«Αν ξέρεις τις απόψεις ενός ανθρώπου για τη φορολογία, μπορείς να φανταστείς ολόκληρη τη φιλοσοφία του», γράφει ο Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας στον Χλομό βασιλιά (μτφρ. Γ. Κυριαζής, Κέδρος)· «Οι θεωρητικές αναμετρήσεις μεταξύ φιλοσόφων γίνονται ειλικρινείς μόνο όταν καταλήγουν σε προσωπικές ύβρεις», γράφει ο Παναγιώτης Κονδύλης («Στοχασμοί και αποφθέγματα», μτφρ. Λ. Λαρέλης, Νέα Εστία, τχ. 1717, Νοέμβριος 1999): «Έτσι, η Πρόνοια είναι η ατμομηχανή που κινεί όλη την οικονομική σκέψη του κ. Προυντόν, καλύτερα από τον καθαρό και αιθέριο Λόγο του. Έχει αφιερώσει στην Πρόνοια ένα ολόκληρο κεφάλαιο, το οποίο ακολουθεί εκείνο που αφορά τους φόρους», θα γράψει ο Μαρξ στην Αθλιότητα της φιλοσοφίας, συναιρώντας Γουάλας και Κονδύλη.

Γραμμένη ανάμεσα στον Γενάρη και τον Ιούνη του 1847, η Αθλιότητα της φιλοσοφίας. Απάντηση στο βιβλίο του Προυντόν «Φιλοσοφία της αθλιότητας» θα κυκλοφορήσει τον Ιούλιο του ίδιου έτους σε 800 αντίτυπα, πρώτα στο Παρίσι και ακολούθως στις Βρυξέλλες, όπου διαμένει αυτήν την εποχή ο Μαρξ. Πρόκειται για μια περίοδο όπου οι θεωρητικές ανησυχίες του φιλοσόφου διαπλέκονται έντονα με τις πολιτικές ζυμώσεις, με απώτερο σκοπό τη δημιουργία μιας κοινής ένωσης των εργατών, που θα επιτρέπει την επικοινωνία τους ανά την ήπειρο.

Η Αθλιότητα της φιλοσοφίας είναι σημαντική από την πρώτη άποψη, αυτής της θεωρητικής πορείας του Μαρξ, καθώς αποτελεί το πρώτο δημοσιευμένο έργο του που αφορά την κριτική της πολιτικής οικονομίας. Το κύριο μέρος του έργου εξάλλου αφορά την κριτική από τον Μαρξ της θεωρίας της αξίας του Προυντόν, η οποία, ακολουθώντας την αστική πολιτική οικονομία εκφράζεται ως συμπύκνωση του εργάσιμου χρόνου που απαιτείται για την παραγωγή του εκάστοτε προϊόντος. Σ’ αυτήν, ο Μαρξ θα αντιπαραθέσει τον μορφικό καθορισμό της αξίας, προοικονομώντας τις αναλύσεις που οδηγήσουν χρόνια αργότερα στο Κεφάλαιο.

Ως προς την πολιτική του σημασία, το έργο αποτελεί συνέχεια των προηγούμενων τη δεκαετία του ’40 κριτικών αποτιμήσεων όμορων με το μαρξικό εγχείρημα κοινωνικής χειραφέτησης συστημάτων, με σκοπό την οριοθέτηση και τον έλεγχο του πεδίου. Ο Μαρξ διαχωρίζοντας θεωρητικά τον εαυτό του από τους νεοεγελιανούς, αρχικά, τους ουτοπικούς σοσιαλιστές (φουριεριστές και οουενιστές) εν συνεχεία, από τον Στίρνερ και τον Προυντόν εντέλει, διαχωρίζει και τις πρακτικές απολήξεις της θεωρίας: η θεωρητική κριτική διαμορφώνει μια ξεχωριστή πολιτική πρόταση οργάνωσης του εργατικού κινήματος σε αρμονία με τη σωστή θεωρία.

«Είναι απλός ο μικροαστός»

Εκεί που συμπίπτουν η θεωρητική και η πολιτική μέριμνα του Μαρξ είναι στον χαρακτηρισμό του Προυντόν ως μικροαστού. Ποιο είναι το βασικό πρόβλημα που καταλογίζεται στην προυντονική θεωρία; Η άρνηση να ιδωθεί το παρόν ως ιστορικά προσδιορισμένο. Ο Προυντόν εφαρμόζει μια ιδεαλιστική μέθοδο, την διαβόητη «σειριακή διαλεκτική», που επιθυμεί να εξηγήσει τα φαινόμενα τόσο της φύσης όσο και της κοινωνίας ενιαία. Ο Προυντόν απαιτεί από την πολιτική οικονομία να γίνει ένα είδος άλγεβρας, που θα προχωρά στα πορίσματά της με άτεγκτη βεβαιότητα. Την ίδια στιγμή η αρχή της ισότητας του Προυντόν θα εκφραστεί ως αρχή της ισοδυναμίας των εμπορευμάτων, όπου το ποσό εργασίας που περιέχουν την εξασφαλίζει. Αν στην πραγματικότητα αυτό δεν λειτουργεί φταίει η ατομική ιδιοποίηση, από τον ιδιοκτήτη, της συλλογικής παραγωγής. Αυτό που θα κληθεί να επιφέρει την ισορροπία είναι μια αφηρημένη δικαιοσύνη, που θα αποκαταστήσει την αδικία.

Όπως συνοψίζει χαρακτηριστικά σε επιστολή του προς τον Ανένκοβ, μετά την πρώτη ανάγνωση της Φιλοσοφίας της αθλιότητας:

Υποκύπτει έτσι στο σφάλμα των αστών οικονομολόγων, οι οποίοι σ’ αυτές τις οικονομικές κατηγορίες αντικρίζουν αιώνιους νόμους και όχι ιστορικούς νόμους […] Αντί λοιπόν να θεωρήσει τις πολιτικοοικονομικές κατηγορίες αφαιρέσεις από τις πραγματικές, εφήμερες, ιστορικές κοινωνικές σχέσεις, ο κύριος Προυντόν βλέπει στις πραγματικές σχέσεις, λόγω μιας μυστικιστικής αντιστροφής, απλώς προσωποποιήσεις αυτών των αφαιρέσεων. («Επιστολή στον Πάβελ Βασίλιεβιτς Ανένκοβ», Κείμενα από τη δεκαετία του 1840, μτφρ. Θ. Γκιούρας, ΚΨΜ,  σ. 593)

Οι αντιφάσεις που προκύπτουν από την επαφή των ιδεών με τις πραγματικές σχέσεις δεν γίνονται αντικείμενο προς επίλυση, αλλά συνιστούν την ίδια την ουσία του προυντονικού εγχειρήματος, συνεχίζει ο Μαρξ: «Ο κ. Προυντόν είναι από την κορφή ως τα νύχια φιλόσοφος, οικονομολόγος της μικροαστικής τάξης. […] Είναι αστός και λαός ταυτόχρονα. Στα μύχια της συνείδησής του κολακεύεται ότι είναι αμερόληπτος, ότι έχει βρει τη σωστή ισορροπία, η οποία εγείρει την αξίωση ότι είναι κάτι άλλο από το σωστό juste-milieu. Ένα τέτοιος μικροαστός αποθεώνει την αντίφαση, γιατί η αντίφαση είναι ο πυρήνας της ουσίας του» («Επιστολή…», σ. 597).

«Είναι απλώς ο μικροαστός»: αντί να δούμε εδώ μια δογματική κατηγορία καλούμαστε να εξετάσουμε, όπως μας προτρέπει και ο Γκιούρας στην εισαγωγή του, τον ισχυρισμό στις συνέπειές του σε ένα πεδίο πολεμικής με επίδικο την ηγεμονία στο χώρο της εργατικής τάξης. Αρκεί να ανακαλέσουμε εδώ την μετέπειτα διαμάχη του Μαρξ με τον Μπακούνιν στον κόλπο της Διεθνούς.

Μπορεί να μιλήσει ο Προυντόν

Μέσα από την Αθλιότητα της φιλοσοφίας βλέπουμε τη σχέση του Μαρξ με τον Προυντόν υπό το πρίσμα του πρώτου. Το έργο του Γάλλου στοχαστή έρχεται σε μας ετερόφωτο, μέσα από το φως που ρίχνει πάνω του η μαρξική κριτική. Η ίδια η σχέση των δύο αντρών τελεί εδώ από την ίδια μονόπλευρη μεσολάβηση. Ο Μαρξ περιγράφει τη γνωριμία του με τον Προυντόν στο Παρίσι, μέσα από το πρίσμα της μόλυνσης που του προκάλεσε στον εγελιανισμό, κατά τη διάσημη πλέον περιγραφή που κάνει στην επιστολή/εεκρολογία προς τον Σβάιτσερ, η οποία και περιέχεται στο παράρτημα της έκδοσης. Την ίδια στιγμή ωστόσο είναι ο Προυντόν αυτός που προκαλεί (ή έστω συντελεί) στην «μόλυνση» του Μαρξ στην πολιτική οικονομία. Οι Πιερ Νταρντό και Κριστιάν Λαβάλ στο έργο τους Κοινό. Δοκίμιο για την επανάσταση στον 21ο αιώνα (μτφρ. Π. Αγγελόπουλος, επιμ. Αλ. Κιουπκιολής, Εκκρεμές, 2020) θα συνεξετάσουν τις προυντονικές θέσεις μαζί με την μαρξική κριτική, αναδεικνύοντας, πέρα από τις διαφορές την κοινή στους δύο στοχαστές εμμενή παραγωγή της άυλης εργασίας και την χρησιμότητα της στην επεξεργασία μιας θεώρησης περί των κοινών.

Αυτό που μένει ως εκκρεμότητα στην ελληνική δημοσιότητα είναι να ακουστεί σε έγκυρες εκδόσεις πια και ο ίδιος ο λόγος του Προυντόν. Προς τούτο, και με ανανεωμένο το διαρκές ενδιαφέρον για τον στοχαστή που είχε εγκαίρως προειδοποιήσει για τις συνέπειες του δογματισμού στην θεωρία και για τον κίνδυνο του αυταρχισμού που υποβόσκει σε συλλογικές οργανώσεις του βίου, η αναγγελία δύο εκδόσεων στα προσεχώς γεννά μεγάλες προσδοκίες.

Η πρώτη αφορά σε μια νέα μετάφραση του Τι είναι η ιδιοκτησία από της εκδόσεις Στάσει Εκπίπτοντες, σε μετάφραση Λ. Χουντουλίδη, επιμ.-σχόλια-εισαγωγή Κ. Γαλανόπουλου και  επίμετρο Εντ. Κάσλετον.  Η δεύτερη αποτελεί έναν οδηγό για τη σκέψη του Προυντόν, σε επιμέλεια Κ. Γαλανόπουλου, Γ. Φαράκλα και Γ. Κτενά, και αναμένεται να εκδοθεί από τις εκδόσεις Νήσος.

Η έκδοση

Η Αθλιότητα της φιλοσοφίας είναι η πρώτη μεταφραστική δουλειά του Θανάση Γκιούρα πάνω στον Μαρξ στις εκδόσεις Καστανιώτη (προηγήθηκε ο συλλογικός τόμος Χειραφέτηση και Πολιτική Ιστορία με μεταφράσεις και πρωτότυπες μελέτες που «φιλοδοξούν να παρεμβαίνουν κριτικά στον ακαδημαϊκό και δημόσιο λόγο»). Δεν θα πρέπει να ιδωθεί αυτόνομα αλλά ως μέρος ενός ευρύτερου πρότζεκτ που ξεκινά ήδη από το 1997. Ο Γκιούρας, καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Κρήτης, έχει αφιερώσει σημαντικό τμήμα του έργου του στην μετάφραση των κλασικών της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής θεωρίας Μαξ Βέμπερ και Καρλ Μαρξ. Από τις εκδόσεις Κένταυρος αρχικά και μετέπειτα στον Σαββάλα ο Γκιούρας θα μας δώσει πλήρες το opus magnum του Βέμπερ Οικονομία και κοινωνία. Μεταπηδώντας στο ΚΨΜ θα συνεχίζει με τον Μαρξ, με αποκορύφωμα την έκδοση του πρώτη τόμου του Κεφαλαίου (μαζί με τον Θωμά Νουτσόπουλο). Εκεί θα βγουν μια επιλογή από τα κείμενα του Μαρξ της δεκαετίας του 1840 και μια δίτομη επιλογή για τα αντίστοιχα κείμενα του 1850. Παράλληλα, ο Γκιούρας θα μεταφράσει και μια δίτομη επιλογή κειμένων του Βέμπερ. Πέρα από τους δύο κλασικούς ο Γκιούρας μεταφράζει κείμενα που προηγούνται και στηρίζουν το κριτικό εγχείρημα (Ρουσσώ και Καντ) όπως και κείμενα που το συνεχίζουν (Μπλοχ, Ανιόλι). Το μεταφραστικό ήθος του Γκιούρα εκκινεί από μια απόφαση: να δοθούν στο ελληνικό κοινό τα κείμενα αντλημένα από τις πλέον έγκυρες και οριστικές εκδόσεις των πρωτότυπων κειμένων σε χρηστικές εκδόσεις.

Όπως και στις προηγούμενες δουλειές του έτσι και εδώ, στη Φιλοσοφία της αθλιότητας, ο Γκιούρας θα προσφέρει μια ιδανική έκδοση, όπου μια εκτενής εισαγωγή πλαισιώνει το έργο και τη διαμάχη Μαρξ-Προυντόν, ενώ τα Παραρτήματα προσφέρουν τα αναγκαία επιπλέον βοηθήματα για την πρόσληψή του. Την ίδια στιγμή, ο Γκιούρας δεν επιβάλλει στον αναγνώστη κανένα ερμηνευτικό σχήμα, αφήνοντάς τον να κινηθεί μόνος σε σχέση με το έργο. Κοινώς, ο αναγνώστης και η αναγνώστρια θα πρέπει να κάνουν την δική τους δουλειά πάνω στο κείμενο.