι τρομοκράτης. Η δίκη του δεν έτυχε παρά ελάχιστης δημοσιότητας, σε μάλλον περιθωριακά μέσα. Η ποινή φυλάκισής του είναι τόσο αυστηρή, που προφανώς στοχεύει και στην προειδοποίηση άλλων που θα είχαν την όρεξη να αποκαλύψουν κρατικές παρανομίες και κρατικά εγκλήματα των ΗΠΑ. Και, μπορεί να είναι τυχαίο, αλλά η απόφαση ελήφθη ενώ η αγωνία για τη έκδοση του Ασσάνζ έχει κορυφωθεί και ενώ η γενοκτονία στη Γάζα συνεχίζεται, με τις μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ να δουλεύουν στο πλευρό των Ισραηλινών.

Ο Σούλτ υποστηρίζει την αθωότητά του ακόμη και σήμερα. Τα Wikileaks τον στηρίζουν σε αυτό: έχουν ανακοινώσει πως το υλικό που βρέθηκε στα χέρια τους, με την κωδική ονομασία “7η Κρύπτη” (Vault 7), και που οι αμερικανικές αρχές θεωρούν πως το παρέδωσε ο Σούλτ, «κυκλοφορούσε ευρέως μεταξύ των εργαζομένων και των εργοληπτών της CIA». Οι αποκαλύψεις που στηρίχθηκαν σε αυτό το υλικό όμως ήταν ιδιαίτερα ανησυχητικές. Εκεί έγινε γνωστή παγκόσμια επιχείρηση της CIA που την αναδείκνυε στο μεγαλύτερος προμηθευτής κακόβουλου λογισμικού στον κόσμο, που ανέπτυσσε ιούς και εργαλεία κυβερνοπειρατείας (hacking) για όλα τα λειτουργικά, είχε αναπτύξει προγράμματα που της επέτρεπαν να χακάρει “έξυπνες” τηλεοράσεις και άλλες “‘έξυπνες” οικιακές συσκευές και να τις μετατρέπει σε εργαλεία παρακολούθησης. Δούλευε επίσης στην ανάπτυξη εργαλείων για τον εξ αποστάσεως έλεγχο των συστημάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών αυτοκινήτων. Και, βεβαίως, οργάνωνε δεκάδες επιχειρήσεις κάλυψης των ιχνών της, με τις οποίες απέδιδε σε εχθρούς των ΗΠΑ τις δικές της επιχειρήσεις…  Θα πει κανείς πως όλες οι μυστικές υπηρεσίες πάνω κάτω τα ίδια κάνουν. Μόνο που δεν τα κάνουν, ή μάλλον δεν επιτρέπεται να τα κάνουν, εις βάρος των πολιτών της ίδιας τους της χώρας και χωρίς δημοκρατικό έλεγχο. Η CIA υπερέβη, ακόμη μια φορά, τις νόμιμες εξουσίες της και απέφυγε τη δημόσια εποπτεία.

Στην πρώτη του δίκη, ο Σουλτ δεν εκρίθη, καθώς οι ένορκοι δε συμφωνούσαν και η δίκη κατέληξε σε κακοδικία. Αφέθηκε ελεύθερος την περίοδο που ο Μάικ Πομπέο ήταν επικεφαλής τς CIA, τότε που χαρακτήρισε «μη κρατική εχθρική μυστική υπηρεσία πληροφοριών» τα Wikileaks, “εχθρούς” και “δαίμονες” τους δημοσιογράφους τους (η γλώσσα του ευαγγελικού σιωνιστή χριστανοφασίστα τον ακολουθεί… ) και, βεβαίως, σχεδίαζε τη δολοφονία του Ασσανζ, που θεωρούν υπεύθυνο για την αποκάλυψη των εγκλημάτων τους σε Ιράκ και Αφγανιστάν.

Μετά τη δεύτερη δίκη, και την τελευταία πενταετία, ο Σουλτ κρατείται σε καθεστώς Ειδικών Διοικητικών Μέτρων, σε κολαστήριο SAM, σχεδόν πλήρη απομόνωση και πλήρη αποστέρηση αισθητηριακών ερεθισμάτων.

«Η συνείδησή μου είναι καθαρή. Έκανα αυτό που έπρεπε»

Το 2020 δόθηκε στη δημοσιότητα η έκθεση Μπρέρετον, που είχε ζητήσει η κυβέρνηση της Αυστραλίας, για την εμπλοκή αυστραλών στρατιωτικών σε εγκλήματα πολέμου στο Αφγανιστάν. Η έκθεση ανέφερε ότι υπήρχαν «απτά στοιχεία» δολοφονιών τουλάχιστον 39 αμάχων από τις αυστραλινές ειδικές δυνάμεις που είχαν αποσταλεί στο Αφγανιστάν, την περίοδο 2009- 2013.

Κανείς από τους εμπλεκόμενους δεν καταδικάστηκε. Όπως κανείς και από τους αυστραλούς εγκληματίες πολέμου που αποκάλυψε ο Ντεηβιντ ΜακΜπράιντ, νομικός του στρατού της χώρας, δεν οδηγήθηκε στη δικαιοσύνη. Αυτός που οδηγήθηκε ενώπιον δικαστηρίου, ήταν ο ίδιος ο ΜακΜπράιντ. Καταδικάστηκε γιατί έφερε στο φως εγκλήματα πολέμου, ακόμη και δολοφονίες μικρών παιδιών, και «κοινοποίησε διαβαθμισμένες πληροφορίες» και παραβίασε το νόμο περί προστασίας της Άμυνας. Το γελοίον του πράγματος, είναι πως, αν δεν έφερνε στο φως αυτά τα εγκλήματα, μπορούσε να διωχθεί για συγκάλυψη. Και, εκτός αυτού, είχε προσπαθήσει να φέρει εντός συστήματος τα συγκεκριμένα εγκλήματα πολέμου στο φως, για να φτάσει σε αδιέξοδο, και να αποφασίσει να δώσει το υλικό στον Τύπο.

H καταδίκη του ΜακΜπράιντ όπως και όλα τα εγκλήματα πολέμου τα οποία αποκάλυψε, γίνονται υπό την κυβέρνηση των Εργατικών. Ήταν η Τζούλια Γκίλαρντ που αποφάσισε τη συμμετοχή του αυστραλιανού στρατού στις επιχειρήσεις των αμερικάνων, υπό τον Ομπάμα, και μάλιστα για να συμμετάσχει στις επιχειρήσεις Σύλληψης ή Εκτέλεσης (capture or kill|), με βάση τους καταλόγους των υποψήφιων δολοφονημένων που είχαν φτιάξει οι μυστικές υπηρεσιες των ΗΠΑ. Είναι το ίδιο Εργατικό Κόμμα που σήμερα αφήνει στα χέρια των ΗΠΑ τον Ασσάνζ, περιοριζόμενο σε λόγια “ομάδας βουλευτών” και χωρίς πρακτικά να κάνει τίποτε έναντι των ΗΠΑ. Και, με την υπόθεση ΜακΜπράιντ, τους προσφέρει και ένα τεράστιο επιχείρημα: οι ΗΠΑ δεν κάνουν κάτι διαφορετικό απέναντι στον Ασσάνζ, από αυτό που κάνουν οι Εργατικοί της Αυστραλίας απέναντι στο ΜακΜπράιντ. Μπορεί ο τελευταίος να ήταν στρατιωτικός, και να μην προστατεύεται με τον ίδιο τρόπο που (θα έπρεπε να) προστατεύεται ένας δημοσιογράφος, όμως αυτά που αποκάλυψε θα έπρεπε να τον απαλλάσσουν κάθε κατηγορίας, ειδικά καθώς έχει αποδειχθεί, και γίνει αποδεκτό, πως προσπάθησε από όλα τα επίσημα κανάλια, εις μάτην. Όμως, η καταδίκη του στηρίχθηκε ακριβώς στο γεγονός, όπως είπε ο δικαστής Μόσσοπ, πως «είχε δώσει όρκο που δεν επέτρεπε να δράσει υπέρ του δημοσίου συμφέροντος»…

Να προσθέσουμε εδώ πως, ο νόμος της Αυστραλίας δίνει τη δυνατότητα στον υπουργό Δικαιοσύνης να επέμβει «σε περίπτωση εξαιρετικών συνθηκών», κάτι που, παρά τις πιέσεις από τη βάση, η κυβέρηνση των Εργατικών δεν έκανε για το ΜακΜπράιντ. Και, βεβαίως, οι εγκληματίες πολέμου μένουν ατιμώρητοι, κυβερνητικοί και στρατιωτικοί, ενώ κάποιοι από τους τελευταίους έχουν ακόμη και παρασημοφορηθεί για την ..προσφορά τους.

Ο Ντέηβιντ ΜακΜπραιντ υπήρξε από τους υποστηρικτές του Τζούλιαν Ασσάνζ και συμμετείχε, ως ομιλητής και ακτιβιστής, σε δεκάδες πορείες και εκδηλώσεις υπέρ του στην Αυστραλία. Σήμερα, που η χώρα του, η Αυστραλία, εμπλέκεται στη γενοκτονία που διαπράττει το Ισραήλ, η δίωξή του, όπως και η δίωξη του Ασσάνζ, αποκτά και νέα σημασία.

Αμερικάνοι Δημοσιογράφοι στα πρόθυρα νευρικής κρίσης

Αν η υπόθεση Ασσάνζ αφορά σε μη υπήκοο ΗΠΑ εκδότη και δημοσιογράφο, και αυτό ως σήμερα λειτουργούσε καθησυχαστικά για τους υπηκόους ΗΠΑ δημοσιογράφους – ακόμη και αυτοί που συνεργάστηκαν με τα wikileaks στις υποθέσεις για τις οποίες ζητείται η έκδοση του Ασσάνζ, δεν διώχθηκαν ούτε κατηγορήθηκαν για τίποτε – τα μαύρα σύννεφα του ελέγχου και της λογοκρισίας φαίνεται πως μαζεύονται και ανησυχούν πολλούς συναδέλφους εκεί, μετατρέποντάς τους σε whistleblowers, με ότι αυτό μπορεί να σημαίνει για το μέλλον, ειδικά με τους νόμους που προστατεύουν τους μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος να ακυρώνονται ντε φάκτο.

Και πάλι το Φλεβάρη που μας πέρασε διέρρεε πως δημοσιογράφοι του CNN παρέδωσαν υλικό, από αυτό που δεν το μοιράζεσαι, στη βρετανική Γκάρντιαν. Στόχος, να έρθει στο φως οι τρόποι με τους οποίους το αμερικανικό δίκτυο αλλοιώνει ειδήσεις, που έρχονται από τη Γάζα και τη συνεχιζόμενη γενοκτονία, ώστε να ακολουθούν την κυρίαρχη ισραηλινή προπαγάνδα. Οι εργαζόμενοι του CNN παρέδωσαν έγγραφα και έδωσαν συνεντεύξεις για να αποκαλύψουν την «συστηματική και θεσμική μεροληψία εντός του δικτύου, υπέρ του Ισραήλ» που «συνιστά αθέμιτη δημοσιογραφική πρακτική». Με λίγα λόγια, οι διοικούντες το CNN υπαγόρευαν τι και πώς να γραφτεί ή ειπωθεί, άλλαξαν θέσεις σε εργαζόμενους, τοποθετώντας ψηλά όσους συμμορφώνονταν, και, το κυριότερο, παρείχαν τον συντακτικό έλεγχο στην ισραηλινή κυβέρνηση και τον ισραηλινό στρατό.

«Πήραμε συνεντεύξεις από τον Καντάφι, από τον Οσάμα μπιν Λάντεν. Τι έχει αλλάξει σήμερα;»

Η ντιρεκτίβα είχε έρθει από το Μαρκ Τόμσον, πρόεδρο, διευθύνοντα σύμβουλο και αρχισυντάκτη του διεθνούς τμήματος του δικτύου: «Πρέπει να συνεχίσουμε να υπενθυμίζουμε πάντα και σε κάθε ευκαιρία στο κοινό μας ότι η άμεση αιτία αυτής της τρέχουσας σύγκρουσης, είναι η επίθεση της Χαμάς και οι μαζικές δολοφονίες και απαγωγές αμάχων»  Επίσης, έπρεπε διαρκώς να αναφέρεται ότι οι αναφορές στις δολοφονίες και τις καταστροφές γίνονται από το το υπουργείο υγείας της Γάζας «που ελέγχει η Χαμάς». Ενας από τους καταγγέλοντες δημοσιογράφους, μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος, θα πει: «Πώς αλλιώς να το εκλάβουν οι συντάκτες αυτό, παρά σαν μια οδηγία πως ό,τι κι αν κάνουν οι Ισραηλινοί, τελικά φταίει η Χαμάς; η κάλυψη κάθε ισραηλινής δράσης —οι τεράστιες βόμβες που αφανίζουν ολόκληρες οικογένειες, ολόκληρες περιοχές—πρέπει να προσφέρει στην δημιουργία του αφηγήματος “τα ήθελαν και τα έπαθαν”». Κι ένας άλλος θα συμπληρώσει: «Μας στοιχειώνει ξανά ο εφησυχασμός στα δημοσιογραφικά πρότυπα και οι υποχωρήσεις στη  δημοσιογραφική μας ακεραιότητα που έγιναν στα ρεπορτάζ για την Ουκρανία. Μόνο που αυτή τη φορά, το διακύβευμα είναι μεγαλύτερο και οι συνέπειες πολύ πιο σοβαρές». Και «είναι ξεκάθαρο πως αυτοί που θα έπρεπε να καλύπτουν τον πόλεμο δεν απεστάλησαν, και αυτοί που απεστάλησαν δεν έπρεπε να καλύπτουν αυτό τον πόλεμο».

Η έκθεση και η ταυτότητα των δημοσιογράφων που έκαναν τις αποκαλύψεις ήταν μία από τις κινήσεις του CNN. Αντίστοιχες έκαναν και οι Νιου Γιορκ Τάιμς (ΝΥΤ), όταν και πάλι από εσωτερική πηγή, μέλος της δημοσιογραφικής ομάδας, έγινε γνωστό πόσο διάτρητο ήταν το περίφημο “ρεπορτάζ” για τους “βιασμούς γυναικών από τη Χαμάς”. Οι αποκαλύψεις του Ιντερσεπτ (Intercept) για το διάτρητο της δήθεν “δημοσιογραφικής έρευνας”, απαντήθηκαν με τη σιωπή της εφημερίδας επί των καταγγελιών, και παράλληλα με εσωτερική έρευνα ώστε να εντοπιστεί αυτός που τόλμησε να μην ακολουθήσει τη γραμμή.

Η ιστορία είναι λίγο πολύ γνωστή: οι ΝΥΤ αποφάσισαν να μη μεταδώσουν πόντκαστ της σειράς “τα καθημερινά” (the daily) με θέμα τις καταγγελίες για βιασμούς από τη Χαμάς την 7η Οκτωβρίου 2023, όταν δημοσιογράφοι από την ίδια την εφημερίδα αντέδρασαν για το, αν μη τι άλλο προβληματικό, αρχικό σχετικό “ρεπορτάζ” που εμφανίστηκε στις σελίδες της εφημερίδας και την μετάδοση του ποντκαστ. Όπως έγραφε το Intercept όταν αποκάλυψε το θέμα, γινόταν «ακραία και βιαστική (furious) εσωτερική συζήτηση σχετικά με την ισχύ του αρχικού ρεπορτάζ της εφημερίδας». Η κουβέντα αυτή οδήγησε στην μη μετάδοση του ποντκαστ, παρότι δουλεύτηκε νέο σενάριο που «προσέφερε σημαντικές προειδοποιήσεις, επέτρεπε την αβεβαιότητα και έθετε τα ερωτήματα που απουσίαζαν από το αρχικό άρθρο, το οποίο παρουσίαζε τα ευρήματά του ως οριστική απόδειξη της συστηματικής χρήσης της σεξουαλικής βίας ως πολεμικού όπλου». Το δίλημμα ήταν προφανές: «ή βγάζεις ένα ποντκαστ που προσαρμόζεται στην δημοσιευμένη ιστορία και ρισκάρεις να αναδημοσιεύσεις σοβαρά λάθη ή δημοσιεύεις μια έκδοση που θα εγείρει το ζήτημα αν η ίδια θεωρεί ακριβές το αρχικό της ρεπορτάζ».

Το δημοσιευμένο ρεπορτάζ, που υπέγραφε με δύο ισραηλινούς πολίτες ο βραβευμένος με Πούλιτζερ, Τζέφρι Γκέτλμαν, υποστήριζε ότι η Χαμάς είχε χρησιμοποιήσει συστηματικά και ηθελημένα τη σεξουαλική βία ως πολεμικό όπλο (“hamas weaponized sexual violence”). Η διοίκηση της εφημερίδας, μάλιστα, είχε χαιρετίσει το ρεπορτάζ ως υπόδειγμα δημοσιογραφίας. Μόνο που, ο καλός δημοσιογράφος είχε επιλέξει λάθος συνεργάτες στο Ισραήλ – το οποίο δεν επιτρέπει σε κανέναν δυτικό δημοσιογράφο να περάσει στη Γάζα. Οι συνεργάτες του ήταν η Ανατ Σβαρτζ, πρώην συνεργάτις των υπηρεσιών ασφαλείας του Ισραήλ και ντοκυμανταιρίστα, που στα κοινωνικά δίκτυα καλούσε να “μετατραπεί η Γάζα σε σφαγείο”, και ο ανηψιός της, από την πλευρά του συζύγου της, Ανταμ Σίλλα, γνωστός ως μπλόγκερ περί φαγητού (food blogger). Οικογένεια ενός από τα θύματα της 7ης Οκτωβρίου, που εφέρετο ως βιασθείσα, ήταν η πρώτη που αντέδρασε. Το ζήτημα του πόσο διαβλητό ήταν το άρθρο, άρχισε να συζητείται έντονα μες στην εφημερίδα. Ακολούθησε μια οδηγία, από τη διοίκηση, που ζητούσε από τους εργαζόμενους στην εφημερίδα να μην κατακρίνουν ο ένας τον άλλο. Το επεισόδιο του the Daily που ετοιμαζόταν με βάση το συγκεκριμένο “ρεπορτάζ” ήταν έτοιμο αλλά δεν παίχτηκε ποτέ. Η εφημερίδα ήξερε ότι το “υποδειγμα ρεπορτάζ” ήταν κατασκευασμένο. Ακολούθησε η αποκάλυψη ολων των λαθών και κατασκευών από πολλούς, κανονικούς, δημοσιογράφους στα κοινωνικά δίκτυα και ένα άρθρο των τριών συγγραφέων του πρώτου, ως προσπάθεια απάντησης. Στο εσωτερικό της εφημερίδας, ξεκίνησε το κυνήγι των μαγισσών. Αναζητούσαν την πηγή των διαρροών, που λογικά απέδιδαν στην εσωτερική αντίδραση, κι όχι την επαλήθευση των πηγών και του “ρεπορτάζ”.

Μία αναπάντεχη αυτοκτονία

Ο Τζων Μπαρνέτ δούλεψε για τον κολοσσό των κατασκευαστών αεροσκαφών, την Μπόινγκ (Boeing), για πάνω από 30 χρόνια. Όσα είδε, και έκρινε ότι απειλούσαν ζωές, τα έφερε στο φως, μετά τη συννταξιοδότησή του, το 2017. Η μήνυση κατά της εταιρίας τον έφερε στο προσκήνιο: λίγες μέρες πριν βρεθεί νεκρός, στο σπίτι του στη Βόρεια Καρολίνα, ο 62χρονος είχε ξεκινήσει να καταθέτει εις βάρος της. Έχοντας περάσει τα τελευταία 10 χρόνια της δουλειάς του στην Μπόινγκ ως ελεγκτής ποιότητος,, άρχισε να αποκαλύπτει τα προβλήματα που υπήρχαν στην κατασκευή των αεροσκαφών, από τα συστήματα οξυγόνου – «μία στις τέσσερις μάσκες δεν θα δουλέψει σε περίπτωση κινδύνου, δε δουλεύει το 25%» – μέχρι τη χρήση ελαττωματικών ανταλλακτικών στη γραμμή παραγωγής – «η βιασύνη για την ανάπτυξη νέων αεροσκαφών, πίεσε τη γραμμή παραγωγής με αποτέλεσμα υποχωρήσεις στην ασφάλεια». Ναι, όλα αυτά τα είχε πει στους ανωτέρους του. «Δεν ελήφθη όμως κανένα μέτρο». Κάποιες από τον καταγγελίες του επιβεβαιώθηκαν από την σχετική κρατική, ομοσπονδιακή, υπηρεσία (Federal Aviation Administration, FAA). Άλλες ερευνούνται ακόμη. Τόσο η Μπόινγκ όσο και ο σημαντικότερος προμηθευτής της, η Σπίριτ Αιροσύστεμς (Spirit Aerosystems) βρίσκονται κάτω από έλεγχο. Ειδικά για την Μπόινγκ η FAA ανακοίνωσε πως «σε πολλές περιπτώσεις η εταιρεία απέτυχε να συμμορφωθεί στις απαιτήσεις ποιοτικού ελέγχου κατασκευής».

Σύμφωνα με τον ιατροδικαστή της κομητείας του Τσάρλεστον, ο Τζων Μπαρνέτ αυτοκτόνησε την 9η Μαρτίου 2024. Έφερε ένα τραύμα από όπλο στο κεφάλι. Έπρεπε να παρουσιαστεί, να συνεχίσει την κατάθεσή του, και όταν δεν εμφανίστηκε οι αρχές τον αναζήτησαν για να τον βρουν νεκρό στο αγροτικό του, στο πάρκινγκ του ξενοδοχείου που διέμενε. Την εβδομάδα που μας πέρασε, οι δικηγόροι του έδωσαν στη δημοσιότητα υπόμνημα 32 σελίδων με όλα τα στοιχεία που έφερε στο φως ο Μπαρνέτ και κατήγγειλαν «την επί έτη εγκληματική κακοποίησή του από την εταιρία». Οι προσπάθειές του να πείσει την εταιρία, την τελευταία του δεκαετία εκεί, είχαν αγνοηθεί ή ακόμη και γίνει όπλα εναντίον του, ενώ οι πιέσεις να αποδεχθεί να χρησιμοποιούνται και ελαττωματικά ανταλλακτικά γίνονταν όλο και πιο μεγάλες. «Η κακοποίηση από τους ανωτέρους μου με οδήγησε να έχω για πρώτη φορά κρίσεις πανικού, ενώ πάσχω και από μετατραυματικό σοκ». Συνταξιοδοτήθηκε δέκα χρόνια νωρίτερα από ότι σχεδίαζε, γιατί δεν θα επιβίωνε σε αυτό το περιβάλλον δουλειάς.

«Ο Μπαρνέτ βαθμολογούνταν ως κακός εργαζόμενος, αποκόπηκε από την ομάδα εργασίας του, μπήκε στη μαύρη λίστα και δεν του επετράπη να μετατεθεί σε άλλο εργοστάσιο της εταιρίας.  Επιπρόσθετα, ξεκίνησε εναντίον του εκστρατεία μείωσης και συκοφάντησης, με παρενοχλήσεις, εξευτελισμούς, περιφρόνηση από τους ανωτέρους του, που ήλπιζαν να αποθαρρύνουν κι εκείνον και άλλους από΄το να εγείρουν τέτοια ζητήματα, δηλαδή να τους αποθαρρύνουν από το να τηρήσουν το νόμο»

Από τις πιο ενδεικτικές καταγραφές της κακοποίησης, οι πιέσεις να μην καταγράφει πουθενά, ούτε σε εκθέσεις ούτε σε ημέηλ, όσα παράνομα και θανάσιμα έβλεπε, και «να μην επιδεικνύει τις γνώσεις του»… Οσο για τα περί «κακού υπαλλήλου», πριν την αρχή των καταγραφών λάμβανε 5/5 για την απόδοσή του, και ξαφνικά, με την επιμονή του στην καταγραφή και διόρθωση των προβλημάτων, είχε πέσει μόνιμα στο 2/5. «Ο Τζών πρέπει να μάθει αυτά να έρχεται να μας τα λέει πρόσωπο με πρόσωπο και να μη χρησιμοποιεί ημέηλ», έγραψε κάποια στιγμή ο προϊστάμενός του. Τα γραπτα, γαρ,  μένουν…

Η αυτοκτονία του Τζων Μπαρνέτ, στο αυτοκίνητό του, την ώρα που θα ξεκινούσε για να πάει να καταθέσει ακόμη μια φορά, έχει προκαλέσει ερωτήματα. Ο ίδιος είχε άλλωστε δηλώσει πως «αν κάτι μου συμβεί, δεν θα πρόκειται για αυτοκτονία». Την δε προηγούμενη μέρα, την 8η Μαρτίου, είχε καταθέσει επί τετράωρο και «ήταν χαρούμενος που επιτέλους ακουγόταν», είπαν οι συνήγοροί του. Δεκαεπτά ώρες αργότερα ήταν νεκρός.

Δεν είναι η πρώτη αυτοκτονία που “κλείνει” ένα πολύ επικίνδυνο στόμα. Έχουν προηγηθεί άλλες – από την περίεργη αυτοκτονία του Ντέηβιντ Κέλλυ, του επιστήμονα που έφερε, το 2003, στο φως τα ψεύδη των κυβερνήσεων περί χημικών όπλων του Σαντάμ, ως αυτή του Επστάιν, εντός της φυλακής. Μπορεί αυτοκτονίες ή δυστυχήματα που κλείνουν στόματα να δίνουν έδαφος σε θεωρίες συνομωσίας, όμως πολλές φορές τα ίδια τα στοιχεια οδηγούν στην αμφιβολία. Και, κανείς δεν μπορεί να ξέρει αν και η δολοφονία του Τζούλιαν Ασσάνζ που σχεδίαζε η CIA υπό τον Πομπέο, δεν θα είχε αντίστοιχη μορφή.

 

 

Ο πίνακας που στολίζει το άρθρο είναι της αυστραλής εικαστικού Κέητ Στήβενς «Μάρτυρας Δημοσίου Συμφέροντος», πορτραίτο του Μακ Μπράιντ.