Η οργάνωση διαπίστωσε ότι περισσότεροι από 220 από τους καταγεγραμμένους θανάτους έλαβαν χώρα μέσα σε μόλις δύο ημέρες στις 16 και 17 Νοεμβρίου. Νέα και εκτεταμένη έρευνα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η χρήση θανατηφόρας δύναμης από τις δυνάμεις ασφαλείας εναντίον της συντριπτικής πλειονότητας αυτών που σκοτώθηκαν ήταν παράνομη.

Σε όλες σχεδόν τις διαμαρτυρίες που έλαβαν χώρα μεταξύ 15 και 19 Νοεμβρίου, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι οι άνθρωποι είχαν στην κατοχή τους πυροβόλα όπλα ή ότι αποτελούσαν επικείμενη απειλή για τη ζωή που θα δικαιολογούσε τη θανατηφόρα δύναμη, σύμφωνα με έρευνα, συμπεριλαμβανομένης της ανάλυσης βίντεο, που έγινε από την Διεθνή Αμνηστία. Η οργάνωση αναφέρει δύο εξαιρέσεις σε μία πόλη στις 18 Νοεμβρίου όπου ανταλλάχθηκαν πυροβολισμοί μεταξύ διαδηλωτών και δυνάμεων ασφαλείας.

«Το γεγονός ότι τόσοι πολλοί άνθρωποι δέχθηκαν πυρά ενώ δεν αποτελούν απειλή αποδεικνύει την απόλυτη σκληρότητα της παράνομης δολοφονικής μανίας των δυνάμεων ασφαλείας,» δήλωσε ο Philip Luther, Διευθυντής Έρευνας και Συνηγορίας της Διεθνούς Αμνηστίας για τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική.

«Έξι μήνες αργότερα, οι κατεστραμμένες οικογένειες των θυμάτων συνεχίζουν τον αγώνα τους για αλήθεια και δικαιοσύνη ενώ αντιμετωπίζουν έντονη παρενόχληση και εκφοβισμό από τις αρχές.»

«Η επικρατούσα ατιμωρησία των δυνάμεων ασφαλείας επιτρέπει την επανάληψη της χρήσης θανατηφόρας δύναμης για να συντρίψει τους διαφωνούντες/ούσες. Ελλείψει ουσιαστικής προοπτικής λογοδοσίας σε εθνικό επίπεδο, επαναλαμβάνουμε την έκκλησή μας προς τα μέλη του Συμβουλίου Ανθρώπινων Δικαιωμάτων των Ηνωμένων Εθνών να δώσουν εντολή για διερεύνηση των δολοφονιών και για χάραξη δρόμων εύρεσης για αλήθεια, δικαιοσύνη και αποζημιώσεις στα θύματα.»

Κατά τη διάρκεια των τελευταίων έξι μηνών, η Διεθνής Αμνηστία συγκέντρωσε αποδεικτικά στοιχεία από βίντεο και φωτογραφίες, καθώς και πιστοποιητικά θανάτου και ταφής, καταθέσεις από αυτόπτες μάρτυρες και συγγενείς, φίλους/ες και γνωστούς/ές των θυμάτων, καθώς και πληροφορίες που συλλέχθηκαν από ακτιβιστές/ριες και δημοσιογράφους που εργάζονται για τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Πολιτική «Πυροβολούμε για να σκοτώσουμε»

Οι ιρανικές δυνάμεις ασφαλείας σκότωσαν τα θύματα σε 37 πόλεις σε οκτώ επαρχίες σε ολόκληρη τη χώρα, αντικατοπτρίζοντας τον εκτεταμένο χαρακτήρα της καταστολής. Στα πλημμυρισμένα προάστια γύρω από την Τεχεράνη σημειώθηκαν οι περισσότερες δολοφονίες, με τουλάχιστον 163 θανάτους να καταγράφονται. Οι κατοικημένες επαρχίες από μειονότητες Khuzestan και Kermanshah, επηρεάστηκαν επίσης σοβαρά, με 57 και 30 θανάτους αντίστοιχα.

Για κάθε έναν από τους 304 θανάτους, η Διεθνής Αμνηστία μπόρεσε να συλλέξει αξιόπιστες πληροφορίες, αναφέροντας τον τόπο, τις περιστάσεις των θανάτων που καταγράφηκαν και την ακριβή ή κατά προσέγγιση ημερομηνία τους. Τα θύματα που καταγράφηκαν είναι 10 γυναίκες, 236 άνδρες και τουλάχιστον 23 παιδιά. Το φύλο των υπόλοιπων 35 θυμάτων παραμένει άγνωστο στη Διεθνή Αμνηστία. Σε 239 περιπτώσεις, το όνομα του θύματος αναγνωρίστηκε.

Η Διεθνής Αμνηστία πιστεύει ότι ο πραγματικός αριθμός των θανάτων είναι υψηλότερος. Η οργάνωση γνωρίζει πολλές επιπλέον περιπτώσεις που αναφέρθηκαν από ακτιβιστές/τριες, αλλά αξιολόγησε ότι δεν έχει ακόμη επαρκείς αξιόπιστες λεπτομέρειες για να συμπεριλάβει αυτούς τους πιθανούς θανάτους στα στοιχεία της.

Σύμφωνα με πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν από τη Διεθνή Αμνηστία, σε όλες τις περιπτώσεις, εκτός από τέσσερις, τα θύματα σκοτώθηκαν από ιρανικές δυνάμεις ασφαλείας – συμπεριλαμβανομένων μελών των επαναστατικών φρουρών, των παραστρατιωτικών δυνάμεων Basij και της αστυνομίας – με ριπές ενεργών πυρομαχικών, συχνά στο κεφάλι ή τον κορμό, υποδεικνύοντας ότι πυροβολούσαν για να σκοτώσουν.

Από τα υπόλοιπα τέσσερα θύματα, δύο φέρεται να υπέστησαν θανατηφόρο τραυματισμό στο κεφάλι μετά από ξυλοδαρμό από μέλη των δυνάμεων ασφαλείας. Άλλα δύο καταγράφηκε ότι πέθαναν λόγω ασφυξίας από δακρυγόνα.

Κρατική άρνηση και συγκάλυψη

Έξι μήνες μετά τις δολοφονίες, οι ιρανικές αρχές δεν έχουν ακόμη εκδώσει επίσημο αριθμό θανάτων. Ισχυρίστηκαν ότι αυτό οφείλεται στην χρονοβόρα διαδικασία κατηγοριοποίησης των θυμάτων με βάση το επίπεδο συμμετοχής τους στις διαδηλώσεις. Με βάση αυτό, οι αρχές θα καθορίσουν εάν τα θύματα χαρακτηρίζονται ως «μάρτυρες», και στις οικογένειές τους θα χορηγηθεί οικονομική αποζημίωση και άλλα επιδόματα.

Οι ιρανικές αρχές έχουν προβεί σε μια σειρά από ψευδείς δηλώσεις ή παρήγαγαν προπαγανδιστικά βίντεο στην κρατική τηλεόραση λέγοντας ότι τα περισσότερα θύματα σκοτώθηκαν από ένοπλες «ταραχές» ή «ύποπτους πράκτορες» που εργάζονται για «εχθρούς» της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν.

Η Διεθνής Αμνηστία έχει αποδεικτικά στοιχεία μόνο για δύο διαμαρτυρίες που αφορούσαν ανταλλαγή πυροβολισμών μεταξύ ένοπλων διαδηλωτών/ριών και δυνάμεων ασφαλείας. Αυτές αφορούν δύο ξεχωριστές γειτονιές στο Mahshahr, επαρχία του Khuzestan, και οδήγησαν στο θάνατο ενός αξιωματούχου της Επαναστατικής Φρουράς και ενός αστυνομικού.

Ακόμα και κατά τη διάρκεια αυτών των περιστατικών, με βάση τις μαρτυρίες επιζώντων/ήσασων διαδηλωτών/ριων και βίντεο που ανέλυσε η Διεθνής Αμνηστία, οι δυνάμεις ασφαλείας δεν περιόρισαν τη χρήση θανατηφόρου δύναμης σε εκείνους/ες που αποτελούσαν επικείμενη απειλή για τη ζωή, καθώς πυροβόλησαν επίσης άοπλους/ες διαδηλωτές/τριες, σκοτώνοντας περισσότερα από δώδεκα άτομα.

«Η άρνηση του κράτους να αποκαλύψει την αλήθεια σχετικά με τον αριθμό των θανάτων, να διεξαγάγει εγκληματικές έρευνες και να αναδείξει τους/τις υπεύθυνους για την παραγγελία και τη διενέργεια αυτών των δολοφονιών απλά εντείνει το πρόβλημα,» δήλωσε ο Philip Luther.

Μεθοδολογία

Σε 126 περιπτώσεις, η Διεθνής Αμνηστία επικοινώνησε απευθείας με πηγές που επηρεάστηκαν από τους θανάτους, συμπεριλαμβανομένων συγγενών, γειτόνων, φίλων και αυτόπτων μαρτύρων. Σε 128 άλλες περιπτώσεις, τεκμηρίωσε τους θανάτους βάσει πληροφοριών που ελήφθησαν από ακτιβιστές/ριες ανθρώπινων δικαιωμάτων και δημοσιογράφους που εδρεύουν εντός ή εκτός του Ιράν. Σε 34 περιπτώσεις, η Διεθνής Αμνηστία πήρε συνέντευξη από ιατρικό προσωπικό που εργάζεται σε εγκαταστάσεις όπου μεταφέρθηκαν οι νεκροί/ές. Η Διεθνής Αμνηστία εντόπισε τις υπόλοιπες 16 περιπτώσεις μέσω αναζήτησης και εντοπισμού βίντεο που μεταδόθηκαν από την εταιρεία ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν και περιείχε συνεντεύξεις με τις οικογένειες αυτών που σκοτώθηκαν.

Σε όλες τις περιπτώσεις, η Διεθνής Αμνηστία έλαβε αυστηρά μέτρα για να αποτρέψει τις διπλές πληροφορίες. Αυτό συμπεριλάμβανε διασταυρούμενο έλεγχο των περιπτώσεων των αναφερόμενων θανάτων σύμφωνα με την ώρα, την τοποθεσία και άλλα μοναδικά αναγνωριστικά, την ενημέρωση των καταχωρίσεών της βάσει νέων επαληθευμένων πληροφοριών και την κατάργηση οποιωνδήποτε πληροφοριών που θα μπορούσαν ενδεχομένως να αναφέρονται στο ίδιο άτομο.