Όταν έγκλημα είναι η τιμωρία του εγκλήματος
«Αφού σκότωσες αυτόν που δεν έπρεπε, πάθε τώρα α υ τ ό π ο ύ δ ε ν π ρ έ π ε ι» Αισχύλος, Χοηφόροι 930
I Εισαγωγή
Τον τελευταίο καιρό (βρισκόμαστε στην τελευταία εβδομάδα του Φλεβάρη 2021) γίνεται πολύς λόγος στις οθόνες του ηλεκτρονικού τύπου για την συνεχιζόμενη απεργία πείνας του κατάδικου Δημήτρη Κουφοντίνα και την αντιμετώπισή του απ’ την κρατική εξουσία. Συνισταμένη αυτής της αντιμετώπισης είναι η ακόλουθη θέση: ο Κουφοντίνας είναι ένας κατάδικος εγκληματίας που εκτίει ποινή πολλαπλής ισόβιας κάθειρξης. Τούτο τον απονομιμοποιεί από το να ομιλεί για νομιμότητα, νόμους και δικαιώματα και, συνεχίζουν ισχυριζόμενοι, εμμέσως μεν, σαφώς δε, ότι η εγκληματική του δράση τον απονομιμοποιεί ως υ π ο κ ε ί μ ε ν ο δ ι κ α ί ο υ. Να πάθει λοιπόν ότι και ο ίδιος έκανε. Στο κάτω –κάτω της γραφής ο νόμος, για τον οποίο ομιλεί ο κουφοντίνας και οι υποστηρικτές των αιτημάτων του, αδυνατεί να προστατεύσει τους νομοταγείς. Ενεργεί μόνο μετά το συμβάν, apres coup, (κατόπιν εορτής), και η pede poena claudo (η ποινή που έρχεται κουτσαίνοντας) δεν ωφελεί και πολύ έναν ήδη δολοφονημένο άνθρωπο. Οι υποστηρικτές της άποψης αυτής, δηλαδή τα στελέχη της δεξιάς κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη και της Νέας Δημοκρατίας με χαρακτηριστικούς εκπροσώπους τους Μπογδάνο, Γεωργιάδη, Πλεύρη, Βορίδη και η στρατιά των ωνητών δημοσιογραφούντων υπαλλήλων τους που καταρρυπαίνουν τις τηλεοπτικές μας οθόνες, υπογραμμίζουν την αξιόποινη συμπεριφορά του κατάδικου Δημήτρη Κουφοντίνα και την επισείουν, δίκην αναπεπταμένης σημαίας, προκειμένου να νομιμοποιήσουν την τωρινή, μετεγκληματική του αντιμετώπιση εκ μέρους της Πολιτείας, δηλαδή της δεξιάς κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη. Κι αυτήν την συμπεριφορά τους, την οποία πολλάκις την εμφανίζουν με ανεπεξέργαστη χυδαιότητα, την περιβάλουν με υφολογικήν ένδυση προσήλωσης στην νομιμότητα. Ωστόσο, θάπρεπε να υπομνήσουμε ότι σύμφωνα με τις επί του σημείου τούτου πανομοιότυπες αποφάσεις της Ολομελείας του Αρείου Πάγου, που είναι υ π ο χ ρ ε ω τ ι κ έ ς για την διοίκηση, το ius puniendi ( τιμωρητικό δικαίωμα) της Πολιτείας κατά του εγκληματία εξαντλείται με την έκδοση της αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης που τον αφορά. Με την απόφαση αυτήν αξιολογήθηκε ν ο μ ί μ ω ς η νομική, κοινωνική και ηθική α π α ξ ί α της εγκληματικής συμπεριφοράς του και του καταλογίστηκε η εν αυτή αναφερόμενη ποινή. Μετά ταύτα, ακολουθεί η έκτιση της επιβληθείσας ποινής, αυτής και μόνον αυτής, σύμφωνα με τις απρόσωπες διατάξεις του Σωφρονιστικού κώδικα. Η αντιμετώπιση του κατάδικου πλέον γίνεται ΜΟΝΟΝ επί τη βάσει της μετεγκληματικής συμπεριφοράς του κατά την έκτιση της ποινής του εντός της Φυλακής. Δεν επιτρέπεται κατά Νόμον, να αντιμετωπίζεται η περίπτωσή του, το εάν θα λάβει λ.χ άδεια βραχύχρονης απουσίας ή εάν θα τύχει του ευεργετήματος της υπ’ όρον απόλυσης, υπό το πρίσμα της ήδη κριθείσας απ’ το Δικαστήριο εγκληματικής του συμπεριφοράς.[1] Οι σωφρονιστικές διατάξεις οφείλουν να είναι απρόσωπες, διαφορετικά θα ομιλούμε για «νόμους φωτογραφία» που εκθέτουν την Πολιτεία και καθιστούν διάφανη την μνησικακία της. Οι αρχαίοι Αθηναίοι δεν δέχονταν ατομική νομοθετική ρύθμιση, ατομικό νόμο˙ ήσαν αρνητικά διατεθειμένοι απέναντι σε « νόμον επ’ ανδρί ». Την αυτή στάση τήρησαν και οι Ρωμαίοι αποφαινόμενοι: ne privilegia sunto ( να μην χορηγούνται προνόμια). [2] Η νομιμότητα, λοιπόν, δεν είναι το στοιχείο εκείνο που χαρακτηρίζει τις απόψεις των κυβερνητικών στελεχών και κυβερνητικών υπαλλήλων .Εκείνο που προκύπτει αβίαστα, θα λέγαμε ανάγλυφα, εκείνο που διαχέεται στην ατμόσφαιρα απ’ την σύνολη συμπεριφορά τους, δίκην δύσοσμης απόσταξης, είναι η επιθυμία εκδίκησης, ο πόθος εξόντωσης του Κουφοντίνα, η ακλόνητη μνησικακία τους έναντι τούτου που τους σπρώχνει από πίσω και τους τραβά από μπροστά.
II Δικαιοσύνη και εκδίκηση
Σύμφωνα με την αρχαία ελληνική ηθική, το να βλάψει κανείς τον εχθρό του όσο περισσότερο του επέτρεπε ο νόμος της Πολιτείας δεν ήταν κάτι απλώς αποδεκτό, αλλά αξιέπαινο. Το αίσθημα αυτό υπάρχει παντού. Ο Σόλων, αποσκοπώντας στην «καλή φήμη μεταξύ των ανθρώπων», εύχεται να είναι «γλυκύς για τους φίλους, πικρός για τους εχθρούς». Η Μήδεια, εκφράζοντας την περιφρόνησή της για το ρόλο της αδύναμης γυναίκας, και αποφασισμένη να είναι δυνατή όσο και κάθε άντρας, ορκίζεται πως θα είναι « σκληρή με τους εχθρούς της, ευμενής στους φίλους της, διότι τέτοιοι είναι αυτοί που έχουν την πιο ένδοξη ζωή» ( Ευριπίδη, Μήδεια 807-810). Ο Ισοκράτης, με την εμμονή του στις κοινοτοπίες και δη στις παραδοσιακές, συμβουλεύει τον Δημόνικο : « να το θεωρείς ντροπή να σε ξεπερνούν οι εχθροί σου στο κακό που σου κάνουν, όσο και οι φίλοι σου στα καλά που σου προσφέρουν». Όταν κανείς έχει γαλουχηθεί με αυτόν τον κανόνα, τι περιορισμούς θα δεχόταν στο να βλάψει τον εχθρό του; Οι αυθεντίες οι οποίες τον είχαν εισηγηθεί δεν έθεταν κανέναν. Έτσι ο Πίνδαρος λέει: ας αγαπώ τον φίλο μου˙⁄ στον εχθρό μου όμως σαν εχθρός, σαν λύκος θε να πέσω,⁄ από κάθε λογής δρόμο, από μονοπάτια πονηρά⁄.Ο Πίνδαρος, λοιπόν, στον δεύτερο Πυθιόνικό του μας λέει πιο πάνω πως η ύπουλη δολιότητα, που κανονικά εθεωρείτο ως αξιοκατάκριτη, ήταν αποδεκτή σ’ αυτήν την περίπτωση. Έτσι, αν εξαπατούσες τον εχθρό σου, αν εξαγόραζες τον δούλο του, αν αποπλανούσες την γυναίκα του, αν κατέστρεφες την υπόληψή του με συκοφαντίες, δεν θα έπρεπε να ντρέπεσαι γι’ αυτό˙ μπορούσες να το υπερηφανευτείς. Γι’ αυτό στον Ίωνα του Ευριπίδη (1046-1047) λέγεται «Όταν θέλει κανείς να βλάψει τους εχθρούς του, κανένας νόμος δεν του στέκει εμπόδιο»( Εδώ ο νόμος δεν αναφέρεται στο θετικό δίκαιο, αλλά στον ηθικό κώδικα)[3] Έτσι, από την στιγμή που κανείς τηρούσε τους νόμους της Πολιτείας, η παραδοσιακή ηθική δεν έβαζε κανένα φραγμό, εκτός από εκείνους που έθετε η l e x t a l I o n I s, η παλαιά αρχή της ανταπόδοσης. Σύμφωνα μ’ αυτήν αν κάνεις σε κάποιον κάτι άδικο η βλαβερό, έχεις εξ αυτού επιβαρυνθεί με κάποιο χρέος και πρέπει να το ανταποδώσεις με το να υποστείς το ίδιο κακό- μιαν αδικία ή βλάβη« τέτοια όπως» ( tale, εξ ου και talio) εκείνο- ώστε να ξεπληρώσεις αυτό που του έκανες. Η talio είναι ο λατινικός νομικός όρος για την «ανταπόδοση σε είδος». Το πάθος για αντιπληρωμή, για ανταπόδοση, συνηθέστατα είναι τ υ φ λ ό τόσο σε υπολογισμούς χρησιμότητας, όσο και σε κάθε άλλο λογικό στοχασμό. Η ανταπόδοση, η εκδίκηση είναι, συνηθέστατα, εντελώς ανεξάρτητη από τη σκέψη οποιασδήποτε επανόρθωσης. Εδώ ακριβώς βρίσκεται η ratio, η raison d’ ệtie της l e x t a l I o n I s. Αποσκοπεί στο να συγκρατήσει κάπως τις υπερβολές του πάθους, ορίζοντας ότι για κάθε βλάβη δεν πρέπει να ανταποδοθεί μια μεγαλύτερη. Ο πρώτος ορισμός της « δικαιοσύνης» που μας παραδίδεται, την ταυτίζει με το ἀντιπεπονθός ( «ανταπόδοση» σε χλιαρή μετάφραση). « κάμεις, θα βρείς ( δράσαντι παθεῖν) ο παμπάλαιος μύθος φωνάζει» ( Αισχύλου, χοηφόροι 313-314). Όμως ο κανόνας της δίκαιης αντιπληρωμής ΔΕΝ ήταν απόλυτα αποδεκτός στην συνείδηση όσων τον επικαλούνταν! Κατά τον Αισχύλο ( Χοηφόροι 930) « αφού σκότωσες αυτόν που δεν έπρεπε, πάθε τώρα αυτό που δεν πρέπει». Αν η ανταπόδοση συνιστά την πεμπτουσία της δικαιοσύνης, τότε γιατί ο Ορέστης την ώρα που ετοιμάζεται να σφάξει την μάνα του (Κλυταιμνήστρα), την φόνισσα του πατέρα του ( Αγαμέμνονα), δεν λέει « Αφού σκότωσες αυτόν που δεν έπρεπε, πάθε τώρα αυτό που π ρ έ π ε ι; ). Δεν μπορεί να απαλλαγεί από το δέος της μητροκτονίας. « πώς να σκοτώσω εκείνην που με γέννησε και με ανάθρεψε;» αναρωτιέται διχασμένος στην Ηλέκτρα (969) του Ευριπίδη. Το ίδιο συμβαίνει και με την Μήδεια του Ευριπίδη. Αν και αντικειμενικός της σκοπός είναι να πάρει απ’ τον Ιάσονα « δίκαιο γδικιωμό με την βοήθεια του θεού» (803), παρ’ όλα αυτά αναλογίζεται ότι « αποτόλμησε μίαν εξαιρετικά ανόσια πράξη»(796). Σήμερα απορούμε πως η Μήδεια έφτασε στο σημείο να πιστέψει ότι τα φριχτά εγκλήματα με τα οποία εκδικείται τον Ιάσονα αποτελούσαν « δίκαιο γδικιωμό»(261) για την απιστία του. Με ποιάν λογική ο φόνος των δύο τους παιδιών καθώς κι εκείνος της καινούργιας του γυναίκας συνιστούν αδικοπραγίες « τέτοιες όπως» το άδικο που της έκανε εκείνος; Κι όμως, ούτε ο Χορός, ούτε κανείς από τους πρωταγωνιστές— η ίδια η Μήδεια, ο Ιάσων ή ο Κρέων— δεν επισημαίνουν την κραυγαλέα δυσαναλογία όσων διαπράττει με τα όσα έχει υποστεί. Αν κανείς διαμαρτυρόταν γι’ αυτήν την έλλειψη αντιστοιχίας, τούτη αναμφίβολα θα του έλεγε ότι ο πόνος που της προκάλεσε ο Ιάσων ήταν το ίδιο μεγάλος όσο και αυτός που είναι αποφασισμένη να προκαλέσει σ’ εκείνον. Στο σημείο αυτό η μεγαλοφυΐα του Ευριπίδη μας δείχνει πως όταν η εκδίκηση γίνεται εξ αρχής αποδεκτή ως δίκαιη, τότε, ο καθορισμός δίκαιης αντιστοιχίας καθίσταται στην πράξη υπερβολικά ε λ α σ τ ι κ ό ς και π λ α σ μ α τ ι κ ό ς! Σε όλες τις εποχές η α ν τ α π ό δ ο σ η ( talio) αποτελεί την καθιερωμένη δικαιολογία για πράξεις και πολιτικές γ ε ν ο κ τ ο ν ί α ς . Αντιεβραΐκα Πογκρόμ στην μεσαιωνική Ευρώπη και, στην συνέχεια, στην Πολωνία και την Ουκρανία κατά τα νεότερα χρόνια εκτελούντο, υποτίθεται, για λόγους αντεκδίκησης εναντίον των «φονέων του Χριστού». Οι σφαγές των Αρμενίων στην Μέση Ανατολή διαπράχθηκαν ως αντίποινα για τον εμπρησμό της Τράπεζας της Τουρκίας στην Κωνσταντινούπολη από Αρμενίους τρομοκράτες. Οι βιαιότητες στην Νυρεμβέργη εναντίον των Εβραίων, οι οποίες προετοίμασαν το έδαφος για την μαζική και συστηματική εξόντωση των Εβραίων απ’ τους Γερμανοφασίστες, είχαν σε κάποιο μέτρο την υποστήριξη των μαζών εξ αιτίας της πεποίθησης ότι οι Εβραίοι τραπεζίτες είχαν «συνωμοτήσει για να γονατίσουν την Γερμανία»[4]
III Η ποινή ως εκδίκηση
Η επαπειλούμενη απ’ τους ποινικούς νόμους ποινή κατά του δράστη ενός εγκλήματος και, πολλώ δε μάλλον, η επιβολή της από κάποιο Δικαστήριο εις βάρος κάποιου εγκληματία, αντιπροσωπεύει ένα εξ ορισμού κ α κ ό που επιβάλλεται ως ανταπόδοση στο κακό που προκάλεσε ο εγκληματίας με το έγκλημα που διέπραξε. Οποιονδήποτε καταδικασμένο σ’ οποιανδήποτε ποινή κι αν ρωτήσεις πώς αισθάνεται την ποινή που του επιβλήθηκε, είτε πρόκειται για χρηματική ποινή, είτε για ισόβια κάθειρξη, η απάντηση θα’ ναι μονοσήμαντη, ξερή και αδιαμφισβήτητη: «ένα κακό που μου επιβλήθηκε». Το ότι ο Εισαγγελέας που άσκησε την ποινική δίωξη και οι Δικαστές που κατέγνωσαν στον ένοχο κατηγορούμενο την συγκεκριμένη ποινή είναι όργανα επιβολής των κανόνων, εκπρόσωποι του δικαιοδοτικού μηχανισμού, και όχι φορείς προσωπικής, εξωθεσμικής εκδίκησης, σε καμία περίπτωση ΔΕΝ σημαίνει ότι δεν κάνουν κακό στον καταδικασθέντα, με την δικαιοδοτική τους λειτουργία. Το να σου στερήσουν την προσωπική ελευθερία αποτελεί για σένα ένα ξεκάθαρο κακό, γεγονός που, σε τελική ανάλυση, σε αφήνει, εν πολλοίς, αδιάφορο για το αν αυτοί που επιβάλουν την ποινή είναι «επ’ αδεία αδικοπραγούντες», επιβάλουν δηλαδή το κακό σύμφωνα με δικαιϊκούς κανόνες και οριοθετημένες διαδικαστικές εγγυήσεις. Το ενδεχόμενο να μην διακρίνονται για το μίσος τους κατά του αδικοπραγήσαντος ( εγκληματία), ένα αίσθημα που συνιστά τον πυρήνα της εξωθεσμικής εκδίκησης, ούτε από μνησικακία κατ’ αυτού, αλλά από αίσθηση υπηρεσιακού καθήκοντος και μόνον, δεν αποκακοποιεί την ποινή που του επέβαλαν! Μ’ αυτήν την έννοια η επαπειλή της ποινής απ’ τον νομοθέτη και η επιβολή της απ’ το Δικαστήριο συνιστά μιαν ανταποδοτική λειτουργία, έχει την εσωτερική λογική της l e x t a l I o n I s, αποτελεί νομικά κατοχυρωμένη εκδίκηση. Έτσι την νιώθει μ’ ολόκληρη την ύπαρξή του κι όλες τις αισθήσεις του αυτός που την βιώνει. Το αν η ποινή που επαπειλείται απ’ τα νομοθετικά κείμενα και επιβάλλεται απ’ τα Δικαστήρια θα είναι φρικιαστική, βάναυση, σκληρή, αυστηρή ή συμβατή μ’ έναν στοιχειώδη ανθρωπισμό και πολιτισμό, εξαρτάται απ’ τις αξίες, προτεραιότητες και συμφέροντα εκείνου που την θεσπίζει και, δευτερευόντως, απ’ την ηθική (ή ανηθικότητα), το σθένος (ή δειλία) και την εντιμότητα ( ή ηθικήν εξαχρείωση) εκείνου που την επιβάλει in concredo. Επίσης εξαρτάται απ’ την αντίσταση εκείνων εναντίον των οποίων στρέφει το νομικό οπλοστάσιό της η κυρίαρχη κοινωνική τάξη. Αυτή η ποινική δικαιοσύνη, δηλαδή ο κρατικός δικαιοδοτικός μηχανισμός, υποτίθεται ότι καλείται να προστατεύσει ό λ α τα μέλη της κοινωνίας μηδέ του παραβιάζοντος τον νόμο εξαιρουμένου. Το κακό που επιβάλλεται στον τελευταίο για την εκ μέρους του προσβολή της έννομης τάξης, δηλαδή η ποινή συνεπεία αμετάκλητης καταδίκης, ΔΕΝ ΤΟΝ ΘΕΤΕΙ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΟΜΟ, ούτε αποκλείει τα περιθώρια συμπάθειας εκ μέρους των άλλων, κάτι τέτοιο είναι εκ γενετής δικαίωμά του ως ανθρώπινο ον. Το ότι είναι κατάδικος εγκληματίας που εκτίει την ποινή του δεν σημαίνει ότι εξ αυτού και μόνον, απονομιμοποιείται ως ανθρώπινο ον. Εξακολουθεί να είναι υ π ο κ ε ί μ ε ν ο δ ι κ α ί ο υ, έχει δικαιώματα και υποχρεώσεις. Η έκτιση της επιβληθείσας ποινής γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Σωφρονιστικού Κώδικα οι οποίες οφείλουν να είναι σύστοιχες με στοιχειώδεις ανθρωπιστικές και πολιτισμικές αξίες. Έκτιση στερητικής της ελευθερίας ποινής( φυλάκισης, ή κάθειρξης, πρόσκαιρης ή ισόβιας) ΔΕΝ σημαίνει στρατόπεδο βασανιστηρίων, τόπο ανταλλαγής οιμωγών όπου ο πόνος του ενός επιτείνει τον πόνο του άλλου, δεν σημαίνει «υπόστεγον άντρον» ( τόπος του σκότους και του θρήνου), όπως παριστάνονται οι δύστυχοι κατάδικοι στις κινηματογραφικές ταινίες « ο Πεταλούδας» και « ο άνθρωπος απ’ το Κίεβο». Έκτιση στερητικής της ελευθερίας ποινής δεν σημαίνει επ’ ουδενί εξώθηση του κρατουμένου στον θάνατο, δεν σημαίνει προσπάθεια που κατατείνει στην ολοκληρωτική καταστροφή της ύπαρξής του. Ο κρατούμενος βρίσκεται στην φυλακή για να εκτίσει την καταγνωσθείσα σ’ αυτόν ποινή. Τα αρμόδια Υπουργεία Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης ΔΕΝ δικαιούνται να καταστήσουν την έκτιση της ποινής βασανιστική, εξοντωτική μεταλλάσσοντας στην πράξη, εκείνη την ποινή σε κάτι άλλο που ξεπερνά την «ονομαστική αξία» της αρχικώς καταγνωσθείσας ποινής. Το ότι ο κατάδικος Δημήτρης Κουφοντίνας καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη για τρομοκρατικές πράξεις, δεν σημαίνει ότι η διοίκηση δικαιούται να καταστήσει χείρονα την καταδικαστικήν απόφαση οδηγώντας τον με την, εκπλήσσουσα αναλγησία της, στον θάνατο λόγω απεργίας πείνας. Μ’ αυτόν τον τρόπο θα «διόρθωνε» επί τα χείρω, εν τοις πράγμασιν, την καταδικαστικήν απόφαση που επέβαλε στον κατάδικο ισόβια κάθειρξη μεταλλάσσοντάς την σε θανατική καταδίκη! Αυτό είχε υπόψη του ο Jules Michelet, όταν περιγράφοντας, στην τετράτομη Ιστορία του της Γαλλικής Επανάστασης, την προεπαναστατική γαλλική δικαιοσύνη και τις καταγνωσθείσες ποινές της, κραύγαζε: « Στην περίπτωση αυτή έγκλημα είναι η τιμωρία του εγκλήματος!» Εμείς θα προσθέταμε ότι μ’ αυτόν τον επονείδιστο τρόπο η Πολιτεία χ ά ν ε ι τ ο η θ ι κ ό τ η ς π λ ε ο ν έ κ τ η μ α έναντι του εγκληματία. Στην υποτιθέμενη ειλικρινή προσπάθειά της να πολεμήσει τέρατα γίνεται η ίδια χειρότερο τέρας. « Η αλήθεια», είπε ο Μαξ Χορκάιμερ, « είναι έγκυρη και για εκείνους που της αντιτίθενται, την αγνοούν ή την κηρύσσουν ασήμαντη»[5]Το ότι ο Δημήτρης Κουφοντίνας ήταν συνειδητός εχθρός της νομιμότητας της ελληνικής Πολιτείας δεν σημαίνει ότι, ως κατάδικός της πλέον, δεν δικαιούται να επικαλείται αυτήν την νομιμότητα υπέρ αυτού, ότι αυτή η νομιμότητα τον έθεσε εκτός του πλαισίου της καθιστώντας τον « αποσυνάγωγόν» της με βάση το « χέρεμ» του τηλεοπτικού ιερατείου με τα ersatz νομικά του που προφέρει τραυλίζοντας με φωνή ευνούχου, και έκφραση συγκινητικής ειλικρίνειας σαν τους ανθρώπους που δεν διακρίνουν το ψέμα από την αλήθεια.
IV Απόπειρα νεκρανάστασης της θεωρίας των « συνοδοιπόρων»
Στην μετεμφυλιακή περίοδο, ιδιαίτερα στην διαβόητη καραμανλική οκταετία(1955-1963), κατά την διάρκεια της οποίας ανώτατος άρχοντας της ελληνικής Πολιτείας και δη της υπαίθρου αυτής ήταν ο αμβλύνους αστυνομικός και ουσιαστική νομισματική μονάδα το αβγό της κότας, ο οιοσδήποτε αστός πολιτικός ηγέτης τολμούσε να ψελλίσει, έστω, την παραμικρή αντιλογία στα « έκτακτα νομοθετικά μέτρα» των τότε δεξιών κυβερνήσεων, στιγματιζόταν ως «συνοδοιπόρος» της τρισκατάρατης Αριστεράς. Ο στιγματισμός, στην μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων, είχε αποτρεπτικόν αντίκτυπο αξιοσημείωτο. Εκείνη η θεωρία δεν εξαντλήθηκε μόνο στα τρέχοντα πολιτικά συνθήματα της ημέρας αλλά έγινε απόπειρα να της προσδώσουν και υπαρξιακή διάσταση νομικής ποινικής διάταξης. «Επιστράτευσαν» το άρθρο 185 του νέου τότε Ποινικού Κώδικα (τέθηκε σε ισχύ την 1-1-1950) περί «εγκωμιασμού κακουργήματος». Εδιώκοντο ποινικώς οι ζητοκραυγάζοντες « Ζήτω η ειρήνευση, κάτω ο πόλεμος» μια και, με υποτιθέμενη εμπρόθετη διάθεση, ετάσσοντο υπέρ «της κατά του Έθνους ανταρσίας των κομμουνιστοσυμμοριτών» κ.λ.π., κ.λ.π. προκειμένου να προσδώσουν κάποια νομικήν επίφαση στην ακραιφνώς πολιτικάντικη επιδίωξή τους σκαρφίστηκαν την θεωρία κατά την οποία «ο αινών τον κακούργον αινεί και το κακούργημα». Έτσι, αυτός που για λόγους ανθρωπιστικούς ετάσσετο κατά των εκτελέσεων (κρατικών δολοφονιών), δυνάμει «αποφάσεων» στρατοδικείων, εμφανιζόταν ως ταυτιζόμενος ιδεολογικά και πολιτικά με την εκτός νόμου τότε ηγεσία του Κ.Κ.Ε.! Ένας τέτοιος στιγματισμός συνεπάγονταν εξαιρετικά δυσάρεστες συνέπειες με αποτελέσματα, ενίοτε, καταστροφικά, μέχρι να σαρωθούν αυτές οι ταξικές αισχρότητες απ’ το διογκούμενο κύμα της λαϊκής αγανάκτησης. Χρειάστηκε να παρέλθει πάνω από μισός αιώνας έκτοτε ώσπου η δεξιά κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη και τα μίσθαρνα τηλεοπτικά στελέχη της να ανασυστήσουν εκείνη την δυσώδη θεωρία των «συνοδοιπόρων» στο πρόσωπο εκείνων που υποστηρίζουν την διατήρηση στην ζωή του Δημήτρη Κουφοντίνα και την ικανοποίηση του νόμιμου αιτήματός του (άρθρο 3 του Ν. 4760⁄2020) «…Όταν δεν πληροί (ο κρατούμενος) τις προϋποθέσεις παραμονής του σε αγροτική φυλακή, τότε επαναμετάγεται στο κατάστημα κράτησης απ’ το οποίο αρχικά μετήχθη», στην προκειμένη περίπτωση στον Κορυδαλλό. Εκκινώντας από το ύψος της αμάθειάς τους και επικαλούμενοι, χωρίς τύψεις, τα ersatz νομικά τους, αρμενίζουν στο αλίμενο τηλεοπτικό πέλαγος της ειδεχθούς υπακοής τους χωρίς όρια. Πυξίδα της συμπεριφοράς τους ο αειθαλής κανόνας επιβίωσης του μικρόψυχου συμπλεγματικού: για κάθε τι που δεν έχεις, δεν ξέρεις ή δεν μπορείς να το φτάσεις, βρίσκεις το κατάλληλο όνομα για να το λοιδορήσεις και την λέξη που θα το συκοφαντήσει. [6] Καταγγέλλουν οιονδήποτε που τάσσεται κατά της θανάτωσης του Δημήτρη Κουφοντίνα (λόγω της απεργίας πείνας στην οποία δολίως ωθήθηκε απ’ την σκόπιμη κυβερνητική αναλγησία) ως άτομο που διατηρεί υπόγειες σχέσεις με τρομοκρατικές οργανώσεις, ως ενστερνιζόμενο τις απλοϊκές πολιτικές αντιλήψεις και λανθασμένες πρακτικές του απεργού πείνας ως εγκωμιάζοντα τις τρομοκρατικές πράξεις του και δολοφονίες που διέπραξε στο πλαίσιο των τελευταίων, ως άτομο που βεβηλώνει την μνήμη των θυμάτων του Δημήτρη Κουφοντίνα και άλλες αστειότητες που αναβλύζουν από την πλούσια και ευφάνταστη ποικιλία εκφράσεων κοινωνικής αποδοκιμασίας που χρησιμοποιούν με αφρίζουσες υλακές. Στόχος τους; Ο οιοσδήποτε διαφωνών με την ανθρωποκτόνα πολιτική της κυβέρνησης, μηδέ του Προέδρου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων εξαιρουμένου κατά του οποίου ο υπουργός εσωτερικών Βορίδης εκφράστηκε μειωτικά δημοσίως (τηλεοπτικώς) στιγματίζεται ως ύποπτος. Αυτή η απεχθής τηλεοπτική διαπασάλευση (παλούκωμα) ξεφεύγει απ’ τις συγκεκριμένες διαστάσεις του χώρου, του χρόνου και της ιδιοτυπίας της περίπτωσής μας: η δεξιά κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη και οι μεγαλοαστοί εργοδότες της, ΔΕΝ ανέχονται δημόσια δραστηριοποίηση ενός αμέτοχου τρίτου υπέρ ενός πολιτικού ή ανθρωπιστικού ζητήματος, γιατί μια τέτοια δραστηριοποίηση προϋποθέτει αυξημένη κοινωνική συνείδηση των πολιτών που αποτελεί έναν εν δυνάμει αντίπαλο της εξουσίας τους. Εκείνο που χρειάζονται είναι άνθρωποι χωρίς συνείδηση ή, ακόμα καλύτερα, άνθρωποι των οποίων η συνείδηση συμμορφώνεται πλήρως με την «λογική» της ταξικής εξουσίας τους. Κατά την άποψή τους, επιβάλλεται να εξαφανιστούν οι ατομικές διαφοροποιήσεις, να προγραφούν οι ιδιοτυπίες, να καταστεί δυνατό να σκέφτονται όλοι κατά τον ίδιο τρόπο για όλα τα πράγματα. Κάθε προσωπικό στοιχείο πρέπει να εξουδετερωθεί [7] Η δεξιά κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, μιμούμενη τον Πλάτωνα, θεωρεί καταστροφική για το εκμεταλλευτικό και ανελεύθερο σύστημά της την ανομοιογένεια των αξιολογικών αντιδράσεων των ανθρώπων. Κάθε στοιχείο της συμπεριφοράς του ανθρώπου πρέπει να ρυθμίζεται από την εξουσία ώστε «όλοι να χαίρονται και να λυπούνται με τις ίδιες αφορμές, επαινώντας έτσι και ψέγοντας όσο το δυνατόν πιο ομόφωνα» κατά τον Πλάτωνα, τον πιο επικίνδυνο εχθρό που είχε ποτέ η ελευθερία κατά τον G.E.M. DESTE. CROIX[8] Πρέπει να επιβληθεί κλίμα απόλυτης κοινωνικής πειθαρχίας γι’ αυτό και οι διαφοροποιούμενοι δημοσίως πρέπει να στιγματίζονται από κυβερνητικά στελέχη και υλακτούντες τηλεοπτικούς μαστροπούς της κοινής γνώμης ως διαπράττοντες πολιτική βλασφημία, να εμφανίζονται ως φίλοι τρομοκρατών και εγκωμιαστές κακουργημάτων. Αυτή η αντιδραστική πολιτική λαίλαπα της δεξιάς κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι περισσότερο αποτέλεσμα μακροχρόνιας κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής εξέλιξης της αστικής τάξης παρά ατομική πρωτοβουλία του ίδιου ο οποίος δεν διακρίνεται και από διανοητικό αναβρασμό, έστω ταξικής μονομέρειας. Ωστόσο, πρόκειται για κορύφωση μιας υπάρχουσας τάσης. Η αντιδραστική, αστυνομική βαναυσότητα διασταυρώνεται με δομικές ανάγκες της κυρίαρχης αστικής τάξης και των πολιτικών διαχειριστών της. Η επιβίωση και η εδραίωσή της είναι ασφαλής δείκτης του μη συγκυριακού της χαρακτήρα. Η ανθρωποκτόνα αναλγησία της κυβέρνησης π ά ε ι π έ ρ α απ’ την περίπτωση Κουφοντίνα. Επιχειρείται η ομογενοποίηση της ελληνικής κοινωνίας, η αποκρουστική κρατική-αστυνομική βαναυσότητα μεταλλάσσεται σε έξιν.
Πρέπει να αντισταθούμε τώρα έχοντας κατά νουν τα λόγια του Σάμιουελ Μπέκετ, που παρέθεσε ο Χέρμπερτ Μαρκούζε στον Μονοδιάστατο άνθρωπο: « Μην περιμένεις να σε κυνηγήσουν για να κρυφτείς».[9]
[1] Βλ. αναλυτικότερα, Πέτρου Πέτκα, Δικαιοσύνη: Θεραπαινίδα της Πολιτικής; (justitia:Antilla politicae?) Σκέψεις για την Δικαιοσύνη και την Ανεξαρτησία της. Πανοπτικόν,Θεσσαλονίκη Απρίλης 2019,ιδία σελ. 45-60.
[2] Βλ.ό.π σελ. 47 και Gustave Glotz, Η ελληνική «πόλις», σε μτφρ της Αγνής Σακελλαρίου, Δ΄ έκδοση, ΜΙΕΤ, Αθήνα,1994,σελ. 182.
[3] Βλ. Γρηγόρης Βλάστος, Σωκράτης: Ειρωνευτής και ηθικός φιλόσοφος, σε μτφρ Παύλου Καλλιγά, με πρόλογο του Αλέξανδρου Νεχαμά, βιβλιοπωλείον της « Εστίας», Ι.Δ.Κολλάρου και ΣΙΑΣ Α.Ε, Πέμπτη έκδοση, Αθήνα, 2008,σελ.272,273.
[4] Βλ.ό.π σελ 274- 278.
[5] Βλ. Ράσελ Τζάκομπυ, το τέλος της ουτοπίας, σε μτφρ Δημήτρη Λάππα και Δημήτρη Μαργαρίτη, εκδόσεις Τροπή, Αγρίνιο, 2001, σελ. 199 όπου παρατίθεται.
[6] πρβλ. Ίβο Άντριτς, το χρονικό του Τράβνικ, σε μτφρ. (από τα σερβοκροάτικα) του Χρήστου Γκουβή, Καστανιώτης, Αθήνα, 1999, σελ. 210
[7] Βλ.Gustave Glotz, ό.π,σελ. 160,357 όπου περιγραφή και αξιολόγηση των αντιδραστικών κοινωνικών οραματισμών του Πλάτωνα.
[8] Πρβλ. Gregory Vlastos, Πλατωνικές μελέτες, ΜΙΕΤ, Αθήνα,2000, Β έκδοση, σε μτφρ Ιορδάνη Αρζόγλου, σελ 48,184,46 όπου έξοχες, διεισδυτικές παρατηρήσεις ως και Πέτρου Πέτκα, « Αριστερές» πλατωνικές παρανοήσεις, Σκαντζόχοιρος, τεύχ. 2, Ιούλιος 2015, σελ.11-31, του ιδίου «βασιλικοί άνδρες» με προλεταριακήν αμφίεση, Σκαντζόχοιρος, τεύχος 3, Μάρτης 2016, σελ. 65-79, του ιδίου «″Δημοκρατικός συγκεντρωτισμός„ : έννοια ασφυκτικής πληρότητας και αναλλοίωτης ταυτότητας», Πανοπτικόν, τεύχος 23, Απρίλης 2018, σε. 91-107.
[9] Βλ. Ράσελ Τζάκομπυ, Διαλεκτική της ήττας. Περιγράμματα του Δυτικού μαρξισμού, σε μτφρ Βασίλη Τομανάς, εκδόσεις Νησίδες, θεσσαλονίκη,2009,σελ 190 όπου και παρατίθεται