Συνέντευξη στις Γεωργία Κριεμπάρδη και Νεκταρία Ψαράκη

Η λεκτική βία είναι ένα πολύ συχνό φαινόμενο, αλλά αόρατο. Δεν το εντοπίζουμε και δεν μπορούμε να το αναγνωρίσουμε εύκολα. Είναι ένα εργαλείο καθημερινό. Και στη διαπαιδαγώγηση, και στην καθημερινή επικοινωνία και στις σχέσεις ανάμεσα στα φύλα. Καλεσμένη στην εκπομπή «Κοινωνία ώρα Press», με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Εξάλειψης της Βίας κατά των Γυναικών, η Εύη Νικολοπούλου, Ψυχολόγος,MSc Εξαρτησιολογία-Θεραπεία Εξαρτήσεων, η οποία ανέπτυξε το ζήτημα θέτοντάς στο πλαίσιο της πατριαρχικής κοινωνίας που δυστυχώς ακόμη επικρατεί.

Όπως αναφέρει η κα. Νικολοπούλου, στοιχεία του ECDC έδειξαν ότι σε δείγμα 35.000 ανθρώπων, το 39% των γυναικών ανέφεραν ότι είχαν δεχτεί λεκτική κακοποίηση και λεκτική βία, οι περισσότερες από αυτές από τους συντρόφους τους. Η έρευνα συνεχίζει και στα έφηβα κορίτσια, όπου το 26% ανέφερε ότι δέχτηκε τέτοιου είδους βία.

Ένα ερώτημα το οποίο γεννάται ωστόσο, είναι το κατά πόσο πολλές φορές οι ίδιες οι γυναίκες αντιλαμβάνονται ότι γίνονται θύματα λεκτικής βία. Καταγράφοντας τις εμπειρίες των γυναικών στο ρεπορτάζ που πραγματοποιήσαμε στο Μοναστηράκι, υπήρξαν αρκετές οι οποίες σε ερώτηση για το αν έχουν υπάρξει θύματα τοξικής, κακοποιητικής σχέσης με λεκτική βία, απαντούσαν με σιγουριά «όχι». Μόνο όταν φέρναμε παραδείγματα της καθημερινότητας, όπως για παράδειγμα υποδείξεις για την εξωτερική εμφάνιση, περιορισμούς και απαγορεύσεις για την κοινωνική ζωή, υποτίμηση, χλευαστικά σχόλια και ύβρεις, τότε εκείνες άλλαζαν την απάντησή τους από κατηγορηματικό «όχι», σε «α, αυτό εννοείται; Ναι, εντάξει, σιγά».

Κι αυτό το «σιγά» είναι η παγίδα. Παρά το γεγονός ότι η λεκτική βία είναι αόρατη, η κα. Νικολοπούλου αναφέρει ότι «το ενθαρρυντικό και το ελπιδοφόρο της υπόθεσης είναι ότι όλο και περισσότερες γυναίκες αναγνωρίζουν αυτή τη μορφή της βίας. Στο κέντρο μας, οι γυναίκες που έρχονται, τα αιτήματα που έχουμε είναι και για σωματική κακοποίηση αλλά και για συναισθηματική, ψυχολογική, λεκτική βία. Οι περισσότερες γυναίκες που έρχονται είναι συνειδητοποιημένες για αυτό που υφίστανται», εξηγεί.

Victim Blaiming

«Τα συχνότερα περιστατικά είναι μία κατάσταση στην οποία η βία είναι αδιόρατη. Προσβολές με μορφή χιούμορ. Υποτιμούν τη γυναίκα και αφού έχει δεχτεί όλη αυτή την προσβολή μετά της λένε “αστειευόμουν αγάπη μου, γιατί το πήρες έτσι;”. Τα σχόλια αφορούν κυρίως την εξωτερική της εμφάνιση, τις γνώσεις της, τη γνώμη που εκφράζει. Την υποτιμά και αφού της έχει ασκήσει αρνητική κριτική, μετά παρουσιάζει το πρόσχημα ότι αστειευόταν, αποδυναμώνοντας τη γυναίκα από το να αντιδράσει και να διαμαρτυρηθεί», καταλήγοντας στο τέλος της ημέρας να κατηγορείται και για έλλειψη χιούμορ, αυτοπεποίθησης και διάθεσης αυτοσαρκασμού.

Αναζητώντας τα αίτια για το για ποιο λόγο οι γυναίκες γίνονται συχνά θύματα έμφυλης βίας, η ψυχολόγος αναφέρει ότι «δυστυχώς εδώ, χωρίς να το θέλουμε, γινόμαστε θύματα της διαιώνισης πατριαρχικών και σεξιστικών στερεοτύπων: του victim blaiming, του να κατηγορούμε το θύμα για αυτό που υφίσταται. Είναι πολύ σημαντικό να θέτουμε τα ερωτήματα στη σωστή τους βάση, για να μη γίνουμε φορείς αυτών των προτύπων, για να μη δώσουμε εξατομικευμένη διάσταση σε ένα φαινόμενο με τόσα κοινωνικά και πολιτικά χαρακτηριστικά», ξεκαθαρίζοντας ότι τα αίτια για την κατάσταση πρέπει να τα αναζητούμε στον θύτη και όχι στο θύμα. Σύμφωνα με την ίδια ωστόσο, συνταγή για να εντοπίζουμε τους θύτες, δεν υπάρχει, και τα αίτια της συμπεριφοράς τους είναι πολύπλοκα και πολυπαραγοντικά, συνήθως συνδεδεμένα με δικά τους, οικογενειακά βιώματα.

Γνωρίζω. Τι κάνω;

Τι συμβαίνει όμως όταν είμαστε μάρτυρες της βίας; Πώς πρέπει να αντιδράσουμε αν γνωρίζουμε ότι στο φιλικό, οικογενειακό περιβάλλον, ή στο διπλανό διαμέρισμα μία γυναίκα είναι θύμα έμφυλης βίας; «Ένα πράγμα που μπορεί να κάνει ο μάρτυρας πρωτίστως, είναι να απευθυνθεί στο ίδιο το άτομο που δέχεται τη βία. Να δει πώς το βλέπει και να μάθει γιατί δεν αντιδράει. Το δεύτερο είναι αν υπάρχει σοβαρή βία και το άτομο είναι εγκλωβισμένο, να απευθυνθεί στις κοινωνικές υπηρεσίες αρμόδιες για ζητήματα έμφυλης βίας», αναφέρει η Εύη Νικολοπούλου.

Ωστόσο, τα νέα δεν είναι ενθαρρυντικά. Ένα νέο κορίτσι, από όσα δέχτηκαν να μοιραστούν το βίωμά τους στην κάμερα του TPP στο κέντρο της Αθήνας, είχε να διηγηθεί μία διαφορετική ιστορία. Δεν υπήρξε θύμα λεκτικής και σωματικής βίας από κανέναν σύντροφο. Υπήρξε θύμα του ίδιου της του πατέρα, σε μία ιδιαίτερα τρυφερή ηλικία. Όταν αποφάσισε να σπάσει τη σιωπή της, μιλώντας στον διευθυντή του σχολείου της ο οποίος με τη σειρά του ενημέρωσε τον εισαγγελέα ανηλίκων, τα σημάδια στο σώμα της και οι περιγραφές της δεν ήταν αρκετά. Χρειάζονταν κι άλλα πειστήρια. Μάρτυρες. Αλλά η βία λάμβανε χώρα πίσω από κλειστές, κλειδωμένες πόρτες. Ιδιωτικά. «Θα γυρίσεις στον πατέρα σου, είσαι ανήλικη», της είπε ο αρμόδιος ανθυπασπιστής.

Παρά το γεγονός ότι η λεκτική βία, όπως ξεκαθαρίζει η ψυχολόγος, δεν είναι άξια λιγότερης σημασίας σε σχέση με την σωματική κακοποίηση, η ίδια αναφέρει ότι οι θεσμοί και οι αρχές «δυστυχώς, σε αυτές τις περιπτώσεις δεν παρεμβαίνουν». «Το θέμα είναι ότι αν το ίδιο το άτομο δεν πάρει τη ζωή στα χέρια του και να ξεκινήσει βήματα προκειμένου να απεγκλωβιστεί και να επιδιώξει μία ζωή στην οποία θα βιώνει ασφάλεια και ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς της, θα τείνει αυτός ο κύκλος της βίας να αναπαράγεται. Θα πρέπει η ίδια δηλαδή να προσπαθήσει, με τη βοήθεια ψυχολόγου, ψυχοθεραπευτή, των συμβουλευτικών κέντρων που υπάρχουν στη χώρα μας, καθώς στην Ελλάδα υπάρχουν 43 δωρεάν, να πατήσει στα πόδια της γιατί αυτό είναι το σημαντικό».

Η κα. Νικολοπούλου διευκρινίζει ότι μπορεί τα αρμόδια κέντρα να λέγονται «συμβουλευτικά», ωστόσο οι αρμόδιοι ψυχοθεραπευτές και ψυχολόγοι δεν δίνουν στην ουσία συμβουλές για το τι θα κάνει η γυναίκα. Ουσιαστικά προσπαθούν να την κινητοποιήσουν ώστε να διαμορφώσει η ίδια τους στόχους της για τη ζωή της, παρέχοντας στήριξη και μένοντας στο πλάι της, ώστε να επιδιώξει αυτές τις αλλαγές. «Δεν διαμορφώνουμε εμείς τα αιτήματά της, ούτε της λέμε τι να κάνει. Και να πούμε εμείς «φύγε», δεν θα οδηγήσει κάπου αν μέσα της δεν έχει ωριμάσει το αίτημα, αν δεν εντοπίσει η ίδια τους λόγους που παραμένει σε μία κακοποιητική σχέση, τους λόγους που αισθάνεται ανασφάλεια και το λόγο που αναπαράγει το μοντέλο της βίας». Η ίδια υπενθυμίζει ότι δυστυχώς, στην οικογένεια μαθαίνουμε ότι η βία είναι η άλλη όψη του νομίσματος με την αγάπη: «Όταν ένα παιδί κακοποιείται στην οικογένεια, και όχι σωματικά κατ’ ανάγκη, αλλά και λεκτικά και ψυχολογικά, αυτά είναι τα πρότυπα που παίρνει για τις στενές σχέσεις στη ζωή του, αυτά αναπαράγει, αυτά κυνηγάει και αυτά θα βρει».

«Αυτός, δεν αλλάζει»

Οι θύτες σε πολλές περιπτώσεις, όταν το θύμα αποφασίσει να φύγει μακριά, επιδιώκουν την επανασύνδεση, χαρίζοντας υποσχέσεις και εκφράζοντας μεταμέλεια. Η εμπειρία της κ. Νικολοπούλου δεν της επιτρέπει να πιστέψει οποιαδήποτε υπόσχεση για αλλαγή. «Μία χρόνια κακοποιητική σχέση, δεν αλλάζει. Θα πρέπει η γυναίκα να φύγει και να απεγκλωβιστεί. Δεν πρέπει με τίποτα να θεωρεί ότι εκείνη θα καταφέρει και θα αλλάξει κάποιον. Προσπαθεί η ίδια να αλλάξει κάποιον άλλον, κι αυτό δεν είναι δυνατό. Πρέπει ο ίδιος που έχει το θέμα και είναι κακοποιητικός να αναζητήσει βοήθεια και να δουλέψει με τον εαυτό του».

Δεδομένου ότι πολλές γυναίκες αποφάσισαν να φύγουν από μία κακοποιητική σχέση και το πλήρωσαν μέχρι και με τη ζωή τους, μοναδική λύση στο πρόβλημα της έμφυλης βίας, λεκτικής ή σωματικής, είναι η αλλαγή του θύτη και μάλιστα όχι σε επίπεδο ατομικό, αλλά σε επίπεδο κοινωνίας. Η ψυχολόγος αναφέρει ότι για την καταπολέμηση του φαινομένου της έμφυλης βίας, συμβάλλουν ιδιαίτερα οι γυναίκες οι οποίες έχουν υποστεί οι ίδιες βία και μιλούν ανοιχτά για την εμπειρία τους. «Αυτό που έχει δείξει και η εμπειρία και η έρευνα, είναι ότι γυναίκες οι οποίες καταφέρνουν επιτυχώς να ξεφύγουν από αυτόν τον κύκλο, είναι γυναίκες οι οποίες μιλάνε για το δράμα τους, μιλάνε για τη βία, γίνονται αγωνίστριες για να αλλάξει αυτή η κακοποίηση που διαιωνίζεται στην κοινωνία, μέσα από σεξιστικά και πατριαρχικά πρότυπα. Ταυτόχρονα, πρέπει να επιδιώξουμε όλοι μαζί σαν κοινωνία να εφαρμοστούν αυτοί οι νόμοι που έχουν ψηφιστεί με τη σύμβαση της Κωνσταντινούπολης για την οικογενειακή βία και την έμφυλη βία. Είμαστε στον πάτο της Ευρώπης στην ισότητα των φύλων. Το πιο σημαντικό βέβαια είναι η ορατότητα. Να βλέπουμε το πρόβλημα», αναφέρει, εξηγώντας ότι είναι ιδιαίτερα συχνό ο θύτης να προσπαθεί να του αρνηθεί την πραγματικότητά του και την εμπειρία του.

Σεξουαλική αγωγή στα σχολεία. Ένα ζήτημα πολυσυζητημένο, και ιδιαίτερα αμφιλεγόμενο. Ένα εγχείρημα, που δεν έχει λάβει ακόμα οργανωμένα και μεθοδικά ζωή. «Πρέπει να μαθαίνουν τα παιδιά πώς να διαμορφώνουν υγιείς διαφυλικές σχέσεις και υγιείς σεξουαλικές σχέσεις με σεβασμό στο κάθε φύλο και στον κάθε άνθρωπο. Από εκεί ξεκινάει. Από την πρωτοβάθμια εκπαίδευση και από εκεί και ύστερα θα δημιουργηθούν και στην οικογένεια ανάλογες αντιλήψεις. Χρόνια τώρα προσπαθούν εκπαιδευτικοί να εισάγουν το μάθημα της σεξουαλικής αγωγής και υπάρχει αντίδραση από φορείς, από την εκκλησία, από την οικογένεια, πράγμα που δημιουργεί πρόβλημα στο να αλλάξει η κοινωνία προς την πρόοδο», περιγράφει κλείνοντας.