Η οικογένεια του Ρομά που σκότωσε η αστυνομία, στην πορεία του Πολυτεχνείου. Κρατούν ένα πανό που ζητά δικαιοσύνη για τον αδικοχαμένο γιο τους.

Οι λέξεις είναι ανορθόγραφες αλλά βρίσκουν τον στόχο τους, ίσως περισσότερο και από το αν ήταν ολόσωστα γραμμένες.

Σε πρώτη ανάγνωση, η ανορθογραφία δηλώνει την έλλειψη πολιτισμικού κεφαλαίου αυτών των ανθρώπων, ως αποτέλεσμα της κοινωνικής περιθωριοποίησής τους. Περιθωριοποίηση η οποία καθιστά τις ζωές τους λιγότερο αξιοβίωτες, άρα και πιο εύκολο να αφαιρεθούν δίχως συνέπειες από τους θεματοφύλακες του νόμου.

Ένας νόμος που υποτίθεται είναι για όλους αλλά εκείνους τους περιλαμβάνει μόνο για να τους εξαιρέσει από την επικράτειά του. Ο νόμος (το δίκαιο) σημείωνε ο Ντερριντά, παρά της αξιώσεις για καθολικότητα, είναι, ως ιστορική κατασκευή, αναγκαστικά μερικός και υπόκειται σε αλλαγή, είναι αποδομήσιμος. Όχι όμως η δικαιοσύνη, αυτή είναι που αποδομεί τον νόμο, στο όνομα της ζητάμε την αλλαγή του.

Δικαιοσύνη ζητά και η οικογένεια του Νίκου Σαμπάνη. Με ένα πανό που δεν δηλώνει απλώς την απουσία της (στο επίπεδο του σημαινομένου), αλλά κυριολεκτικά την «ενσαρκώνει» στο ίδιο το σημαίνον – τις ανορθόγραφες λέξεις.

Πράγματι, το πανό «βγάζει μάτι». Όχι όμως για την ανορθογραφία του, αλλά για την έλλειψη δικαιοσύνης που διπλά κραυγάζει.