Λοιπόν, όποτε ρωτούσα τη μητέρα μου να μου πει ιστορίες από την παιδική της ηλικία, οι μόνες που μου έλεγε ήταν από την Κατοχή…
 
Για το πώς έκαψαν οι γερμανοί το χωριό, πώς κρύφτηκε σ’ ένα μπαούλο κάποιο βράδυ που έγινε επιδρομή και παραλίγο να τρελαθεί, αφού ήταν κλειστοφοβική, πώς  όταν ο παππούς μου έφυγε για το βουνό έμεινε εκείνη να μεγαλώσει τη μικρότερη αδελφή της σαν να ήταν μητέρα της, αφού η γιαγιά μου είχε πεθάνει στη γέννα της θείας μου κ.λπ. 

Η ιστορία όμως που με είχε συνεπάρει όταν μου την πρωτοαφηγήθηκε ήταν ένα περιστατικό από τις μέρες τις απελευθέρωσης. 1944, και οι Γερμανοί φεύγουν από την Ελλάδα. Στο χωριό έχουν κατέβει πια οι αντάρτες και καταφέρνουν να αιχμαλωτίσουν τρεις Γερμανούς στρατιώτες. Όλο το χωριό αποφασίζει να τους περάσει από λαϊκό δικαστήριο και τους οδηγούν στο αλώνι του χωριού, το οποίο βρίσκεται έξω και δίπλα απ’ το νεκροταφείο, με σκοπό τη δίκη και την εκτέλεσή τους.

Η μητέρα μου με τρεμάμενη φωνή μού αφηγείται τη σκηνή όπου μια ολόκληρη κοινότητα, έχοντας βιώσει τα τελευταία δύο χρόνια το κάψιμό του χωριού, εκτελέσεις συγχωριανών, λεηλασίες και τρόμο, είναι πλέον έτοιμη για τη στιγμή της  εκδίκησης…
 
Ανάμεσα στους τρεις Γερμανούς αιχμαλώτους υπάρχει κι ένας που μετά βίας έχει κλείσει τα 18 του χρόνια και κάθεται στη γωνία τρομοκρατημένος, διαισθανόμενος ότι παρακολουθεί τις τελευταίες στιγμές της ζωής του. Ο πρόεδρος του λαϊκού δικαστηρίου απευθύνεται προς τον κόσμο: «Τι αποφασίζετε για τους τρεις Γερμανούς; Να τους αφήσουμε ελεύθερους ή να τους εκτελέσουμε;».

Η ετυμηγορία είναι άμεση και ομόφωνη: ΘΑΝΑΤΟΣ! ΘΑΝΑΤΟΣ! ΘΑΝΑΤΟΣ!
Η μητέρα μου δεν μπορεί να ξεκολλήσει το βλέμμα της από τον νεαρό Γερμανό στρατιώτη που κλαίει γοερά και παρακαλεί για τη ζωή του – ίσως να μην έχει καν πολεμήσει και να ανήκει στις εφεδρείες… Στο πρόσωπό του -παρά τα βάσανα που έχει περάσει η οικογένειά της- δεν αντικρίζει εκείνη τη στιγμή έναν εχθρό και κατακτητή, μα έναν σχεδόν συνομήλικό της που η μοίρα τον έφερε σ’ εκείνο το σημείο αντιμέτωπο με τον θάνατο και ανήμπορο να αντιδράσει. Για μερικές στιγμές δεν υπάρχει μίσος ή πάθος για εκδίκηση, μόνο η συνειδητοποίηση ότι ο θάνατος δεν κάνει διακρίσεις.

Στοιχειώνεται από εκείνη τη στιγμή για πάντα και καταφέρνει μέσα απ’ αυτή της τη διήγηση να περάσει τα συναισθήματα που ένιωσε εκείνη τη μέρα και στον γιο της – σε μένα…

Τώρα πια δεν θα υπάρξουν άλλες τέτοιες διηγήσεις, άλλες τέτοιες ιστορίες να μου πει. Τώρα ίσως να βρίσκονται οι δυο τους παρέα και να τα λένε…
 
Χρήστος Μιχαλάτος