Της Λαμπρινής Θωμά
Από τηλεοράσεων, ραδιοφώνων, εφημερίδων και ιστοτόπων άρχισαν να μας πυροβολούν με ημιμαθή αναμασήματα και κλισέ, αντάξια δεξιάς επαρχιακής φυλλάδας της εποχής του ψυχρού πολέμου.
Με μισά ή ψευδή στοιχεία, με πονηρές και ύποπτες διατυπώσεις, με ανύπαρκτους συλλογισμούς και (λογικά) άλματα που θα τα ζήλευε και ο Σεργκέι Μπούμπκα, έπιασε ο καθένας και έγραψε το μακρύ του και το κοντό του κατά του «κομαντάντε». Όχι επειδή τους έπιασε πόνος για την Βενεζουέλα και το λαό της, βέβαια. Στόχος είναι εμφανώς να υποσκάψουν τα θεμέλια της συμπάθειας των Ελλήνων προς το πρόσωπο του Τσάβες, να απεκδυθεί της αίγλης που τον περιέλουσε ο αριστερός πατριωτισμός και να προστατευθεί η πολιτική της κυβέρνησης από κάθε πιθανή σύγκριση. Οι περισσότεροι μάλιστα καταγγέλουν ευθαρσώς, ή μάλλον θρασύτατα αν και λιγότερο ή περισσότερο καλυμμένα, ότι όποιος τιμά τον Τσάβες (κλείσιμο ματιού εδώ, ποιος πήγε στην κηδεία, ε; ε; το πιάσαμε το υπονοούμενο όλοι;) λοιπόν, όποιος τιμά τον Τσάβες, θα μας κάνει «Κούβα» και άρα τρέμετε και να θυμάστε ότι το Μνημόνιο είναι μονόδρομος.
Οι περιπτώσεις πολλές, όπως ήταν αναμενόμενο. Παρότι, όταν πιάνει μνημονιακός πυρετός τα ΜΑΤ-ΜΜΕ ξεκινάω συνήθως από το δελτίο ΣΚΑΙ (εμ, αδυναμίες ειν’ αυτές), αυτή τη φορά θα τον προσπεράσουμε στα γρήγορα. Όχι γιατί ο Μπάμπης “όσοι περάσαμε από την αριστερά” Παπαδημητρίου δεν έβγαλε βόλτα την καθεστωτική του γραμμή ―κάθε άλλο. Απλά, είχαμε την τύχη να βρίσκεται στο κάτω παράθυρο ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου, που, όσο τον άφησαν, απάντησε
άρτια και με γνώση. Και μπορεί ο Μπάμπης να μην ήθελε να καταλάβει, αλλά ο θεατής κατάλαβε.
Δυστυχώς, δίπλα στον
Πρετεντέρη δε βρισκόταν κανείς γνώστης των διεθνών να τον διορθώσει όταν έγραφε ότι ο Τσάβες «από το 1998 προτίμησε να πολιτευθεί με ηπιότερες μεθόδους και να εκλεγεί κανονικά στην Προεδρία της “Μπολιβαριανής Δημοκρατίας της Βενεζουέλας” – το “κανονικά” με την πιο διασταλτική έννοια της “κανονικότητας” σε μια κανονική δημοκρατία…», για να προσθέσει ότι: «Η “Αριστερά του Τσάβες” ήταν περισσότερο σημαία ευκαιρίας ενός φαύλου και αυταρχικού καθεστώτος, το οποίο εξάγνιζε τη συνείδησή του βρίζοντας την Αμερική και στέλνοντας δωρεάν πετρέλαιο στην Κούβα.»
Αυτή την ειρωνεία απέναντι στις εκλογές της Βενεζουέλας επί Τσάβες την διαβάσαμε σε πολλές μεριές. Ο Κώστας Γιαννακίδης γράφει
στο protagon, χώνοντας κι αυτός λίγη από Κούβα στην εξίσωση για να χτυπήσει με ένα σμπάρο δυό τρυγώνια: «Κατηγορήθηκε για εκλογική νοθεία. Σιγά! Και ο Φιντέλ, που δεν διατηρεί και την καλύτερη σχέση με τις εκλογές, για το δυνάμωμα της επανάστασης έριξε τις μπάρες.».
Μόνο που, όλες οι εκλογικές νίκες του Τσάβες ήταν καθαρές. Πεντακάθαρες. Πιο καθαρές δε γίνεται. Όποιος έχει καλύψει εκλογική αναμέτρηση στη Βενεζουέλα, ξέρει ότι οι εκλογές εκεί ήταν αδιάβλητες και μάλιστα έχουν χαρακτηριστεί «οι πιο αδιάβλητες στον κόσμο». Όχι «από τις πιο», αλλά «οι πιο αδιάβλητες στον κόσμο». Έτσι τις χαρακτήρισε ο Τζίμμυ Κάρτερ, πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ, και κάτοχος Νόμπελ Ειρήνης για τη συνεισφορά του στην διαφανή και δημοκρατική διενέργεια εκλογών διεθνώς: «Μετά τις 92 εκλογικές διαδικασίες που έχω παρακολουθήσει ως παρατηρητής», είπε, «μπορώ να πω ότι η εκλογική διαδικασία στη Βενεζουέλα
είναι η καλύτερη στον κόσμο»..
Και μιλάμε για μια δημοκρατία όπου η αποχή είναι πολύ μικρή σε σχέση με τα ευρωπαϊκα δεδομένα. Ποσοστό 55-65% στον Τσάβες και το PSUV και 80-95% συμμετοχή στις εκλογές. Κυβέρνηση χωρίς μπόνους. Όπως είπα και σε μια δημόσια συζήτηση, αν συγκρίνει κανείς τη δική μας κυβέρνηση, με τη συγκεκριμένη συμμετοχή/αποχή στις εκλογές, τα ποσοστά, τα μπόνους εδρών κλπ, η δημοκρατία στη Βενεζουέλα λειτουργεί, πολύ, μα πάρα πολύ, αρτιότερα. Πόσο μάλλον αν προσθέσει κανείς και τους εκβιασμούς για τη δόση και τους προεκλογικούς τσαμπουκάδες από τις Βρυξέλλες και τη Γερμανία (αυτά και αν συνιστούν εκλογική νοθεία). Ή τους «διορισμένους» πρωθυπουργούς Μόντι και Παπαδήμο, που μεταπήδησαν εν μια νυχτί από τη διοίκηση των τραπεζών στη διακυβέρνηση των οφειλετών. Όχι, δεν ξεχνώ (ποιος είναι ο Γιάννης Στουρνάρας).
Στο σπίτι του κρεμασμένου δεν μιλάνε για σχοινί. Αντίστοιχα, στην Ελλάδα της τρικομματικής, που κυβερνάει με την μειοψηφία των ψήφων, συνεργαζόμενη με κόμματα που ο λαός μαύρισε μέχρι κακοποιήσεως εκλογικά (όπως το ΠΑΣΟΚ), παραδεχόμενη ανοικτά την «απώλεια εθνικής κυριαρχίας», είναι τουλάχιστον απρέπεια να κρίνουν κάποιοι, που όλα αυτά τα βρίσκουν “απαραίτητα” για την Ελλάδα, τις εκλογές της Βενεζουέλας. Αλλά τι να μας πει ένας Τζίμυ Κάρτερ μπροστά στον Έλληνα δημοσιογράφο;
Το έτερο κοινό επιχείρημα των κυρίων Παπαδημητρίου, Πρετεντέρη, Γιαννακίδη, αλλά και άλλων εκλεκτών συναδέλφων είναι η σύνδεση με την Αβάνα και αυτό το δωρεάν πετρέλαιο στην Κούβα. Για κάποιο λόγο φαίνεται να τους ενοχλεί τουλάχιστον όσο ενοχλεί και το Στέητ Ντηπάρτμεντ, ίσως μάλιστα και περισσότερο απ' όσο το ενοχλεί σήμερα – μάλλον τόσο όσο ενοχλούσε το Στεητ Ντηπάρτμεντ της εποχής του Μπους.
Αυτό το δωρεάν πετρέλαιο στην Κούβα έχει κοστίσει πάρα πολύ στο μέσο Έλληνα αρθρογράφο. Του έχει κοστίσει ηθικά και συναισθηματικά περισσότερο απ’ ό,τι του έχει κοστίσει η «βοήθεια» της Τουρκίας στα κατεχόμενα της Κύπρου (που ίσως θα έπρεπε να έχουν γι’ αυτό κάποιο πιο ειδικό ενδιαφέρον, λέμε τώρα) ή απ’ όσο του έχει κοστίσει η πολύτροπη βοήθεια των ΗΠΑ στο Μπαχρέιν όπου δολοφονούνται έφηβοι και καταδικάζονται σε ισόβια γιατροί γιατί τόλμησαν να τηρήσουν τον όρκο του Ιπποκράτη (πότε διαβάσαμε στα -δύο και βάλε- χρόνια της κρίσης στο Μπαχρέιν, σε στήλη οποιουδήποτε εκ των προαναφερθέντων κάτι τις, οτιδήποτε, για το Μπαχρέιν και τον αγώνα για δημοκρατία εκεί; Ποτέ; 'Ελα! Δε σε πιστεύω! Ξαναψάξε, κάτι θα βρεις!). Αλλά, βλέπεις, στο Μπαχρέιν έχουν
τον 5ο τους στόλο οι ΗΠΑ, οπότε εκεί, άλα, άνοιξε κι άλλη μπουκάλα, η δημοκρατία βρίσκεται μονίμως στα τσακίρ κέφια της. Και, βεβαίως, το γεγονός ότι μεσούσης τέτοιας κρίσης δίνουμε εκατομμύρια ευρώ για να συντηρούμε στρατιωτικές δυνάμεις στου διαόλου τη μάνα όπου θέλει η ΕΕ και το ΝΑΤΟ είναι ανεκτό και δεν αξίζει αρθρογραφίας και αυστηρής κριτικής. Σε αντίθεση με τη βοήθεια σε πετρέλαιο που προσφέρει η πλούσια σε αυτό Βενεζουέλα σε μια φτωχή γείτονά της χώρα.
Άλλο πανταχού παρόν επιχείρημα: ο Τσάβες «κι αυτός πραξικοπηματίας ήταν». Πράγματι. Αλλά ξεχνάνε να προσθέσουν ότι το πραξικόπημα έγινε εναντίον ενός (εκλεγμένου) αιμοσταγούς κτήνους που είχε βουλιάξει τη χώρα στην λιτότητα και, στο όνομα της ασφάλειας και της τάξης, με την βοήθεια της αστυνομίας, θυσίασε στην ποδιά του ΔΝΤ εκατόμβες αμάχων (χμμ, αυτό κάτι μου θυμίζει…). Ξεχνάνε να προσθέσουν επίσης το γεγονός ότι ο ίδιος ο Τσάβες ζήτησε από τους συντρόφους του να διακόψουν το αντάρτικο για να μη χυθεί αίμα. Και μια και τους έπιασε ο πόνος για το πραξικόπημα του Τσάβες, είναι περίεργο ότι όλοι τους (μα όλοι!) ξέχασαν το πραξικόπημα του 2002: το πραξικόπημα εναντίον του Τσάβες, που χαιρέτησαν οι ΗΠΑ και πολέμησε ο ίδιος ο λαός της Βενεζουέλας…. Οπως επίσης τους διαφεύγει ότι όλα τα επαναστατικά συντάγματα (και το μπολιβαριανό σύνταγμα είναι ένα σύνταγμα επαναστατικό) θέτουν ως ασπίδα προστασίας των καρπών της επανάστασης τον Πατριωτισμό των πολιτών (πως λέμε «1-1-4»). Το ποιος υπηρέτησε το Σύνταγμα και την Αξιοπρέπεια της χώρας εκείνη τη στιγμή, θα το κρίνει η ιστορία (και κάτι μου λέει ότι δε χρειάζεται να περιμένουμε πολύ για την τελική της κρίση).
Και φτάνουμε στο επιχείρημα περί ελευθερίας του Τύπου και “κλεισίματος ΜΜΕ”. Σε μια χώρα με το ίντερνετ απολύτως ελεύθερο και το 95% του Τύπου στα χέρια της αντιπολίτευσης, ο Τσάβες κατηγορείται ότι πολέμησε την ελευθερία του Τύπου. “Η έννοια της ανεξάρτητης δημοσιογραφίας ήταν περίπου συνώνυμη με επικήδειο” γράφει ο Γιάννης Πρετεντέρης (θα το διάβασε στη Μαϊάμι Χέραλντ, φαντάζομαι). Την Ελευθερία, την Ανεξαρτησία ποιου Τύπου; Την ερώτηση απαντάει εξαιρετικά ο Γκάρντιαν: «Πάρε την αυτοκρατορία του Μέρντοχ, πολλαπλασίασέ την επί χίλια και ίσως και να πλησιάσεις την Ισχύ που έχουν τα δεξιά ΜΜΕ στη Λατινική Αμερική» ― και για του λόγου το αληθές, ειδικά στη Βενεζουέλα, να τους θυμίσω και αυτό εδώ.
Η Λατινική Αμερική έχει ιστορία και παρελθόν και ένα πολύ βρώμικο Τύπο με διαχρονικά ύποπτο ρόλο. Ο έλεγχος και η ανάγκη Ελευθερίας του Τύπου οδήγησαν πρόπερσι στη
διεθνή βράβευση του Τσάβες για τον αγώνα του για ένα δίκαιο Τύπο με το βραβείο που φέρει το όνομα του δολοφονημένου δημοσιογράφου
Ροντόλφο Ουάλς. Ελπίζω τα αγγλικά των καλών συναδέλφων να τους βοηθούν να διαβάσουν ολόκληρο το άρθρο και να ενημερωθούν. Εμένα πάντως με βοηθούν πολύ, και από αυτό εδώ το δημόσιο βήμα θέλω να ευχαριστήσω τη μαμά μου, το μπαμπά μου και τον κύριο Στρατηγάκη, χάρη στους οποίους μπορώ να ενημερωθώ για τα διεθνή σε άλλη γλώσσα από την ελληνική. Αν ήξερα μόνο ελληνικά και είχα πρόσβαση μόνο στα κατεστημένα μέσα, η εικόνα μου για τον κόσμο θα ήταν τελείως ψεύτικη.
Τουλάχιστον ο Γ. Πρετεντέρης και ειλικρινέστερος είναι και δε χάνει την ψυχραιμία του. Άλλοι την χάνουν. Διότι σε αυτούς το θέμα δεν είναι δημοσιογραφικό, είναι ιδεολογικό. Και εδώ δεν έχω πρόβλημα ― αρκεί να το δηλώνεις. Να λες δηλαδή στον αναγνώστη σου από πού έρχεσαι και πού πας, εστω κι αν πρόκειται για κείμενα από την πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλλα σαν αυτό του
Δημ. Θωμά στο ΣΚΑΙ που εκφράζει το φόβο του γράφοντος ότι μπορεί, Θου Κύριε, να νικήσουν οι ακραιφνείς κομμουνισταί, στους οποίους ακραιφνείς κομμουνιστάς προτείνει, πολύ δημοκρατικά, την αυτοεξορία στο εξωτερικό, όσο εκείνος θα ζει στα «νησιά μας». (Καλά, ούτε καν μια Μακρόνησος πια για μας; Και, ποια νησιά μας; Αυτά που βγάζουν για πούλημα οι εθελόδουλοι κυβερνώντες;).
Το αυτό συμβαίνει και με τον
Παύλο Αθανασόπουλο που όμως, έστω και ενώ βρίζει όσους κατακρίνουν τα Μνημόνια, του ξεφεύγει ο λόγος για τον οποίο όλοι αυτοί οι φιλελέ τρέμουν το παράδειγμα Τσάβες («Αυτό το κράμα εθνικισμού, θρησκευτικότητας και αριστερόστροφου λαϊκισμού, είναι η συνεκτική ύλη του ετερόκλητου αντιμνημονιακού αχταρμά των αγανακτισμένων και των ψεκασμένων»). Και επειδή από επιχειρήματα υπάρχει μια έλλειψις, όπως και να το κάνεις, πιάνει κι αυτός το φτυάρι της λάσπης και της άνευ επιχειρημάτων “βέβαια, βέβαια” βεβαιότητας για να ξορκίσει το πιθανό κακό («αν βέβαια, στην Βενεζουέλα αυτό το κράμα παρήγαγε κάποια αποτελέσματα λόγω πετρελαίου, υπονομεύοντας βέβαια μεσοπρόθεσμα την οικονομία της χώρας, στην Ελλάδα θα φέρει άμεσα την καταστροφή»).
Είναι προφανές σε όλους τους γνωρίζοντες ανάγνωση και έχοντες σώας τας φρένας: δεν είναι για τη Βενεζουέλα και τον Τσάβες που τους έπιασε ο πόνος. Άλλωστε, όπως προκύπτει από τα κείμενά τους, δεν ξέρουν καν κατά που πέφτει η Βενεζουέλα. Το δάκτυλο μας κουνάνε, μην πάει και ψηφίσουμε αριστερόστροφα, πατριωτικά, λαϊκά, κανέναν θαυμαστή του Τσαβες, και πέσει έξω το νεοφιλελεύθερο όραμα των Μνημονίων και των Τραπεζών. Για τον ίδιο λόγο δεν θα τους ακούσουμε ποτέ να εξαίρουν το παράδειγμα των Ισλανδών (που είπαν «άει σιχτίρ» στις τράπεζες), των Ούγγρων και όποιου άλλου μικρού γαλατικού χωριού αντιστέκεται και τα καταφέρνει μια χαρά αντιστεκόμενο. Λόγω επαγγελματικής ευαισθησίας, όμως, επιτρέψτε μου να με ενοχλεί εξίσου και αυτό το σύμπτωμα: παρά τις προθέσεις τους να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους, δεν πολυκοπιάζουν να διασταυρώσουν κανα στοιχείο, να στηρίξουν την άποψή τους σε επιχειρήματα. Υπάρχουν “πάπες” της φιλελέ ειδησεογραφίας, που ρίχνουν τη γραμμή, και οι υπόλοιποι, οι δεύτεροι, ορμάνε πάνω της σαν κοκάκηδες…
Εικόνες: Γκέοργκ Γκρος, Ο αγκιτάτορας, Οι Πυλώνες της Κοινωνίας και Έκλειψις Ηλίου