Τη συζήτηση συντόνισε ο δημοσιογράφος Τάσος Σαραντής, ο οποίος στην εισαγωγική του τοποθέτηση σημείωσε ότι το ζήτημα της λειψυδρίας αναδεικνύεται το τελευταίο διάστημα ως «έκτακτη ανάγκη», σε ένα πλαίσιο που ευνοεί ταχείες αποφάσεις, περιορισμένη διαβούλευση και επιλογές υψηλού κόστους, θέτοντας κρίσιμα ζητήματα διαφάνειας και δημοκρατικού ελέγχου.

«Η λειψυδρία δεν είναι αποτέλεσμα μόνο της κλιματικής αλλαγής, συνδέεται πρωταρχικά με την έλλειψη υποδομών και το παραγωγικό μοντέλο της χώρας μας»

Ο Γιάννης Κρεστενίτης, ομότιμος καθηγητής Παράκτιας Τεχνικής και Ωκεανογραφίας της Πολυτεχνικής Σχολής ΑΠΘ και πρώην πρόεδρος της ΕΥΑΘ, ανέφερε αρχικά ότι «από το καλοκαίρι του 2024 έχουν υπάρξει από κυβερνητικούς αξιωματούχους αλλά και τον πρωθυπουργό επανειλημμένες εξαγγελλίες μέτρων και έργων τα οποία έχουν παρουσιαστεί ως εθνικά σχέδια για την αντιμετώπιση της λειψυδρίας. Η λειψυδρία είναι πράγματι υπαρκτό και διαπιστωμένο ήδη πρόβλημα σε αρκετές περιοχές της χώρας μας και κυρίως σε περιοχές που δοκιμάζονται από τον υπερτουρισμό και την υπέρβαση της φέρουσας ικανότητάς τους».

Τόνισε στη συνέχεια πως «στις έως τώρα παρουσιάσεις των “εθνικών” σχεδίων αντιμετώπισης της λειψυδρίας, που είναι περισσότερο εκδηλώσεις εντυπωσιασμού, η λειψυδρία γίνεται η αφορμή για να παρουσιαστούν έργα, που αναφέρονται ως σημαντικά, αλλά με ασαφές χρονοδιάγραμμα υλοποίησης και προϋπολογισμό, αλλά και χωρίς εξασφαλισμένη τη χρηματοδότησή τους». Ξεκαθάρισε ότι «η λειψυδρία δεν είναι αποτέλεσμα μόνο κλιματική αλλαγής» αλλά, «συνδέεται πρωταρχικά με την έλλειψη υποδομών και το παραγωγικό μοντέλο της χώρας μας».

Και συνέχισε λέγοντας ότι:

«Mε δεδομένη την απουσία προγραμματισμού και έργων όλα τα προηγούμενα χρόνια, τώρα ανακοινώνονται φαραωνικά έργα μεταφοράς υδάτων από άλλες λεκάνες απορροής. Παράλληλα, για αυτά τα έργα προκρίνονται διαδικασίες υλοποίησης όχι με ανοικτούς διεθνείς διαγωνισμούς, αλλά με κλειστές διαδικασίες μεταξύ των μεγάλων κατασκευαστικών εταιρειών της χώρας. Βέβαια το μοντέλο αυτό υλοποίησης έργων έχει εφαρμοστεί για αντιπλημμυρικά έργα στη Θεσσαλία. Η λειψυδρία ως απόρροια μόνον της κλιματικής αλλαγής, είναι το άλλοθι για να υλοποιηθεί η κυβερνητική πολιτική για την ιδιωτικοποίηση των υπηρεσιών ύδρευσης, αποχέτευσης και άρδευσης, παρά τις περί του αντιθέτου διακηρύξεις της.

Η ορθολογική διαχείριση των υδατικών πόρων απαιτεί μακροχρόνιο σχεδιασμό και συνεχείς επενδύσεις πολύ πριν την εμφάνιση μιας ξηρασίας. Δεν αντιμετωπίζεται με αποσπασματικά μέτρα μετά την εμφάνιση μιας “κρίσης”, και βέβαια απαιτεί μια άλλη δημόσια πολιτική τόσο για τα ύδατα όσο και για την ανάπτυξη προς όφελος των πολλών.

Ο Γιώργος Τσιάντης, μέλος του Συλλόγου Χελιδόνας Ευρυτανίας και του κινήματος πολιτών ενάντια στην εκτροπή Καρπενησιώτη και Κρικελοπόταμου, ο οποίος τόνισε ότι οι σχεδιασμοί εκτροπής ποταμών αντιμετωπίζουν την Ευρυτανία ως «δεξαμενή» για την κάλυψη αναγκών που δημιουργήθηκαν αλλού. Όπως ανέφερε, πρόκειται για επιλογές με σοβαρές περιβαλλοντικές και κοινωνικές συνέπειες, χωρίς να έχει προηγηθεί ουσιαστικός διάλογος με τις τοπικές κοινωνίες.

«Η λειψυδρία δεν έτυχε, είναι το αποτέλεσμα ενός αναπτυξιακού μοντέλου που αυξάνει συνεχώς τη ζήτηση, χωρίς να επενδύει αντίστοιχα στη διαχείριση» – «Το νερό, έως σήμερα, δεν ιδιωτικοποιήθηκε επειδή δεν μπόρεσαν»

«Στην Ελλάδα κυβερνήσεις και ιδιωτικά συμφέροντα εργάζονται, κυρίως τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, με σταθερό προσανατολισμό την εμπορευματοποίηση και ιδιωτικοποίηση της διαχείρισης του κύκλου του νερού» τόνισε ο Πέτρος Μπαστέας, συνδικαλιστής της ΕΥΔΑΠ και μέλος της Γραμματείας ΣΕΚΕΣ (Συμμετοχικό – Ενωτικό Κίνημα Εργαζομένων και Συνταξιούχων για Δημόσια ΕΥΔΑΠ στην υπηρεσία της κοινωνίας).

Αναφέρθηκε στις «μεγάλες νίκες του κινήματος για το δημόσιο νερό με τις αποφάσεις του ΣτΕ» που απέτρεψαν:

  • την ιδιωτικοποίηση της ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ
  • την ιδιωτικοποίηση του ΕΥΣ
  • την νομοθέτηση της εμπορευματοποίησης του νερού μέσα από την ΚΥΑ για την τιμολόγησή του.

Σημείωσε όμως ότι «παρά τις αποφάσεις του ΣτΕ η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας συνεχίζει μέσω της ΡΑΑΕΥ, της νέας ΚΥΑ για την τιμολόγηση και της μετατροπής των ΔΕΥΑ σε κερδοσκοπικές εταιρείες την προσπάθεια για να παραδώσει σε ιδιωτικά συμφέροντα και εργολάβους τη διαχείριση των υδάτινων πόρων και την διαχείριση των δικτύων επεξεργασίας και διανομής. Το νερό, έως σήμερα, δεν ιδιωτικοποιήθηκε επειδή δεν μπόρεσαν. Και ακριβώς γι’ αυτό, βρίσκεται διαρκώς στο στόχαστρο και για οικονομικούς αλλά και για βαθιά πολιτικούς λόγους. Είναι ένας από τους ελάχιστους τομείς όπου τα κινήματα επέβαλαν το δημόσιο συμφέρον απέναντι στις «αγορές», δηλαδή τα επιχειρηματικά συμφέροντα».

«Σε αυτό το πλαίσιο, η συζήτηση για τη λεγόμενη «λειψυδρία» δεν είναι ούτε τεχνικά ουδέτερη, ούτε πολιτικά αθώα» τόνισε και εξήγησε:

«Η επίκληση της “έκτακτης ανάγκης” δεν συνδέεται αυτομάτως με τεκμηριωμένη υδρολογική αστοχία. Λειτουργεί ως θεσμικός επιταχυντής αποφάσεων. Δημιουργεί ένα πλαίσιο όπου έργα μεγάλης κλίμακας προωθούνται με διαδικασίες κατεπείγοντος, παρακάμπτοντας τον κανονικό κύκλο ελέγχου, ιεράρχησης και κοινωνικής λογοδοσίας. Με άλλα λόγια, η κρίση δεν περιγράφεται απλώς — αξιοποιείται.

Ο τρόπος με τον οποίο ορίζεται το πρόβλημα καθορίζει και τις λύσεις που προκρίνονται. Αν η λειψυδρία παρουσιαστεί αποκλειστικά ως φυσικό φαινόμενο, ως αποτέλεσμα ανομβρίας ή κλιματικής κρίσης, τότε η «απάντηση» επιχειρείται να προβληθεί ως αυτονόητη: περισσότερα έργα, περισσότερες εκτροπές, περισσότερες αφαλατώσεις, περισσότερα εκατομμύρια. Αν όμως τη δούμε ως αυτό που είναι στην πραγματικότητα — ένα πρόβλημα διαχείρισης, προτεραιοτήτων και μοντέλου ανάπτυξης — τότε η εικόνα αλλάζει ριζικά».

Η λειψυδρία «δεν έτυχε», συνέχισε, αλλά «είναι το αποτέλεσμα ενός αναπτυξιακού μοντέλου που αυξάνει συνεχώς τη ζήτηση, χωρίς να επενδύει αντίστοιχα στη διαχείριση, την εξοικονόμηση και την ανακατανομή των υδατικών πόρων. Σήμερα δεν μιλάμε για μια κοινωνία που, απλά, δεν έχει νερό. Μιλάμε για μια κοινωνία που χάνει νερό, το σπαταλά, το κατανέμει άνισα και το διαχειρίζεται με όρους κόστους–οφέλους, όχι κοινωνικής ανάγκης. Στην Αττική, αλλά και πανελλαδικά, σημαντικό ποσοστό του νερού χάνεται πριν φτάσει στον καταναλωτή, λόγω παλαιών δικτύων, ανεπαρκούς συντήρησης και ελλείψεων προσωπικού. Την ίδια στιγμή, τεράστιες ποσότητες βρόχινου νερού χάνονται ανεξέλεγκτα αντί να συγκρατούνται – απορροφούνται, ενώ επεξεργασμένα λύματα καταλήγουν στη θάλασσα αντί να επαναχρησιμοποιούνται. Αυτά δεν είναι φυσικά φαινόμενα. Είναι πολιτικές επιλογές».

Ενώ κατήγγειλε ότι «παρουσιάζεται ένα σχέδιο 2,5 δισεκατομμυρίων ευρώ, με αιχμή το έργο «Εύρυτος» και τη δημιουργία δύο «πυλώνων» διαχείρισης, την ΕΥΔΑΠ και την ΕΥΑΘ. Το έργο «Εύρυτος» βασίζεται σε μια λογική εκτροπής υδατικών πόρων από μία λεκάνη απορροής σε άλλη. Πρόκειται για μια προσέγγιση παλιά, υψηλού κόστους, με αμφίβολη μακροπρόθεσμη αποτελεσματικότητα. Ταυτόχρονα, το σχέδιο αντιμετωπίζει το πρόβλημα σχεδόν αποκλειστικά από την πλευρά της προσφοράς. Δεν υπάρχει μελέτη σκοπιμότητας ούτε τεχνικός σχεδιασμός για να αξιολογηθεί. Έχει ζητηθεί η γνώμη επιστημονικών ιδρυμάτων, όπως το ΕΜΠ; Και αν ναι, υπάρχει τεκμηριωμένη συμφωνία; Η πολιτική της κυβέρνησης δεν απαντά πειστικά στο ερώτημα τι κάνουμε με το νερό που ήδη έχουμε και χάνουμε».

«Οι Δημόσιες Εταιρείες Ύδρευσης – Αποχεύτευσης απαξιώνονται» – «Νεα τιμολόγηση με καθαρά οικονομικά κριτήρια»

Στη συνέχεια μίλησε η Καλλιόπη Σηφακάκη, αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εργαζομένων στις Δημόσιες Εταιρείες Ύδρευσης Αποχέτευσης (ΠΟΕ – ΔΕΥΑ), η οποία αναφέρθηκε στη συμβολή των ΔΕΥΑ στην ύδρευση και αποχέτευση της ελληνικής περιφέρειας. Προειδοποίησε ότι το νέο ρυθμιστικό και τιμολογιακό πλαίσιο, σε συνδυασμό με το αυξημένο ενεργειακό κόστος και την υποστελέχωση, δημιουργεί σοβαρούς κινδύνους για αυξήσεις στην τιμή του νερού και απομάκρυνση του ελέγχου από τις τοπικές κοινωνίες.

Όπως τονίσε:

«Οι ΔΕΥΑ συνεχίζουν να δέχονται πιέσεις και να απαξιώνονται. Με την εφαρμογή του νόμου για την ένταξη τους στην Εποπτεία της Ρυθμιστικής Αρχής Αποβλήτων, Ενέργειας και Υδάτων αναπροσαρμόζεται το πλαίσιο λειτουργίας μιας μονοπωλιακής ουσιαστικά «αγοράς» ανάλογα με τα πρότυπα της αγοράς ενέργειας. Παράλληλα με την νέα ΚΥΑ τιμολόγησης, ο τρόπος διαμόρφωσης της τιμολογιακής πολιτικής των ΔΕΥΑ αλλάζει. Γίνεται πλέον με καθαρά οικονομικά κριτήρια κάτω από το πρίσμα αναλύσεων κόστους-οφέλους. Με την εφαρμογή της αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει» και την επιβολή της επίτευξης, σε κάθε περίπτωση, πλήρους ανάκτησης κόστους, διαμορφώνεται μία οριζόντια πολιτική όπου ο πολίτης θα κληθεί να επωμιστεί μεγάλες αυξήσεις στην τιμή του νερού. Ειδικά σε περιοχές όπως τα νησιά μας και οι περιοχές που ο πόρος είναι σε έλλειψη.

Επιπλέον, έχει εκτιμηθεί ότι ο νέος σχεδιασμός για το πόσιμο νερό έχει κόστος που ξεπερνά τα 9 δις ευρώ από τα οποία η κρατική συμμετοχή για νέες υποδομές και επέκταση των υφιστάμενων, θα είναι πολύ μικρή. Οι ΔΕΥΑ θα αναγκαστούν να αντλήσουν τα απαιτούμενα κεφάλαια είτε από δάνεια, το κόστος των οποίων θα πρέπει να περάσει στους δημότες, είτε μέσω της εκχώρησης διαχείρισης των υποδομών τους σε ιδιώτες. Η πρόσβαση λοιπόν των πολιτών στο καθαρό πόσιμο νερό θα εξαρτάται από μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους, οι οποίοι δεν θα διστάζουν σε καμία περίπτωση, να κόβουν το νερό σε φτωχά νοικοκυριά με χρέη.

Οι προβλέψεις όπως είναι λογικό υπό την απειλή της λειψυδρίας και την λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, εντείνουν σημαντικά το πρόβλημα και οδηγούν σε πραγματικό αδιέξοδο τις ΔΕΥΑ με έντονο τον κίνδυνο της πλήρης ιδιωτικοποίησης των υπηρεσιών τους. Στα πλαίσια αυτά, θεωρούμε ότι κανένας ολιστικός σχεδιασμός για τα ύδατα δεν μπορεί να επιτύχει χωρίς τις ΔΕΥΑ. Η εμπειρία τους στον τομέα όλα αυτά τα χρόνια είναι καθοριστική. Η λήψη προβληματικών συνταγματικά αποφάσεων που αγνοούν τις τοπικές κοινωνίες και την Τοπική Αυτοδιοίκηση θα επιφέρουν αναπόφευκτα υπερβολικές αυξήσεις της τιμής του νερού και μεγάλες δυσκολίες στην καθολική πρόσβαση σ’ αυτό από τους πολίτες, μόνο και μόνο για να επωφεληθούν μεγάλα επενδυτικά, επιχειρηματικά σχήματα».

Για «ένα διαφορετικό μοντέλο διαχείρισης του νερού»

Ακολούθως τον λόγο πήρε η Δέσποινα Σπανούδη, χημικός μηχανικός και μέλος της Πρωτοβουλίας για τη Διασφάλιση της Δημόσιας Διαχείρισης του Νερού, η οποία ανέδειξε την ανάγκη συγκρότησης ενός ευρέος κοινωνικού και πολιτικού μετώπου για την υπεράσπιση του νερού ως δημόσιου αγαθού. Τόνισε ότι η αντιμετώπιση της λειψυδρίας προϋποθέτει στροφή σε πολιτικές εξοικονόμησης, επαναχρησιμοποίησης και οικολογικής διαχείρισης των υδατικών πόρων, με αξιοποίηση του βρόχινου νερού, της ανακύκλωσης και της προστασίας των φυσικών οικοσυστημάτων, και όχι τη διαιώνιση ενός μοντέλου που αντιμετωπίζει το νερό ως εμπόρευμα.

«Ένα διαφορετικό μοντέλο διαχείρισης του νερού δεν θα βασίζεται στην συνεχή προσφορά και την αύξηση της κατανάλωσης και των κερδών μιας μετοχοποιημένης εταιρείας αλλά στην εξοικονόμηση και την επαναχρησιμοποίηση. Δεν θα βασίζεται σε φαραωνικά έργα μεταφοράς νερού από ολοένα και πιο μακρινά μέρη, ούτε σε πανάκριβες, ενεργοβόρες, ρυπογόνες μονάδες αφαλάτωσης, αλλά στην αξιοποίηση και των υδάτινων πόρων της Αττικής από το νερό της βροχής και των πηγών, μέχρι το νερό των γεωτρήσεων» υποστήριξε, και συνέχισε εξηγώντας ότι:

«Υπάρχει πλήθος προτάσεων από επιστημονικούς φορείς και από τη διεθνή εμπειρία που μπορούν να εφαρμοστούν τόσο στην Αττική, όσο και στις περιοχές της χώρας που έχουν αυξημένες ανάγκες και περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων:

  • Την ανακύκλωση του νερού από τις μονάδες επεξεργασίας λυμάτων σε βιομηχανικές χρήσεις, στην άρδευση και την καθαριότητα των κοινόχρηστων χώρων
    Στην εξοικονόμηση με κλειστά και αυτοματοποιημένα δίκτυα άρδευσης που ειδικά για την Αττική αλλά και τη Βοιωτία από όπου αντλεί η ΕΥΔΑΠ, θα εξοικονομούσαν τεράστιες ποσότητες νερού. Συστήματα άρδευσης υψηλής απόδοσης, αισθητήρες εδάφους, μετεωρολογικοί σταθμοί και δορυφορικά δεδομένα, καθώς και στροφή σε καλλιέργειες με χαμηλότερες απαιτήσεις σε νερό, μπορούν να εξοικονομήσουν το μεγαλύτερο μέρος από το νερό που σήμερα πηγαίνει στην άρδευση που απορροφά το 80–85% της συνολικής κατανάλωσης νερού.
  • Τη δημιουργία συστημάτων συλλογής βρόχινου νερού στα κτίρια και επεξεργασία του “γκρίζου” νερού (απόνερα πλυντηρίων, νιπτήρων, ντους) για χρήσεις που δεν απαιτούν πόσιμο νερό, όπως το πότισμα, η καθαριότητα κλπ
  • Την ενημέρωση του κοινού για καλές πρακτικές εξοικονόμησης νερού.
  • Τον εμπλουτισμό και αξιοποίηση των υπόγειων υδάτων, μέσα από την προστασία ή και την επανασύσταση ποταμών και την αύξηση των διαπερατών επιφανειών στις πόλεις.»

Στην εκδήλωση έκανε παρέμβαση ο Αντιδήμαρχος Αθηναίων Νίκος Χρυσόγελος, ο οποίος χαρακτήρισε τη λειψυδρία ζήτημα βιωσιμότητας των πόλεων και ποιότητας ζωής. Τόνισε ότι η Αθήνα δεν μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί με ένα υδροβόρο μοντέλο ανάπτυξης που μεταφέρει το περιβαλλοντικό κόστος στην περιφέρεια, υπογραμμίζοντας τον ρόλο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στην εξοικονόμηση νερού, την αξιοποίηση βρόχινων και ανακυκλωμένων υδάτων, την προστασία των φυσικών ρεμάτων και τη συμμετοχή των πολιτών στον σχεδιασμό.

«Ως Δήμος Αθηναίων προωθούμε σε συνεργασία και με το Πολυτεχνείο και με την ΕΙΔΑΠ δύο νέα τέτοια έργα για να μπορέσουμε να υποκαταστήσουμε νερό πόσιμο σε περιοχές που υπάρχει κυρίως και άλυση όπου χρησιμοποιούμε το νερό τσεϊδάπ ενώ μπορούμε να χρησιμοποιούμε το νερό το οποίο είναι αναχτημένο, είναι μια σαφής πρόκληση για επαναχρησιμοποίηση του νερού. Δεύτερο πολύ σημαντικό είναι να δούμε που υπάρχουν υπόγεια νερά και πέρα από τη γενική εικόνα των υπόγεια νερών κάτω από την πόλη ξέρουμε ότι υπάρχουν πολλά υπόγεια νερά σε πολυκατοικίες που προκαλούν και σημαντικές ζημιές. Στόχος μας είναι να συγκεντρώσουμε αυτά τα νερά και να τα αξιοποιούμε για πότισμα και για άλλες χρήσεις που δεν απαιτείται πόσιμο νερό» τόνισε. «Αυτό θα βοηθήσει πάρα πολύ και στην προστασία των πολυκατοικιών και στη μείωση των κινδύνων που συνεπάγεται η παρουσία αυτού του νερού και επιπλέον η υποκατάσταση του πόσιμου νερού για διάφορες χρήσεις από το νερό αυτό. Υπάρχουν βέβαια υπόγεια νερά και σε μεγαλύτερες λεκάνες. Είναι κάτι το οποίο προσπαθούμε να καταγράψουμε έτσι ώστε να δούμε πώς μπορούμε να αξιοποιήσουμε αυτά τα νερά».