Μιλώντας στο ραδιόφωνο Real fm, ο Δημήτρης Τζανακόπουλος αναφέρθηκε εκτενώς στην επίσκεψη του Αλέξη Τσίπρα στις ΗΠΑ. «Η στήριξη που έδωσε η αμερικανική πλευρά στην ελληνική προσπάθεια για τη μείωση του ελληνικού χρέους και η ενίσχυση των διμερών σχέσεων με στόχο την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, ήταν τα σημαντικότερα οφέλη της Αθήνας από την επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού στον Λευκό Οίκο και τη συνάντησή του με τον Αμερικανό Πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ», είπε χαρακτηριστικά.


Ομάδα για την ενίσχυση των αμερικανικών επενδύσεων στην Ελλάδα

 
Ο Δημήτρης Τζανακόπουλος προσέθεσε ότι μετά τη συνάντηση συγκροτήθηκε ομάδα η οποία θα προετοιμάσει συγκεκριμένες προτάσεις για την ενίσχυση των αμερικανικών επενδύσεων στην Ελλάδα στους κλάδους της ενέργειας, της μεταποίησης και της βιομηχανίας συνολικά. Εκτίμησε επίσης ότι αυτή η εξέλιξη δεν έχει να κάνει με μια ευνοϊκή συγκυρία για την ελληνική οικονομία αλλά σχετίζεται άμεσα με την εξωτερική πολιτική την οποία ακολουθεί η ελληνική κυβέρνηση.
 
Αναφερόμενος στην εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης σημείωσε ότι «όλο το προηγούμενο διάστημα ακολούθησε μια πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική και έχει καταφέρει να δημιουργήσει διαύλους επικοινωνίας και με άλλες μεγάλες οικονομικές δυνάμεις και είναι αυτό που προκαλεί αυξημένο ενδιαφέρον από τους υπόλοιπους. Διότι εάν στην εξωτερική πολιτική είσαι διαρκώς με το “ναι” στην άκρη της γλώσσας σου, κανένας δεν σε παίρνει στα σοβαρά».
 

«Αναγκαία» η συμφωνία για τα F-16
 

Ερωτηθείς για τη συμφωνία που αφορά την αναβάθμιση του στόλου των πολεμικών αεροσκαφών F-16 της ελληνικής αεροπορίας, χαρακτήρισε τη συγκεκριμένη συμφωνία αναγκαία, προκειμένου, όπως είπε, να μην απαξιωθεί ένας πολύ μεγάλος στόλος αεροσκαφών «για τον οποίο η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ με τις συμφωνίες που έκλειναν τις προηγούμενες δεκαετίες έχουν δαπανήσει δεκάδες δισ. ευρώ».
 
Όσον αφορά το κόστος αυτής της αναβάθμισης διευκρίνισε, ότι το σύνολο της συμφωνίας είναι 2,4 δισ. ευρώ αλλά όσον αφορά τον ελληνικό προϋπολογισμό το κόστος θα είναι 1,1 δισ. ευρώ. Το υπόλοιπο 1 δισ. ευρώ θα δοθεί σε ένα βάθος δεκαετίας ή δεκαπενταετίας. Σχολιάζοντας τις αντιδράσεις ο κυβερνητικός εκπρόσωπος είπε πως «κανείς δεν είναι χαρούμενος όταν μιλάμε για εξοπλισμούς. Ωστόσο», ανέφερε, «πρέπει να καταλάβουμε ότι αυτά είναι κόστος το οποία πρέπει να αναλάβει το ελληνικό κράτος διότι διαφορετικά θα πάνε χαμένες επενδύσεις δεκάδων δισ. ευρώ εκτός εάν θεωρούμε ότι δεν πρέπει η αεράμυνα της χώρας να είναι προετοιμασμένη για οποιοδήποτε ενδεχόμενο. Πρόκειται για μια συμφωνία η οποία είναι επωφελής στο βαθμό που την εντάσσουμε στο πλαίσιο της αεράμυνας της χώρας και εκτιμώ ότι όλη η φασαρία που έχει γίνει είναι λίγο υπερβολική. Είναι η φθηνότερη από τις λύσεις που είχαν προταθεί γιατί υπάρχουν πολλοί που θεωρούν δεν θα πρέπει να αναβαθμιστούν τα υπάρχοντα F-16 αλλά να πάμε σε μια ριζική ανανέωση του στόλου των αεροσκαφών. Η κυβέρνηση επέλεξε τη λύση της αναβάθμισης».
 
Ο Δ. Τζανακόπουλος πρόσθεσε ότι οι συμφωνίας αυτές υπάρχουν εδώ και πολλά χρόνια και η κυβέρνηση έκανε ό,τι έκρινε ωφέλιμο για την ελληνική πλευρά, ενώ διευκρίνισε ότι δεν υπάρχει συζήτηση για την αλλαγή του καθεστώτος λειτουργίας της βάσης της Σούδας, λειτουργία η οποία έχει ήδη ανανεωθεί έως το 2019.
 
Κληθείς να σχολιάσει για το εάν ο γενικός απόηχος της επίσκεψης του πρωθυπουργού στις ΗΠΑ αφήνει μια αχλή φιλοαμερικανισμού «περισσότερη από όση ανέχεται το DNA της Αριστεράς στην Ελλάδα», ο κυβερνητικός εκπρόσωπος απάντησε: «Ο κ. Τσίπρας είναι ο Έλληνας πρωθυπουργός και στις ΗΠΑ εκπροσωπεί την χώρα του και την ελληνική κυβέρνηση. Δεν εκπροσωπεί ούτε τις προσωπικές του πολιτικές καταγωγές, ούτε τη στάση της Αριστεράς απέναντι στην αμερικανική πολιτική των προηγούμενων δεκαετιών. Αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε σε μια άλλη φάση, ο Ψυχρός Πόλεμος δεν υπάρχει, ο Εμφύλιος είναι πάρα πολύ μακριά. Όλα αυτά έχουν την καταγωγική τους σημασία, όμως αυτό που προέχει αυτή τη στιγμή, είναι η ενίσχυση των διμερών σχέσεων, διότι ο βασικός μας στόχος είναι να μπορέσουμε να πετύχουμε μια ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας τέτοια που θα μας επιστρέψει να ξαναπατήσουμε στα πόδια μας. Επομένως δεν καταλαβαίνω αυτή τη συζήτηση και την θεωρώ εκτός τόπου και χρόνου».