Ο πρόλογος του «Βήματος» ξεκινάει ως εξής:

«Αυτή τη στιγµή, η πιο αποτελεσµατική και συνετή οδός είναι να εφαρµοστεί η συµφωνία των ευρωπαίων ηγετών που επετεύχθη τον Ιούλιο και να ενισχυθεί κατάλληλα» τονίζει σε άρθρο του στο «Βήµα της Κυριακής» (και για τους «Financial Times») ο πρώην αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) κ. Λ. Παπαδήµος.

 Ο κορυφαίος σύµβουλος επί των οικονοµικών του πρωθυπουργού κ. Γ. Παπανδρέου προειδοποιεί για ενδεχόµενες σοβαρές επιπτώσεις ενός µεγάλου µη εθελοντικού κουρέµατος του χρέους για τις ελληνικέςτράπεζες, τα ασφαλιστικά ταµεία, την πραγµατική οικονοµία και τελικά τον έλληνα φορολογούµενο. Κινούµενος µεταξύ Βοστώνης (όπου διδάσκει στο ΠανεπιστήµιοHarvard), Φραγκφούρτης (έδρα της ΕΚΤ), Βρυξελλών και Αθήνας ο κ. Παπαδήµος έχει αναλάβει το τελευταίο διάστηµα έναν άτυπο αλλά ουσιώδη ρόλο εκπροσώπησης της Ελλάδας και εξισορρόπησης των πιέσεων που ασκούνται από τα διεθνή κέντρα λήψης αποφάσεων.

 Το κύρος και η αναγνωρισιµότητα που διαθέτειστη διεθνή σκηνή τον καθιστούν αξιόπιστο συνοµιλητή των ευρωπαίων εταίρων, των παραγόντων του ∆ιεθνούς Νοµισµατικού Ταµείο και πολύ περισσότερο της ΕΚΤ.

Το TPP παραθέτει «πικάντικες» στιγμές αυτού του άρθρου

«Μια σηµαντική µείωση της ονοµαστικής αξίας του ελληνικού χρέους που κρατούν στα χέρια τους αυτά τα ιδρύµατα θα πρέπει να αντισταθµιστεί σε µεγάλο βαθµό από την οικονοµική στήριξη της κυβέρνησης. Επίσης, οι απώλειες για τα ελληνικά νοικοκυριά και για όσους, εκτός των οικονοµικών ιδρυµάτων, κατέχουν δηµόσιο χρέος θα πλήξουν την οικονοµική δραστηριότητα και τα φορολογικά έσοδα»

«Ενα «κούρεµα» 50% θα µειώσει το συνολικό χρέος κατά περίπου 20%. Οι αρνητικές συνέπειες για την Ελλάδα µιας «σκληρής», µη εθελοντικής αναδιάρθρωσης του χρέους και µιας χρεοκοπίας (sovereign default) δεν περιορίζονται στο κόστος της επανακεφαλαιοποίησης των εγχώριων τραπεζών και της στήριξης των ασφαλιστικών ταµείων. Οι επιπτώσεις για την εµπιστοσύνη, για τη ρευστότητα του ελληνικού τραπεζικού συστήµατος και την πραγµατική οικονοµία θα είναι πιθανόν σηµαντικές, παρ’ ότι είναι δύσκολο να προβλεφθούν και να ποσοτικοποιηθούν. Επιπτώσεις τέτοιου είδους θα υπονοµεύσουν και τη διαδικασία δηµοσιονοµικής σταθεροποίησης, ιδίως αν η αναδιάρθρωση του χρέους προκαλέσει πιστωτική κρίση. Η ΕΚΤ δεν θα δέχεται ως εγγυήσεις χρεόγραφα κρατών που έχουν υποβαθµιστεί σε καθεστώς χρεοκοπίας. Εποµένως, θα είναι απαραίτητο να παρασχεθεί «πιστωτική ενίσχυση» («credit enhancement») για να βελτιωθεί η ποιότητα των εγγυήσεων µε κόστος που θα επιβαρύνει τελικώς την ελληνική κυβέρνηση. Επιπλέον, αν υπάρξει µη εθελοντική αναδιάρθρωση του χρέους και χρεοκοπία µιας χώρας της ευρωζώνης, ο κίνδυνος µετάδοσης των οικονοµικών επιπτώσεων και διάχυσης των προβληµάτων σε τράπεζες ενδέχεται να είναι σηµαντικός και εκτεταµένος. Οι πρόσφατες απότοµες αυξήσεις των αποδόσεων για οµόλογα κρατών-µελών της ευρωζώνης στέλνουν δυνατά και καθαρά προειδοποιητικά σήµατα»

Για του λόγου το αληθές:

http://www.tovima.gr/politics/article/?aid=426537