Πριν λίγες μέρες ο Διονύσης Σαββόπουλος, με τη συμμετοχή της Μαρίνας Σάττι και του Μικρού Κλέφτη, κυκλοφόρησε μια εκμοντερνισμενη διασκευή του τραγουδιού του Ζεϊμπέκικο (γνωστό στους περισσότερους ως «Με αεροπλάνα και βαπόρια»), με τίτλο "Ζεϊμπέκικο ΙΙ". Θα ήθελα (και θα το πράξω) να καταθέσω εδώ μερικές σκέψεις για το κομμάτι, την ιστορία του, και την πορεία του στην ιστορία μας.

1. Οι αντιδράσεις. Από το φορτισμένο «βούρκωσα», που έγραψε γνωστή-άγνωστη δημοσιογράφος του TPP, μέχρι το εξίσου φορτισμένο ότι η διασκευή είναι χειρότερη και από (παραφράζω) «την ανεργία, την άνοδο της ακροδεξιάς, και την έλλειψη ασθενοφόρων στα νησιά».

Υπάρχουν καλλιτέχνες που είτε τους αγαπάς, είτε τους μισείς, χωρίς ενδιάμεση κατάσταση ― λέει το κλισέ. Το ενδιαφέρον με το Σαββόπουλο είναι ότι οι περισσότεροι από όσους τον μισούν είναι άνθρωποι που αγαπούσαν (ή αγαπούν ακόμη) τα τραγούδια του, αλλά που, από μια στιγμή και μετά, ένιωσαν προδομένοι.

2. Είναι εντυπωσιακό ένας καλλιτέχνης 79 ετών έχει ακόμα τη δύναμη να διχάζει.

Μια εξήγηση είναι το ειδικό βάρος που είχαν ορισμένοι καλλιτέχνες στην μεταπολεμική Ελλάδα ― ιδωμένοι όχι ως απλοί διασκεδαστές αλλά και ως μαζικοί εκφραστές πολιτικών και κοινωνικών ρευμάτων.

Η Δύση φλέρταρε με την ίδια ιδέα στα μέσα της δεκαετίας του εξήντα (το τραγούδι διαμαρτυρίας, ο Dylan, η πολιτικοποιημένη περίοδος του Lennon, κ.α.), αλλά την εγκατέλειψε σχετικά σύντομα,  όπως άλλωστε εγκατέλειψε τα πολιτικά προτάγματα της εποχής. Έτσι, όπως έγραψε ο Hunter S. Thomspon, σε λιγότερο από πέντε χρόνια μετά την τρικυμία των 60s, «μπορούσες, αν είχες το κατάλληλο βλέμμα, να δεις το σημείο που το κύμα προσέκρουσε και κύλησε πίσω».

Σε χώρες περισσότερο δεμένες με την Αριστερά, και με πιο ταραχώδη σύγχρονη Ιστορία, τα πράγματα ήταν αλλιώς. Αυτό περιλαμβάνει εμάς, αλλά και τους Ιταλούς, τους Ισπανούς, τους Χιλιανούς, κ.α. Στην Ελλάδα, αυτό το ρόλο (από τον οποίο απορρέουν πλεονεκτήματα, αλλά και υποχρεώσεις) θα παίξει για την μεταπολεμική γενιά ο Θεοδωράκης, και για την επόμενη ο Σαββόπουλος.

3. Εντάξει όμως οι γενιές του 60 και του 70, που συμβάδισαν μαζί του, να νιώθουν παρεξηγημένες ή προδομένες. Τους υπόλοιπους, που γεννηθήκαμε αρκετά μετά από όλα αυτά γιατί μας απασχολεί ακόμα ο 79χρονος ―του χρόνου κλείνει τα 80― Σαββόπουλος;

Σίγουρα, και λόγω της ποιότητας και της σημασίας του έργου του. Και ας προσπαθούν, μάταια, ορισμένοι να την αναιρέσουν αναδρομικά, με προχειρολογίες και κουτοπόνηρα επιχειρήματα, επειδή διαφωνούν με τις σημερινές πολιτικές του συστρατεύσεις. Άλλωστε, αν το έργο δεν ήταν εγνωσμένης αξίας, και ταυτισμένο με την περιπέτεια της μεταπολιτευτικής γενιάς, κανένας δεν θα ενδιέφερε το «φρόνημα» του καλλιτέχνη.

Επίσης όμως, επειδή μας αφορά γενικότερα ο «Δεκέμβρης του ’44» (ημερομηνία γέννησης του Σαββόπουλου, αλλά και μήνας των Δεκεμβριανών).

Όπως ακόμα μας αφορά η Χούντα, ο Εμφύλιος, η Βάρκιζα, το ΕΑΜ, η Μικρασιατική Καταστροφή, ο Βενιζέλος, η Μεγάλη Ιδέα, η Βαυαροκρατία, το 1453, και το 1204. Επειδή ακόμα δεν έχουμε λύσει τους λογαριασμούς μας με το παρελθόν, και όλα αυτά παραμένουν ως εκκρεμότητες.

Δεν έχουμε, άλλωστε, κάποιο μέλλον, ώστε να συστρατευτούμε ή έστω να σφαχτούμε μεταξύ μας, για αυτό, ξεχνώντας τα παλιά.

Αν είχαμε, δεν θα περιμέναμε να επιλέξουμε ανάμεσα σε Μητσοτάκη, Τσίπρα, Ανδρουλάκη, και λοιπούς στις ερχόμενες εκλογές. Ούτε θα διαφωνούσαμε πολιτικά για τα Τέμπη ή για τα ασθενοφόρα στα νησιά ―δηλαδή για το μη πολιτικό αυτονόητο―, αλλά για πολύ σημαντικότερες ιδέες και πλάνα.

Παράγουμε περισσότερη Ιστορία από όση μπορούμε να καταναλώσουμε, και έχουμε κρατήσει στοκ και για μετά. Αντί να γράφουμε νέα ιστορία, παθιαζόμαστε και τσακωνόμαστε για την παλιά. Ή την αναθεωρούμε σαν τον Μαραντζίδη.

4. Οι αντιδράσεις για το «Ζεϊμπέκικο ΙΙ» που είδα ως τώρα όμως δεν έχουν να κάνουν με το πολιτικό μέρος, ούτε φαίνονται να εκκινούν από τις προεκλογικές δηλώσεις του Σ.

Περισσότερο βλέπω την αντίδραση στον «εκμοντερνισμό» ή το «πείραγμα» του πρωτότυπου.

Γενικά, βιώνουμε το παρελθόν μας ως πρόβλημα προς επίλυση ή ως κειμήλιο προς συντήρηση. Επειδή ποτέ δεν αποδεχτήκαμε τον εαυτό μας, και επειδή από την αρχή του νεοελληνικού κράτους πατάμε σε δυο βάρκες ― αυτού που είμαστε και περιφρονούμε, και του δυτικού προτύπου που αντιμετωπίζουμε με κόμπλεξ.

Γι’ αυτό και το πείρα(γ)μα του Σαββόπουλου στην παράδοση έμεινε χωρίς συνέχεια (και το εγκατέλειψε και ο ίδιος). Αν δεν αντιμετωπίζαμε το παρελθόν με περιφρόνηση ή δέος, και αν δεν πορευόμασταν με ξένες θεωρίες και δανεικά μυαλά, θα γράφαμε τραγούδια σαν το «Ζεϊμπέκικο» αβίαστα, όπως αβίαστα θα δέναμε την παράδοση μας με τις κιθάρες του ροκ και με τα συνθεσάιζερ και τα 808 του σήμερα ― όπως το κάνουν οι ξένοι χωρίς δεύτερη σκέψη.

Αφού όμως η σχέση μας με την παράδοση και με τον έξω κόσμο είναι πρόβλημα, τέτοια τραγούδια βγαίνουν κατ’ εξαίρεση, και έπρεπε να περιμένουμε 50 χρόνια για να μπουν stoner κιθάρες στα ηπειρώτικα και τα θρακιώτικα τραγούδια.

Αναμενόμενα, λοιπόν, οι αντιδράσεις ήταν του στυλ:

«Τι δουλειά έχει το hip hop, οι μεταμοντέρνοι βοκαλισμοί, τα σύνθια, και οι χορευτές ντυμένοι σε street fashion, με το “Ζεϊμπέκικο”; Γιατί πρέπει όλα να εκμοντερνιστούν, να γίνουν ένας μεταμοντέρνος χυλός (αντίστοιχος των σύγχρονων διασκευών των πάντων σε swing με έθνικ κιθαρίτσες)».

Οι πιο πιουρίστες θα επεκτείνουν την ίδια κριτική στη γενικότερη παρουσία της Μαρίνας Σάττι στα μουσικά πράγματα. «Γιατί πειράζει τα ηπειρώτικα ή τα ρεμπέτικα αυτή η κοπέλα; Τι ανάγκη έχουν από σύνθια και μπητ; Γιατί πρέπει να τα μεταφράσουμε στη γλώσσα του 2023, αφού ακόμα μας μιλάνε στην αυθεντική τους γλώσσα;»

Συνοπτικά: «Αμάν πια με τους χίπστερ»!

5. Τι ξεχνάει όλη αυτή η κριτική;

Ότι ο ίδιος ο Σαββόπουλος υπήρξε ένα είδος πρώιμου χίπστερ. Με τον Ντύλαν του και τον Ζάππα του, με τις γαλλικές και ιταλικές του επιρροές (τους «Μάνου Τσάο» της εποχής), με τη σχέση του με την ΕΔΑ και τους Λαμπράκηδες, ακόμα και με τα ψυχεδελικά του πουκάμισα, και της γενικότερης εμφάνισης του, πλήρης με μούσι, μαλλί, και ψυχεδελικά χαϊμαλιά, που θα ζήλευε και ένας σύγχρονος φασαίος.

Ο Σαββόπουλος δεν ήταν εκείνη την εποχή ούτε βιωματικά παραδοσιακός ή λαϊκός, αλλά ούτε και πιουρίστας οπισθοδρομικής κομπανίας.

Η μίξη των λαϊκών και δημοτικών δρόμων με τη ροκ ή και την ψυχεδέλεια που έκανε ο Σαββόπουλος προηγήθηκε κατά 3 δεκαετίες του Θανάση (ένας είναι ο Θανάσης). Αλλά σάμπως και η Ταράτσα του Φοίβου, δεν είναι μια μεταφορά των παραστάσεων του Σ. στο Κύτταρο; ― αυτές με τα Μπουρμπούλια, καλεσμένους καλλιτέχνες, κλαρινιτζήδες, πεχλιβάνηδες, και καραγκιοζοπαίχτες (και μάλιστα 4 χρόνια πριν ο Ντύλαν κάνει ακριβώς το ίδιο ― να τα λέμε και αυτά).

Όπως και να έχει, ο Σαββόπουλος θα σκύψει στο ρεμπέτικο και το δημοτικό όντας μεταγενέστερος και εκτός του ιστορικού τους πλαισίου. Ένας κακοπροαίρετος θα έλεγε «σαν τουρίστας» ― λες και είχαν ποτέ οι τουρίστες τέτοια αριστουργηματικά αποτελέσματα.

Στην εποχή του, μάλιστα, το αυθεντικό ρεμπέτικο ήταν κοντύτερα, χρονικά και κοινωνικά, από ό,τι είναι σε εμάς το αυθεντικό του «Ζεϊμπέκικο». Αν για εμάς είναι ιεροσυλία το πείραγμα του τραγουδιού του, ακόμα και μετά από 50 χρόνια, εκείνα τα χρόνια, η ενασχόληση ενός πρώην «νεοκυμματικού» και νυν (τότε) ροκά, με το ρεμπέτικο ύφος ―και μάλιστα σε πειραγμένες ενορχηστρώσεις―, ήταν ακόμη μεγαλύτερη ιεροσυλία.

Τηρουμένων των αναλογιών, ο Σαββόπουλος υπήρξε η Μαρίνα Σάττι της εποχής του.

Αν δεν πιστεύετε εμένα, ακούστε την ίδια τη Μπέλλου, η οποία, βγαίνοντας από το στούντιο της ηχογράφησης, είπε, αφήνοντας εμβρόντητο τον Σ. που πίστευε ότι με τη σύνθεσή του άγγιξε την ουσία του ρεμπέτικου:

«Α, ρε Διονύση, με έκανες να τραγουδήσω ποπ».

6. Μια σημαντική (;) παρατήρηση: για το Σαββόπουλο το «Ζεϊμπέκικο» ήταν μια άσκηση ύφους.

Το μαρτυράει ο ίδιος ο τίτλος του κομματιού: «ζεϊμπέκικο», δηλαδή «ορίστε, έγραψα ένα δείγμα του τάδε ρυθμού».

Άλλωστε ο Σ. δεν ξεκίνησε από το ρεμπέτικο ή το λαϊκό, όπως ο Μάρκος ή ο Τσιτσάνης. Αφετηρία του ήταν μια βιωματική και πολιτική τραγουδοποιά χωρίς παράδοση (ακόμα) στην Ελλάδα – με αναφορές στον Ντύλαν ή στον Μπρασένς κ.α., που αργότερα ανοίχτηκε στο ροκ και την ιταλική σκηνή.

Στο «Ζεϊμπέκικο» ο Σαββόπουλος προσπαθεί να αγγίξει την ―όπως την καταλαβαίνει― καρδιά του ρεμπέτικου. Ως επιθυμία, ως μεράκι, αλλά και ως καλλιτεχνική άσκηση που πρέπει να φέρεις σε πέρας.

Στην αρχή δε από ακόμη μεγαλύτερη «χίπστερ» απόσταση ― γατάκι, Σάττι. Γιατί το τωρινό «Ζεϊμπέκικο ΙΙ» είναι στην πραγματικότητα το «Ζεϊμπέκικο ΙΙΙ». Το πρώτο, το οριτζινάλε, συμπεριλαμβάνονταν στο δίσκο Βρώμικο Ψωμί, και τραγουδούνταν αποκλειστικά από τον ίδιο το Σαββόπουλο, συνοδεία πουσαρισμένης ηλεκτρικής κιθάρας και μπάσου.

Η μεταγενέστερη ηχογράφηση με τη Μπέλλου και με μπαγλαμάδες (από το δίσκο «Δέκα χρόνια κομμάτια»), είναι μια προσπάθεια να αγγίξει κοντύτερα, και ηχητικά πλέον, όχι μόνο από μελωδικής και ρυθμικής απόψεως, το ρεμπέτικο. Η δε Μπέλλου, παίζει σε εκείνη τη διασκευή, το ρόλο που στη σημερινή παίζει ο Σαββόπουλος. Είναι η σύνδεση με το παρελθόν, και η πηγή της αυθεντικότητας.

Γι’ αυτό και ο Σ. συνετρίβη, όπως διηγείται ο ίδιος, όταν η Μπέλλου σχολίασε «Α, ρε Διονύση, με έβαλες και τραγούδησα pop». Το θεώρησε ως αποτυχία του στο να φτάσει την αυθεντική λαϊκή μορφή.

(Βέβαια, έστω και έτσι, έγραψε ένα από το σπουδαιότερα, μουσικά και στιχουργικά, κομμάτια της ελληνικής δισκογραφίας. Οπότε ελπίζω να μην το φέρει και πολύ βαρέως).

7. Εντάξει όλα αυτά. Αλλά το σημερινό, «Ζεϊμπέκικο ΙΙ» (ή σωστότερα, ΙΙΙ);

Ασφαλώς και δεν έχει τη στόφα του αυθεντικού. Αλλά δεν φταίει ούτε ο Σαββόπουλος, ούτε η Σάττι σε αυτό. Φταίει η εποχή μας.

Άλλωστε τη στόφα του προτύπου του δεν την είχε ούτε το αυθεντικό «Ζεϊμπέκικο» (είτε το πρώτο, είτε αυτό με τη Μπέλλου) σε σχέση με το πρότυπο του (το Μάρκο ή το Μπάτη ας πούμε).

Η Μπέλλου του δάνεισε λίγη από τη δική της στόφα ― αφού η ίδια είχε άμεση επαφή με το πρότυπο. Αν η φωνή του Μπιθικώτση ήταν «ξύλινη», της Μπέλλου ήταν χωμάτινη, από το ίδιο χώμα το οποίο περικύκλωνε τις παράγκες των προσφύγων του ’22 και τους δρόμους των λαϊκών συνοικιών.

Το Ζεϊμπέκικο του Σαββόπουλου ήταν ένα ρεμπέτικο μεταφρασμένο στη διαφορετική γλώσσα που μιλούσε ο ίδιος και η εποχή του, σε σχέση με τους λαϊκούς ρεμπέτες ― κοινωνικά, σε επίπεδο μόρφωσης, και με βάση τις διαφορετικές γενιές και βιώματα. Η απόσταση που απομένει από το ρεμπέτικο πρότυπο του είναι αυτό που πάντα «χάνεται στη μετάφραση».

Η σημερινή διασκευή είναι διπλά απομακρυσμένη, πρώτα από το αρχικό πρότυπο (το ρεμπέτικο τραγούδι), και μετά από το πρωτότυπο «Ζεϊμπέκικο» του 1975. Κάπως σαν την ίδια την Τέχνη, που κατά των Πλάτωνα είναι απλά «μίμηση μιμήσεως» ― αφού αντιγράφει τη ζωή, η οποία με τη σειρά της δεν είναι παρά αντίγραφο των αιώνιων Ιδεών.

Το «Ζεϊμπέκικο ΙΙ» δεν μπορεί να ξεπεράσει ούτε το ρεμπέτικο πρότυπο, ούτε το πρωτότυπο του. Αλλά δεν χρειάζεται να το ξεπεράσει κιόλας ― αν κάτι τέτοιο είχε καν νόημα. Δεν είναι ρεμπέτικο τραγούδι, ώστε να πρέπει να συγκριθεί με το Μάρκο. Δεν είναι σημερινό έργο, ώστε να πρέπει να εκφράζει την εποχή μας. Είναι ένα τραγούδι των αρχών του ’70, σε διασκευή.

Αν είναι λιγότερο ωμό, ή λιγότερο λαϊκό σε σχέση με τότε, είναι επειδή έτσι είμαστε γενικότερα.

Αν ήταν αυθεντικά λαϊκό σε μια εποχή μη αυθεντικής λαϊκότητας, θα ήταν κίβδηλο ― σαν τα «αυθεντικότατα» ρεμπέτικα του Ξαρχάκου και του Γκάτσου, από την ταινία του Κώστα Φέρρη, που είναι αριστουργήματα, και που θα μπορούσαν να περάσουν και για αυθεντικά, έχουν όμως και ένα οντολογικό ψεύδος: γράφτηκαν επί τούτου.

Ίσως το αυθεντικά λαϊκό του σήμερα να είναι ο Λεξ ή o MC Yinka. Και αντίστοιχα, το αυθεντικά αντίστοιχο των αστικών ήχων του Σαββόπουλου από 1972 να είναι η Μαρίνα Σάττι, και το 1992 ήταν οι Στέρεο Νόβα. Ίσως η αυθεντική (όχι η αναβιωτική) εκδοχή άλλων φωνών της εποχής να είναι η Μαρίκα Ρίζου, και η Αρλέτα μας να είναι η Σκιαδαρέσες. Ίσως (αν είμαστε πολύ άτυχοι), το λαϊκό είδος αύριο να είναι η trap.

Η ποιότητα των καλλιτεχνών δεν έγκειται στην μικρότερη απόσταση από αυτό που έχουμε στο μυαλό σας ως πρωτότυπο, αλλά στην μικρότερη απόσταση από την εποχή μας. Ασφαλώς μπορεί η εποχή μας είναι υποδεέστερη από τις προηγούμενες. Αλλά αυτήν έχουμε. Αν δεν σας αρέσει, αλλάξτε την προς την κατεύθυνση που θέλετε.

8. Η παραγωγή της διασκευής έγινε με την χορηγία της Amstel.

Να κάτι που θα έπρεπε να μας ξενίζει περισσότερο ― και το οποίο δεν είδα να σχολιάζει κανείς.

Ίσως επειδή το Ζεϊμπέκικο είχε ξαναγίνει πριν μερικά χρόνια διαφήμιση της Amstel.

https://www.youtube.com/watch?v=6YT3aZWtCyg

Ή επειδή, κάπου στα 90s, είχε ήδη γίνει για πρώτη φορά, διαφήμιση ― τότε της Ηenninger.

https://www.youtube.com/watch?v=A3lPPw1gSQk

Αλλά μάλλον επειδή στο 2023, δεν υπάρχει Πατσιφάς. Υπάρχουν παραγωγοί μπύρας, mobile apps, εταιρείες τηλεφωνίας, και ιδρύματα εφοπλιστών για να «στηρίζουν την τέχνη».

Και αυτό αφορά μια άλλη αυθεντικότητα ― σε μεγαλύτερο κίνδυνο από ότι βρίσκεται το «Ζεϊμπέκικο» με τη Μπέλλου από το «Ζεϊμπέκικο ΙΙ».

9. Προσωπικά ως boomer (για την ακρίβεια Gen Xer, αλλά για τους σημερινούς εικοσάρηδες δεν έχει διαφορά), προσπέρασα μάλλον αδιάφορα και το Μικρό Κλέφτη, και τα χορευτικά των νεολαίων με το street fashion.

Στάθηκα στη Σάττι, γιατί έχει ταλέντο. Έχει και σεβασμό, νομίζω, για όσα προσεγγίζει, αλλά σε συνδυασμό με μια αυθάδεια, που καλώς την έχει στην ηλικία της (λέω στην ηλικία της, γιατί στην Ελλάδα και τους 30 κάτι «νέους δημιουργούς» τους θεωρούμε). Η στάση της πάντως είναι αυθεντική ― με την έννοια της εποχής, και όχι αυτή του θεματοφύλακα.

Αλλά εκεί που εστίασα ήταν ο Σαββόπουλος: 79 ετών, 80 του χρόνου, ασφαλώς γνωρίζει την παροδικότητα της ζωής. Και ταυτόχρονα, για τις ανάγκες του τραγουδιού και του βίντεο, πηγαίνει πίσω στο χρόνο, και, όπως έκανε η Μπέλλου για τον ίδιο, δανείζει από την αυθεντικότητα του και την εμπειρία του σε νεαρούς που θα μπορούσαν να είναι εγγόνια του.

Ακόμα και το εμβόλιμο ραπάρισμα και τα χορευτικά, μπορεί να του είναι ξένα (εδώ ήταν για μένα), αλλά ταυτόχρονα είναι η διαδοχή των εποχών στην πράξη. Πριν κοντά εξήντα χρόνια τραγούδησε:

«Πέρασαν για πάντα, οι παλιές ιδέες,
οι παλιές αγάπες, οι κραυγές,
γίνανε παιχνίδι στα χέρια των παιδιών»

Στο βίντεο βλέπω ένα Σαββόπουλο που και το τραγούδι του έγινε παιχνίδι στα χέρια αυτών των παιδιών. Και δεν τον πειράζει, σαν μεσήλικας που νιώθει ότι παραγκωνίζεται, αλλά το απολαμβάνει, σαν παππούς.

Αυτό με συγκινεί περισσότερο από την όποια αυθεντικότητα.

10. Εντέλει; Για να χρησιμοποιήσω για αθάνατα λόγια της επίδοξης σεφ Γιώτας Λιοσπερίτη: «Εμένα μου άρεσε».