της Λένας Κιτσοπούλου
Δεν ήθελε καθόλου που τον κάνανε διαχειριστή της πολυκατοικίας. Τα σιχαινότανε αυτά. Να του χτυπάνε κάθε τόσο τα κουδούνια για να του δώσουν τα κοινόχρηστα, να οργανώνει τις συνελεύσεις των ενοίκων της πολυκατοικίας, δεν ήταν ο τύπος του ρε αδερφέ, πώς να το κάνουμε, δεν του πήγαινε αυτός ο ρόλος. Ήτανε ζαμανφού τύπος, έτσι νόμιζε τουλάχιστον, ελεύθερος, καλλιτεχνική φυσιογνωμία, ασχέτως αν δούλευε στο δημόσιο, η φύση του ήτανε καλλιτεχνική. Η όψη του επίσης. Σπινθιροβόλο βλέμμα, άνετο περπάτημα, ψηλός και χυμένος, με χέρια λυμένα που τ’ άφηνε ελεύθερα να ταλαντεύονται δεξιά – αριστερά. Ήταν ένας πενηντάρης που έμοιαζε με σαραντάρη, έτσι νόμιζε τουλάχιστον. Του άρεσε να περπατάει με το κουτάκι της μπύρας στο χέρι, δεν είχε καθόλου το κουμπωμένο στυλ ενός δημοσίου υπαλλήλου. Τι δουλειά είχε με συνελεύσεις, κοινόχρηστα και ασανσέρ; Τι δουλειά είχε αυτός, ένας Λεωνίδας Χαράτσης, να επωμιστεί τον μικροαστικό τίτλο του διαχειριστή; Ούτε γούσταρε νταραβέρια με τους μίζερους ένοικους της πολυκατοικίας. Αυτός ήθελε να τελειώνει με τη δουλειά του στις τέσσερις και μετά να είναι όλα στ’ αρχίδια του, αυτό ήθελε.
Από την άλλη μέρια είχε έρθει η σειρά του να αναλάβει ως διαχειριστής. Όλοι το είχανε κάνει. Και η κυρία Φιφή και ο Νταμπίκουλας και ο Νικηφόρος. Δεν μπορούσε να αρνηθεί, γιατί παρ’ όλη την ελεύθερη φύση του, ήτανε και εντάξει τύπος, σωστός, είχε μία έμφυτη αίσθηση του καθήκοντος και τέλος πάντων ήξερε πως είχε έρθει η σειρά του να γίνει διαχειριστής, κάποια στιγμή θα γινότανε κι αυτό, κάποια στιγμή θα ερχότανε η ώρα του.
Ο Φώτης Νταμπίκουλας στριμώχτηκε πίσω πίσω στο ασανσέρ και ακούμπησε τις σακούλες του σούπερ μάρκετ ανάμεσα στα πόδια του. Η κυρία Φιφή σφήνωσε τον κώλο της ανάμεσα στα σκέλια του και κοκκινίζοντας του ζήτησε συγγνώμη. Η όμορφη Νανά, κόρη του Νικηφόρου από τον τέταρτο χαμογέλασε ευγενικά σε όλους και κόλλησε την πλάτη της στον καθρέφτη. Όλοι κάνανε χώρο στον Αγησίλαο με τις πατερίτσες. Οι τέσσερις ένοικοι στριμώχτηκαν όπως όπως στο ασανσέρ και είπαν ο ένας στον άλλον καλησπέρα. Η πόρτα του ασανσέρ έκλεισε. «Πλήρωσες τον Χαράτση;», ρώτησε με μία κάποια οικειότητα η όμορφη Νανά τον Αγησίλαο, εννοώντας φυσικά αν πλήρωσε τα κοινόχρηστα του μήνα, τα οποία σημειωτέον ήτανε και πολλά λόγω του πετρελαίου που είχε αγοραστεί. Ο Αγησίλαος, του οποίου το πόδι είχε τραυματιστεί πρόσφατα στην πορεία εναντίον του μνημονίου, την κοίταξε με γελάκι ειρωνικό και της είπε «σιγά μην πληρώσω το χαράτσι, μαλάκας είμαι, να πα να γαμηθεί». Η κυρία Φιφή άφησε ένα πνιχτό γελάκι μέσα στην παλάμη της και είπε «κι εγώ το ίδιο, σιγά μην πληρώσω το χαράτσι, εδώ δεν έχουμε για να αγοράσουμε κρέας, η καημένη η Φώφη μου όλο όσπρια τα ταίζει τα μικρά, ου να χαθούνε οι ανώμαλοι». Οι απαντήσεις αυτές, εν μέσω του ανελκυστήρα, επισφράγησαν και δικαίωσαν την απόφαση της όμορφης Νανάς να μην πληρώσει τα κοινόχρηστα εκείνου του μήνα στον Λεωνίδα Χαράτση. Ένιωσε μεγάλη εκτίμηση για το θάρρος αυτών των ανθρώπων, οι οποίοι σκεφτόντουσαν ακριβώς όπως κι εκείνη. Σιγά μην πληρώσω τον Χαράτση, σκέφτηκε μέσα της. Τον ανώμαλο. Να πα να γαμηθεί. Έτσι σκέφτηκε και αισθάνθηκε ένα δυνατό φτερούγισμα εκδίκησης στο στήθος της.
Η αλήθεια είναι ότι κανείς δεν τον συμπαθούσε τον Λεωνίδα Χαράτση στην πολυκατοικία και η αλήθεια είναι ότι ο Χαράτσης ήτανε κομματάκι αντιπαθής. Έβαζε δυνατές μουσικές μέσα στη νύχτα και μάλιστα πράγματα αντιπαθέστατα, μουσικές χυδαίες, απ’ αυτές που όλο λένε για κυλοτάκια και βρακάκια, για μωρά της πίστας και μωρό μου εγώ θα σου κάνω τσαλιμάκια και θα σου τα μμμμ, τα δυο σου τα μμμμμ. Κάτι τέτοια μοντέρνα, χαζά τραγούδια που δείχνανε και το ποιόν του. Γιατί εντελώς μεταξύ μας, τον προηγούμενο χειμώνα υπήρξανε έντονες υποψίες ότι ο βιαστής της μικρής Κινέζας του υπογείου ήτανε ο Λεώ Χαράτσης, αυτό εντελώς μεταξύ μας όμως. Δεν υπήρξαν βέβαια ποτέ κατηγορίες εναντίον του, ούτε αποδείξεις, αλλά τώρα, μεταξύ μας, όλοι στην πολυκατοικία αυτόν υποπτευθήκανε, ο τύπος έκραζε από μακριά ότι του αρέσουν οι μικρούλες, ο τύπος φαινότανε. Δεν έκανε κι άλλη δουλεια όλο το καλοκαίρι. Με μία μπύρα στο χέρι, ακουμπισμένος στα κάγκελα του μπαλκονιού του, όλο φσσσσσς και φσσσσσσς, μόλις έβλεπε από κάτω κανένα κολλητό σορτσάκι ή καμία δεκατριάχρονη με παγωτό πύραυλο στο χέρι και σαγιονάρα. Πω πω πω πω πω θα αμαρτήσωωω ο πούστης, θα μπω φυλακή για τη Μάγια τη Μέλισσαααααααα, και ααααα και ουουουουου, όλο κάτι τέτοια ούρλιαζε πάνω από το μπαλκόνι του ο ανώμαλος και φυσικά όλοι στην πολυκατοικία τον αντιπαθούσαν. Ειδικά η Νανά, η όμορφη κόρη του Αγισήλαου, ως κορίτσι, έτρεφε το μεγαλύτερο μίσος από όλους. Κι έτσι δεν τον πλήρωσε εκείνο τον μήνα. Και θεώρησε ότι με αυτόν τον τρόπο συμπαραστεκόταν και στους υπόλοιπους ένοικους, αφού ούτε αυτοί θα τον πλήρωναν. Σιγά μην πληρώσουμε τον Χαράτση. Έτσι δεν είχανε πει όλοι εκείνη την ημέρα εν μέσω του ανελκηστήρα; Με μια φωνή, με μια γροθιά; «Να πα να γαμηθεί. Δεν πληρώνουμε το χαράτσι». Έτσι είχανε πει.
Φυσικά όλοι πληρώσανε τα κοινόχρηστα εκείνου του μήνα. Το μερτικό όμως της Νανάς το έβαλε από την τσέπη του ο Χαράτσης και μάλιστα δεν τόλμησε και ποτέ να της ζητήσει τα λεφτά. Ούτε να παραπονεθεί σε κανέναν. Βουρλίστηκε μόνος του για τα διακόσια ευρώ που του ‘φαγε το πουτανάκι η Νανά, το παλιοπουτανάκι του τέταρτου, αλλά δεν τόλμησε να της τα ζητήσει. Δαγκώθηκε, γρονθοκόπησε δυο τρεις φορές με λύσσα την ντουλάπα του υπνοδωματίου του, αλλά το ‘φαγε, το κατάπιε, μόκο ο Λεωνίδας, τον ήπιε κανονικά και μόκο. Γιατί δεν ξεχνούσε ποτέ τη ζεστή εκείνη νύχτα του περασμένου καλοκαιριού που κούμπωνε το παντελόνι του ιδρωμένος, που ανέβαζε βιαστικά το φερμουάρ του τρέμοντας, που η μικροκαμωμένη Κινέζα πεσμένη στα τέσσερα, μπήγοντας τα νύχια της στον τοίχο του ακάλυπτου, κλαίγοντας πνιχτά, έσκουζε κάτι τσιν τσιν τσον ακαταλαβίστικα, δεν ξεχνούσε ο Χαράτσης τη στιγμή που σήκωσε το βλέμμα του ψηλά, προς τα σκοτεινά μπαλκόνια της πολυκατοικίας του, δεν ξεχνούσε, λέω, και αυτό εντελώς μεταξύ μας, δύο μάτια να τον κοιτάζουν από το μπαλκόνι του τέταρτου, δύο φωτεινά μάτια, γατίσια. Ολοστρόγγυλα. Γουρλωμένα και ακίνητα. Τα μάτια της όμορφης Νανάς. Που τα είδε όλα εκείνη τη νύχτα. Και δεν είπε σε κανέναν τίποτα. Ποτέ. Από φόβο ίσως. Ποιος ξέρει;